Σελίδα 1 από 2 12 ΤελευταίοΤελευταίο
Προβολή αποτελεσμάτων 1 έως 15 από 20

Θέμα: Σ' ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ...

  1. #1

    Σ' ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ...

    Τώρα όλοι πηγαίνανε στην πλατεία.

    Νυχτοπούλια, Στριγγλοπούλια, Βρυκόλακες της νύχτας, παθιασμένα κι αλλόκοτα Φαντάσματα που βγήκαν από τους υπονόμους και τα σκοτάδια λες και γεννήθηκαν μέσα στους φόβους των άλλων, τώρα κατέβαιναν στην πλατεία.
    Τα πρωινά στα χορτάρια της πλατείας αστράφτανε και λαμπυρίζανε λαγαρές, διάφανες δροσοσταλίδες που βλέπανε μα δεν συγκρατούσαν κουβέντες ούτε και πρόσωπα. Κάπου ψηλά και νοητά πάνω απ’ τ’ άσπρο μάρμαρο του άγνωστου ποιητή, πάνω απ’ τα τραπεζάκια και τις καρέκλες των καφενείων, πάνω από τους χάλκινους στρουμπουλούς έρωτες που χορεύουνε διαρκώς γύρω από το μαντεμένιο φανάρι του Δήμου, πάνω από την πλατεία μια χρυσαλίδα μεταμορφωνότανε. Ήταν η αρχή του τέλους.
    Εκείνες τις μέρες έγινε έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα μια γιορτή στην πλατεία. Οι πρώτοι που πατήσανε στο δημοτικό χορτάρι ξάπλωσαν πάνω του και λιαζόντουσαν, χασμουριόντουσαν, φιλιόντουσαν ενώ μερικοί παίξανε μουσική, έτσι απλά κι αυθόρμητα. Μαζευτήκανε ταμπούρλα, κάνα-δυο κιθάρες, ήρθανε φυσαρμόνικες, μια αμερικάνικη πλύστρα, φλογέρες, μέχρι κουτάλια και πιρούνια επιστρατεύτηκαν και τραγουδήθηκαν ποιήματα οργισμένα από αυτοσχέδιους τραγουδιστές με φωνητικά και κραυγές από τους άλλους στο χόρτο. Ο κόσμος από τα τραπεζάκια, οι περαστικοί κοίταζαν περίεργα. Σε λίγο από το πατάρι του καφενείου που παιζότανε μπαρμπούτι κατεβήκανε οι «ποινικοί» ενώ οι πρώτοι οργανωμένοι άρχισαν να φτάνουν, περίεργοι να δούνε ποιοι είναι και πού το πάνε οι καινούργιοι.
    Όλοι μοιάζανε να μην καταλαβαίνουν τι συμβαίνει...
    Έτσι ωραία, ρυθμικά και. απελευθερωτικά προχώραγε το ξάφνιασμα και κάποια στιγμή ξεκίνησε και ο πρώτος τσαμπουκάς και άρχισε να πέφτει ξύλο. Μέχρι και γιαούρτια πέσανε και ήτανε η πρώτη φορά που η πλατεία ζωντάνεψε. Οι ακακίες του Δήμου χαιρετήσανε το πρώτο μπουμπούκιασμα και το μάρμαρο του ποιητή χωρίς χέρια ξηλώθηκε από τη βάση του και ρίχτηκε στο γρασίδι με τη φρικτή μούρη του στο χώμα. 0 θυρωρός της πιο παλιάς πολυκατοικίας βγήκε στην είσοδο και βλαστήμησε σιγανά τα κωλόπαιδα. 0 επίσημος χαφιές της πλατείας, παλιός μποξέρ αλλά τώρα πολύ γέρος για τσαμπουκάδες, έκανε το τηλεφώνημα και τα πρώτα πέντε εκατό φτάσανε.
    Ήτανε άνοιξη και οι κουβέντες αρχίσανε να γίνονται πάνω στους τοίχους της πλατείας και στους τριγύρω δρόμους. Η μοναξιά και το δάκρυ μπλέκονταν στο παραλήρημα και στο όνειρο το απραγματοποίητο, πέρα μακριά στους κρεμαστούς κήπους της Σεμίραμις και στις πλάνες των Χασασίν του Χασάν-Ιμπν-Σάμπαχ, στους αντικατοπτρισμούς της ερήμου, στις παραμορφωτικές διαθλάσεις του φωτός μέσα από ορυκτούς κρυστάλλους και στην αιώρηση του αστροναύτη στο απόλυτο κενό. Και φτιάχνανε σχέδια μοναδικά, όνειρα χρωματισμένα και γίνονταν όλοι αυτοί που περπάταγαν εδώ, αρωματισμένα φαντάσματα και γεννιότανε μια γλώσσα ζεστή με μια αμεσότητα που περιείχε την ανάσα του άλλου. Και έτσι. γίνηκε η μεγάλη μήτρα που τους μάζεψε όλους. Η παγίδα, η πλάνη, το όνειρο, η πλατεία, ο μύθος. Και γνωριστήκαμε. Και αγαπηθήκαμε. Και γίναμε κάτι πολύ όμορφο, δυνατό, απερίγραπτα σοφό, εκστασιασμένο, σπουδαίο, αδιάντροπο, ερωτικό και σαλέψαμε τα μυαλά των άλλων...
    Είχε περάσει καιρός από τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα.
    Ο Λουκάς περίμενε τα μεσημέρια το πέμπτο να σχολάσει και κυνηγούσε τη Μαρία την κόρη του που πέρναγε με τις φίλες της για να τις γαμήσει.
    Ο Γιατρός ετοίμαζε τα χειρόγραφα για την έκδοση του γαλάζιου βιβλίου και, ο Βασίλας που τα πήγαινε στο τυπογραφείο, χάριζε στο δρόμο σελίδες στους περαστικούς.
    Η Ελεονώρα ερωτευότανε παράφορα όποιον την κοίταζε για λίγο με γυρτό το κεφάλι και του χάριζε την κυρία Νταλαγουέη με αφιέρωση.
    Ο Νικόλας φόρεσε το σταυρωτό κουστούμι με τη ρίγα και. τα διπλά πέτα, μυτερό παπούτσι και. ρεπούμπλικο και ήπιε τον καφέ του στο Φλοράλ. Την άλλη μέρα ο Κατίνος κυκλοφόρησε με τα ίδια ακριβώς ρούχα. Σταυρωτό κουστούμι με ρίγα, μυτερά παπούτσια και καφέ ρεπούμπλικο.
    Ο Γιώργος με το Νταμπαντούμπα κάνανε τη νύχτα μπούκα και φέρανε στερεοφωνικό και δίσκους.
    Ο Ηλίας που είχε γεμίσει τους τοίχους λεξούλες για τις γάτες, κράταγε στην αγκαλιά του τη Μάινχοφ μια μικρή μαύρη γατούλα και τη χάιδευε.
    Η Φρούλα έκανε δαχτυλίδια με τα όμορφα μαλλιά του.
    Ο Δαβίδ πέταξε το ανοιχτό μπεζ κουστούμι του στο σκουπιδοντενεκέ και κάθισε μαζί μας.
    Ο Απολιτίκ μίλαγε ώρες ατέλειωτες για το Γιώργο που θα 'ρχότανε από την Ελβετία.
    Ο Νικόλας ξημερωνότανε στη γραφομηχανή κι έπειτα κατέβαινε στην Ομόνοια και μετά στο Μοναστηράκι για παλιά περιοδικά.
    Ο Λεωνίδας έφτιαξε μια σειρά από μουτσούνες και μας τις χάρισε να τις φοράμε στο δρόμο.
    Ο Μαξ ήταν ερωτευμένος με την Άλκηστη και τα μάτια του λαμπυρίζανε μαύρη δροσιά.
    Η Μπενεντίκτ έπαιρνε τηλέφωνο και μιλάγαμε μαζί της όλη νύχτα. Της περιγράφαμε πώς τραβάμε μαλακία και μας έλεγε κι εκείνη τι και πώς χάιδευε κάθε στιγμή κι έτσι χύναμε μαζί.
    Ο Αλεξανδρινός με τον Καβάτζα κατεβαίνανε τα πρωινά στο Πολυτεχνείο και πουλάγανε βιβλία. Ο Ηλίας πήγαινε μαζί, ανέβαινε στα κάγκελα και φώναζε με όλη του τη δύναμη κοιτάζοντας τον κόσμο που πέρναγε μπροστά του, ένα κεφάλι πιο κοντοί, ν' ανοίξουνε τα τρελοκομεία και οι φυλακές και να βγουν όλοι έξω.
    Ο Ηλίας καθισμένος μια νύχτα στο δωματιάκι του στο Λυκαβηττό κοίταζε το γλόμπο που βρισκόταν ψηλά, καταμεσής στο ταβάνι κι ένιωσε σιγά-σιγά το φως το ηλεκτρικό να τον πλημμυρίζει. και να γίνεται ένα μαζί του αφού ο ίδιος εξαϋλώθηκε, κι έγινε πράγμα ρευστό, σκόνη κι αέρας. Μετά απ' αυτή την εμπειρία του πέρασε μέσα από τη χαραμάδα της πόρτας, βγήκε έξω στους δρόμους, ήρθε και μας βρήκε να μας το πει. Έκτοτε ο Ηλίας περπάταγε στο δρόμο — τον βλέπαμε — κι έδειχνε να πετάει χαμηλά, λίγο πιο πάνω απ' το δρόμο. Με κινήσεις τέλεια αρμονικές χωρίς καμιά προσπάθεια, σαν απαλή φτερούγα πουλιού μακρινής θάλασσας ανασηκωνότανε και κυμάτιζε.
    Ο Χρήστος ο Χάρος έβαζε ερωτήματα για μίνιμουμ συνεργασία με το αριστερό χέρι και απάνταγε με το δεξί κι ενωνότανε σαν φίδι που τρώει την ουρά του.
    Το τηλέφωνο στην πλατεία είχε φτιάξει και δούλευε χωρίς λεφτά. Παίρναμε τηλέφωνα όλη τη νύχτα και μιλάγαμε σε όλο τον κόσμο. Στο Βερολίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Μπαλί.
    Ο Γιατρός στη μετακόμιση μας χάρισε πιστόλια.
    Η Νατάσα έφτιαξε τα σχέδια για το βιβλίο του. Και μεις λιώναμε από κάβλα για τη Νατάσα.
    Ο Γιώργος ήρθε από την Ελβετία μα τον βλέπαμε σπάνια. Έπινε κάνα καφέ μαζί μας και χανότάνε πάλι.
    Ο Κόκορας μας εξηγούσε ότι τα ντουβάρια γύρω μας είναι ψευδαίσθηση. Ο Λουκάς του 'λεγε «παιδαρά μου αυτό το κωλαράκι το σφιχτό που έχεις πίσω σου είναι κι αυτό ψευδαίσθηση;» κι έτριβε τον καβλωμένο πούτσο του.
    Ο Χρήστος, ο Κάπταιν, ο Μάνθος, ο Κωστής, ο Ίλιτς, ο Βύρωνας και οι ραϊχικές μας αναστατώνανε που χαϊδεύονταν μεταξύ τους και γαμιόντανε ελεύθερα χωρίς φανερά προβλήματα.
    Εκείνο τον καιρό κυκλοφόρησε μια μπροσούρα από δυο αναρχικούς. Καταγγέλλανε τη Σύλβια σαν νοικοκυρά που θα 'πρεπε να κάθεται σπίτι της να σιδερώνει πουκάμισα.
    Στα Προπύλαια έγινε η αντιπολεμική συγκέντρωση.
    Τώρα ήτανε η σειρά του μαλάκα του δημοσιογράφου να γράψει για το κίνημα.
    Ο Μάκης έδωσε το πρώτο χαστούκι στο χοντρό, που τρελάθηκε τελείως μετά από αυτό, για τη μαλακισμένη συνέντευξη που πήγε κι έδωσε. Τον κλείσανε στο Δαφνί.
    Ο Πουλίκας είχε φέρει σ' επαφή τον Νικόλα και το τζόβενο τον Ουτοπία με το μαλάκα το δημοσιογράφο.
    Η Αναρχία είχε ξεχυθεί στους δρόμους, ο Γαρμπής κατάλαβε ότι ήταν καιρός να κυκλοφορήσει Μπακούνιν στην αγορά.
    Ο Σκουμπεκάκης πήγε στο στρατό, κάθησε λίγες μέρες και γύρισε με ωραίες, μαύρες, ψηλές αρβύλες που τις έδενε ψηλά και σφιχτά, ψηλόλιγνος και τρυφερός, μόνος του κάπου στην Καισαριανή.
    Ο Χρήστος και ο Μάνθος στον πύργο κάνανε έρευνες με μια ομάδα παιδιών πάνω στις θεωρίες του Ράιχ.
    Η Επίθεση, το ΚΡΑΚ, οι «ομάδες αναρχικών», οι «Αναρχικοί εργαζόμενοι», ο «Σοσιαλισμός και Βαρβαρότητα», ο Στίνας, η Διεθνής, το Πεζοδρόμιο, το Οκτόπους, ο Ελεύθερος Τύπος, η ΑΑΚΟ, το «ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ», το Παντέρμα.

  2. #2
    Σε υπόγειο της πλατείας βρισκόντουσαν σαράντα κιβώτια με νιτρογλυκερίνη και από στιγμή σε στιγμή η πλατεία μπορούσε να τιναχτεί ολόκληρη στον αέρα.
    Συνθήματα γραφόντουσαν στους τοίχους των Εξαρχείων. Τώρα πια δεν μιλούσανε για μοναξιά, για γάτες, για βήματα στο σκοτάδι, για λυγμούς, για τα ψάρια του Αιγαίου και τη θάλασσα που τους ανήκει, τώρα τα συνθήματα γίνονταν πολιτικά. Ο σαρκασμός υπήρχε, ένα γέλιο θα σας θάψει, είμαστε οι νεκροθάφτες της συνείδησής σας, μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι, αναρχία και ζωή.
    Κυκλοφορούσαν πολλά έντυπα, εφημερίδες, μπροσούρες, βιβλία, αφίσες. Για σεξουαλική απελευθέρωση, για βόμβες, για εμπειρίες σε αντάρτικο πόλης, εμπειρίες σε κομμούνες, εμπειρίες με ναρκωτικά.
    Ένας αλλόκοτος και αλλιώτικος κόσμος προσπαθούσε να αρθρώσει μια νέα αντίληψη, μια καινούργια στάση και θεώρηση ζωής.
    Μερικοί αναπαράγανε τα πρότυπα μιας απαράδεκτης νοοτροπίας, άλλοι το έκαναν λιγότερο κι άλλοι ακόμα πιο λίγο. Πάντως για πρώτη φορά φύσαγε ούρια ο άνεμος του προβληματισμού για εναλλακτικούς τρόπους ζωής. Τα πρώτα ταξίδια στη Θεσσαλονίκη που άκουγε ονόματα και πράγματα κι έφτιαχνε μύθους για την Αθήνα. Έπειτα ήρθε η υπόθεση Πόλε.
    Ο Πολιτείας που ζούσε τα τελευταία χρόνια σ' ένα υπόγειο χωρίς παράθυρα που το 'χε βάψει μαύρο κι έβγαινε μόνο τη νύχτα, ο Αντρέας ο πανκ με την αλυσίδα, ο Περικλής, ο Δημήτρης ο ψεύτης, η Ράνια, η Νατάσα, ο Τσοκάκης, η Φιλιώ η μεγάλη, η Φιλιώ η μικρή, ο Γιώργος, η Άλκηστη, η Βασούλα, η Αρετούλα, ο Ανδρέας ο ροκ, ο Άκης το μωρό, ο Άγγελος, ο Ζυγομαλάκας, ο Τόλης, ο Μαξ, ο Βασίλας, ο Άγιος Πέτρος, ο Πάνος, ο Φωτεινός, η Αγγέλα, ο Κυριάκος, ο Μαχαράτζι, ο Πάνος απ' την Κυψέλη, ο Στράτος ο κλειδαράς απ' το Βύρωνα, ο Αξ, ο Άγγελος ο απολιτίκ, η Σταυρούλα, ο Βλάσης, ο Μίλτος με το φλάουτο, ο Τζιμάκος με τη μηχανή, ο αφισοκολλητής, ο αφίσας, ο Χάσαν, ο Τζίμης και, η Νανά, φιγούρες που στροβιλίζονται στο μεταίχμιο της φθοράς της μνήμης.
    Θεσσαλονίκη — ο Μπούφη, ο Χάρης ο βοτανολόγος που έψαχνε στην Κρήτη για μανδραγόρα και. ντατούρα.
    Ο Νικόλας και η Ματίνα, ο Μάριος και τ' αρχίδι που έκλεψε από το νεκροτομείο.
    Ο Βαγγέλης και η Στέρη, ο Βραχάτης, η Όλγα, ο Θάμνος με τη φλογέρα.
    Ο Χρήστος έφυγε στην Πελοπόννησο μόνος του για μια βδομάδα. Εκεί σε μια ωραία παραλία, βρήκε μια μαγεμένη σπηλιά κι έμεινε. Τράβαγε μαλακία μόνος του με το πέλαγο που ανοιγότανε μπροστά του, εκστασιασμένος και ξετρελαμένος από τη δύναμη της φύσης που την ένιωθε να τον συνθλίβει, κράταγε το σπέρμα του μέσα σ' ένα κουτάλι και κάθε μέρα που περνούσε το εξέταζε, το μύριζε, το ακούμπαγε, προσπαθώντας να καταλάβει πώς είναι και τι κρύβει αυτό το μαγικό υγρό.
    Ο Δημήτρης ο ψεύτης, μαθητής τότε, μας μίλαγε για κάποιον φιλαράκο του που έγραφε ωραία και κάποια μέρα θα γινότανε μεγάλος λογοτέχνης και όλοι καταλαβαίναμε ότι ο φίλος ήταν ανύπαρκτος και όλα αυτά τα 'γραφε ο ίδιος ο Δημήτρης μα δεν είχε το θάρρος να το πει.
    Η Σούζη ερχότανε κάθε μέρα και. μας χάιδευε όλους τρυφερά και νιώθαμε να μας αγαπάει και θυμάμαι μια μέρα που την είδα με τον Αμπέ πόσο ευτυχισμένοι ήτανε κι. οι δυο. Η Σούζυ μιλούσε και για τους δυο μιας και ο Αμπέ ήτανε κωφάλαλος και πόσο ερωτευμένα κοιτάζονταν στα μάτια, καθώς φεύγανε να πάνε σε κάποιο δωμάτιο να γαμηθούνε.
    Ο Άγιος Πέτρος τσακισμένος από την οικοδομή, με μια πίκρα και μια αξιοπρέπεια στα μάτια, βιβλική ασκητική μορφή, με πάθος για τις πολιτικές κουβέντες.
    Ο Σάκης ο Καρχαρίας, που μόλις είχε φύγει από τους οργανωμένους έκανε τη δικιά του προσωπική επανάσταση, πρόθυμος να κάνει τα πάντα, πιο τρελός απ' όλους τους τρελούς, με πυρετό στα μάτια, στη φωνή, στις κινήσεις γι αυτά που ανακάλυπτε, για τους καινούργιους ανθρώπους που γνώριζε. Φώναζε, ΕΓΩ, ΕΓΩ κι εννοούσε «εγώ θα τα κάνω όλα, αφήστε με μένα, είναι η σειρά μου, εσείς πια τα έχετε κάνει όλα, αφήστε με μένα» και στη συνέχεια λίγα έκανε αλλά δεν έχει και καμιά σημασία.
    Ο Σταύρος απ 'τα Γιάννενα που μίλαγε με το γλυκό και ήρεμο τρόπο του και πήγαινε στο ζουμί κάθε ιστορίας με μια έντονη πολιτικότητα και μια διάθεση να σταθεί σε όλα και σε όλους κριτικά.
    Ο Τάκης το κλεφτρόνι, με το καθαρό πρόσωπο, τα όμορφα γαλανά μάτια και το γέλιο του που τον έκανε σαν παιδί και χαιρόσουνα να τον βλέπεις, εκείνη την ημέρα που οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν φωτιά και ο κόσμος ξεσηκώθηκε, άρπαξε μια δακρυγόνα βόμβα και την κούναγε στους δημοσιογράφους κάνοντάς την σημαία της εξέγερσης.
    Και η Ιουλιέτα που κείνη τη μέρα γύρναγε μέχρι αργά το βράδυ με μια μεγάλη τσάντα γιατρού παραγεμισμένη με μολότωφ και μας τις μοίραζε. Όταν πια έπεσε η νύχτα και οι μπάτσοι πλησιάζανε στην πλατεία και μεις στα οδοφράγματα προσπαθούσαμε να τους το κάνουμε δύσκολο, είδαμε τη σκιά του Νικόλα μπροστά σε μια αύρα, σιδερένιο κτήνος που γύριζε χαζά και άγαρμπα ψάχνοντας να τον βρει, να τον σημαδέψει.
    Ο Στέφανος με τα άγρια ατίθασα μαλλιά του να τρέχει βιαστικός με τις μολότωφ στα χέρια να προλάβει κι άλλοι πολλοί με μια ζωντάνια στα πρόσωπα που πριν ήταν σκυθρωπά, με μια πρωτόφαντη έξαψη από το ξεφάντωμα της εξέγερσης που απλωνότανε γύρω μας. Ο Μάκης, η Έλεν, η Σοφία, η Βούλα, ο Κώστας.
    Τη νύχτα εκείνη που καίγονταν τα Εξάρχεια με πρόσωπα βγαλμένα από φλαμανδικούς πίνακες με λιγοστούς φωτισμούς σε απαλό κιτρινωπό χρώμα, με μάτια γάτων που βλέπανε στο σκοτάδι, με τον πόθο και το πάθος της ανατροπής στο αίμα, στην ψυχή, στο μυαλό και στα χέρια, γυρνάγανε οι σκιές μας στα αναχώματα και στα οδοφράγματα που είχαμε στήσει την ημέρα και απωθούσαμε τους οργανωμένους που έρχονταν να τα χαλάσουν. Ο Χρήστος μ' ένα καδρόνι στα χέρια κράταγε μακριά καμιά εικοσαριά απ' αυτούς, ο Χάρης ο γίγαντας μ' ένα διαφημιστικό πλακάτ ξηλωμένο από κάπου εκεί γύρω τους απωθούσε όλους μαζί. Και κάθε νύχτα καιγότανε η πλατεία με τα μεθύσια, τις ξέφρενες συζητήσεις, τις ασυναρτησίες, τους έρωτες, τις φωνές, τους τσακωμούς, τους ντενεκέδες των σκουπιδιών που κυλάγανε στην κατηφοριά, τα άδεια μπουκάλια που σπάγανε με εκκωφαντικό θόρυβο στους τοίχους των κοιμισμένων πολυκατοικιών, τα εκατό που φτάνανε και κάνανε απειλητικούς κύκλους σαν καρχαρίες γύρω στην πλατεία, κοιτάζοντας προκλητικά κι εκείνοι κι εμείς, ένα παιχνίδι. με κλέφτες κι αστυνόμους.
    Και ο Άκης, το μωρό, να κλαίει στο μεθύσι του και ν' αγκαλιάζει τον Άγγελο και να του λέει «σ' αγαπάω». Και ο Νικόλας ζαλισμένος από τη μετάφραση του Τζολ να μιλάει για τον Μπουεναβεντούρα και ο Άγγελος για τη ντατούρα. Το ΡΟΚ ακούγεται ξανά στην Αθήνα και προπαντός συζητιέται. Έπειτα από χρόνια απουσίας, άνθρωποι μιλάνε για Ροκ μουσική και Ροκ τρόπο ζωής. Γίνονται μερικές συναυλίες τσάμπα. Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, στην αμερικάνικη ένωση, στο θέατρο Γκλόρια οι Σώκρατες, ο Ηρακλής, αργότερα ο Άσιμος που παίζει μαζί με άλλους στο δρόμο, ο Άλαν, η Σπυριδούλα, ο Σιδηρόπουλος φτιάχνουνε μια κατάσταση για ν' ακουστεί η μουσική μας.

  3. #3
    Οι πρώτες γκρίζες μέρες. Τα στρογγυλά φύλλα που 'χαν κιτρινίσει στα κλαριά των ακακιών ξεκόλλησαν και πέσανε πάνω στην τραγιάσκα του γεροντάκου που εδώ και πενηνταπέντε χρόνια καθότανε στο πάνω μέρος της πλατείας και γυάλιζε παπούτσια. Όταν είχε πρωτοέρθει από την επαρχία η πλατεία δεν υπήρχε. Ήταν ένα πλάτωμα που συναντιόντουσαν τρεις χείμαρροι, ένας κατέβαινε από την Θεμιστοκλέους, άλλος από την Αραχώβης κι ένας τρίτος από τη Βαλτετσίου. Τώρα οι χείμαρροι ήτανε δρόμοι και φέρνανε τον κόσμο στην πλατεία, κι ο γεροντάκος που 'χε σταματήσει να κοιτάζει τα παπούτσια τους, τους κοίταζε ψηλά στα πρόσωπα λες και κάτι περίμενε να του πούνε. Μοιάζανε όλοι τους ανήσυχοι. Υπήρχε γύρω μια διάχυτη νευρικότητα. Λίγοι κάθονταν στα τραπεζάκια ή στο γρασίδι.. Τώρα έβλεπες μικρές-μικρές παρέες. Κάποια στιγμή κάποιος έφευγε και πήγαινε σε μια άλλη παρέα, κάτι έλεγε στα γρήγορα, ξανάφευγε και πήγαινε σε άλλη παρέα. Μια διαρκής και νευρώδης κίνηση. Πολλοί κάθονταν μόνοι τους και, κοιτάζανε χαμηλά τα παπούτσια τους.
    Το έρεβος μιας ατέλειωτης νύχτας ξεδιπλωνότανε, οι φωνές χαμήλωναν και χάνονταν σε ψιθύρους, τα μάτια γλίστραγαν πάνω στα πρόσωπα, τα νευρικά δάχτυλα που στρίβανε κι ασπρίζανε στις κλειδώσεις, κάποιος που περπατούσε ανήσυχος ανάμεσα στα τραπεζάκια λέγοντας βρισιές χωρίς συνοχή λες κι απευθυνόταν σ' όλους, εκεί ο Μητσάρας με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω σ' ένα τραπεζάκι να κλαίει σιγανά, ενώ από το στόμα του τρέχουνε ξερατά με αλκοόλ και ανακατεύονται με τα δάκρυα.
    Το πέμπτο Γυμνάσιο σχόλαγε αλλά ο Λουκάς έλειπε από τη θέση του στην πλατεία. Τις προάλλες καθώς έτρεχε με τ' αμάξι του σ' ένα επαρχιακό δρόμο καρφώθηκε πάνω σ' ένα δέντρο κι έμεινε στον τόπο.
    Τη Ράνια προχθές ακόμη μόλις την προλάβανε με το στομάχι γεμάτο χάπια και της κάνανε πλύση για να γλυτώσει.
    Το Γιατρό τον σκοτώσανε στο σπίτι, του οι μπάτσοι.
    Όλοι το διαβάσαμε... Κόσμος ήτανε μαζεμένος στη γωνιακιά πολυκατοικία. Σήμερα το πρωί μόλις ανακάλυψαν από την αποφορά της αποσύνθεσης που έβγαινε από το υπόγειο φαλτσαριστό παράθυρο, ένα δεκαεννιάχρονο που είχε κόψει από μέρες το λαρύγγι. του. Έβγαινε στην πλατεία και καθότανε μόνος του σε κάποιο τραπεζάκι αλλά γνωστούς δεν είχε.
    Τον Σαλονικιό τον πυροβολήσανε μέσα σε μια λέσχη κάποια νύχτα.
    Ο Κασίμης πέθανε με μια σφαίρα στο κεφάλι,.
    Τη Μάινχοφ, τη μαύρη γατούλα την κυνήγησε το λυκόσκυλο κάποιου μαλάκα και την ξεκοίλιασε.
    Οι ταξιτζήδες ζητάγανε από τους πιτσιρικάδες να γαμήσουνε τις ξέμπαρκες για κάνα χιλιάρικο.
    Το ταξίδι της νύχτας χωρίς τέλος άρχισε να ξεδιπλώνεται.
    Ο Τζιμάκος αγόρασε μια παλιά BMW κι έφευγε κι ερχότανε βιαστικός. Άρχισε αλισβερίσι με τους ποινικούς και ακούστηκε ότι σπρώχνει μαύρα. Δεν προλάβαινε να μας χαιρετήσει καλά-καλά.
    Στις οικοδομές και στα παλιά κι εγκαταλειμένα σπίτια γύρω από την πλατεία σύριγγες, κουτάλια, σπαρματσέτα. Οι πρώτοι θάνατοι. Έναν τυπά τον βρήκανε στις σκάλες μιας πολυκατοικίας παγωμένο, με τη σύριγγα στο μπράτσο-υπερδόση.
    0 Βαγγέλης, η μυστηριώδης νήσος, έφαγε μια μαχαιριά στην κοιλιά από έναν τύπο πάνω στην τράμπα.
    Οι πρώτες αυτοκτονίες. Τον Δαβίδ τον βρήκανε στην παραλία μπουκωμένο χάπια να χαιρετάει την αυγή με τα παιχνιδίσματα του πρωινού ήλιου στ' ανοιχτά της θάλασσας πάνω στα νεκρά του μάτια.
    Ο Λιβέρης, που τις τελευταίες μέρες καθότανε μόνος του καταμεσής στην πλατεία σ' ένα παγκάκι και δεν μίλαγε σε κανένα, κάποια μέρα αυτοπυρπολήθηκε.
    Τη Σόνια την τραβεστί τη σκοτώσανε και την πετάξανε στα βράχια στο Σούνιο.
    Κάποιος πήδηξε από τέσσερις ορόφους.
    Ο Μαχαράτζι μίλησε στην αστυνομία. Ο Όττο μάθαμε ότι ήτανε χαφιές.
    Πολλοί μπήκαν στις φυλακές, άλλοι για χρόνια, άλλοι για μήνες.
    Κάποιοι κάνανε ληστεία σε τράπεζα και ούτε λεφτά καταφέρανε να πάρουνε και σκότωσαν κι έναν άσχετο. Μπήκανε στη φυλακή για χρόνια. Άλλοι χωρίς να κάνουνε τίποτα πήγανε μέσα με στημένες κατηγορίες.
    Ο Κυριάκος, ο Κυρίτσης, η γυναίκα του. Ο Μιχαλάκης πιάστηκε σε σινεμά. Είπανε ότι θα τον έκαιγε σαν διαμαρτυρία γιατί έπαιζε τον Αγώνα του Χίτλερ.
    Ο Στράτος πού έκοβε κάθε λίγο τις φλέβες του.
    Ο Μητσάρας ο Κύργιος, τα μεθύσια του κι ο θάνατός του σ' ένα υπνωτήριο της οδού Αθηνάς.
    Ο Γιώργος από την Ελβετία με μια εκατομμυριούχα στην Αμερική.
    Ο Θάμνος κλείστηκε από τη μάνα του στο Δαφνί.
    Ο Χρήστος ο Ραϊχικός στη Νέα Υόρκη έπιασε δουλειά σ' ένα πάρκιν αυτοκινήτων.
    Ο Μαξ που τελευταία ζει στη Θεσσαλονίκη, έμαθα ότι είναι με ψυχοφάρμακα.
    Η Μόνικα είναι σε μια φάρμα στην Έσση.
    Ο Γαϊτάνος σκοτώθηκε με τη μηχανή του σ' ένα νησί.
    Ο Τεράστιος Χάρης έφυγε. Μπάρκαρε με σκοπό να πάει στη Νότια Αμερική και να συναντήσει τους Τουπαμάρος.

    Περιδιαβαίνοντας για χρόνια στους δρόμους των πόλεων και βλέποντας αποσπάσματα κι αντανακλάσεις του εαυτού μου πάνω σε βρώμικα τζάμια και σε λαμαρίνες αυτοκινήτων νιώθω στα σίγουρα πολλαπλασιασμένος με τα κακέκτυπα αυτά είδωλα που με κυνηγούν.
    Μια άσκημη διάθεση κατεβαίνει από κάπου ψηλά και πλημμυρίζει το κορμί μου, τη μοναξιά μου, τη διάθεση που όμως οδηγεί στο τίποτα, την καρδιά στην παγωμάρα, το λαρύγγι στο σκλήρημα απ' τα τσιγάρα, τον αέρα να με πνίγει, το περίπτερο στη γωνιά μακρινό κι απρόσιτο, τα χέρια μου μουδιασμένα, το στομάχι μου με ξυνίλες και μια επιπλέον γεύση ότι λίγα είναι τα ψωμιά μου, το καινούργιο παντελόνι γεμάτο ζάρες, ασιδέρωτο, το κρύο που 'ρχεται πέρα από τον Υμηττό, με τα χλωμά σύννεφα χαμένα κι αυτά από κάτι ξεθωριασμένες ανταύγειες ενός φεγγαριού που δεν λέει απολύτως τίποτα για το αποψινό βράδυ, αυτή η διάθεση που κατεβαίνει από ψηλά σαν κάποια αράχνη που κρέμεται ενώ γλιστράει. πάνω στο νήμα που βγάζει απ' τον κώλο της, είναι η πρόσκαιρη παρέα.
    Μια μουσική ερωτική, μια φωνή ερωτική, όσο μισό χαρέμι με δεκατετράχρονα ουριά και γω με μια όρεξη ερωτική που όμως σταματάει πολύ πριν από τ' αρχίδια μου. Μισοξαπλωμένος χαιρετάω με το μικρό μου δαχτυλάκι τ' αστέρια που δεν πέφτουνε ή χασμουριώνται κάπου εκεί ψηλά στον αττικό ουρανό.
    Σκιές μεσ' στη νύχτα που πέφτει να σκεπάσει τη μνήμη μου, σκιές ανθρώπων και μιζέριας. Οι Ηρόστρατοι, καταστροφείς έργων και θεσμών για προσωπικούς λόγους, που όμως δίνουνε την επιβεβαίωση και τη δικαίωση της ύπαρξης σ' ένα κόσμο που μας εξαφανίζει και το θέαμα μας κάνει αδιάφορους θεατές.
    Καταστροφείς μηχανών, Χίπυς, Ρόκερ, Αναχωρητές, Γιόγκι, Αλήτες, Ζητιάνοι, Πανκ μας γητεύουν. Σχιζοφρενείς, παρανοϊκοί, απόβλητοι κοινωνικά μας σαγηνεύουν. Έχω αρχίσει να στριμώχνομαι σ' ένα χώρο πολύ μικρό, χώρο τόσο δα μικρούλη και μου τη σπάει, νιώθω χολή στο μυαλό μου, το μεταβολισμό της φύσης γύρω μου να με τυλίγει σαν πελώριος πύθωνας και να με σαλιώνει ολόγυρα για να με καταπιεί.

    Κλείσανε οι δρόμοι διαφυγής. Μαζί θα πεθάνουμε.

  4. #4
    Τέος Ρόμβος, "Τρία φεγγάρια στην πλατεία", γόρδιος 1993.


    Κάντε click στην εικόνα για μεγαλύτερο μέγεθος. 

Όνομα:	forum_2006_athens.jpg 
Προβολές:	526 
Μέγεθος:	32,5 KB 
ID:	99857

  5. #5
    ninjaki the dragon Το avatar του/της EVI
    Εγγραφή
    02/02/2006
    Μηνύματα
    2.504
    αν και δε το διαβασα παρα μονο καποια κομματια οπου επεφτε το ματι μου δε ξερω τι θελεις να μας πεις η να μας δωσεις αλλα οι εποχες αλλαξαν

    στην πορεια τωρα παμε με σαγιοναρα πραντα να διαδηλώσουμε για τους εργατες -που θα εχουμε στην δουλεψη μας - γιατι εμεις μια φορα εργατες δε γινομαστε (παρα μονο στην αναγκη και αν)ολα τα αλλα ειναι μπουρδες αντιδραστικες και διθενιλικια καποτε ισως να τα πιστευαν τωρα αυτοι ειναι στελεχοι και οσοι βγηκαν στο δρομο δεν αλλαξαν τιποτα χαθηκαν στην ληθη

    i am ninja you can't see me
    Revvin' up your engine ,Listen to her howlin' roar , Metal under tension ,Beggin' you to touch and go , Ride into the Danger Zone

  6. #6
    ή διαβασε το ολο ή μη σχολιαζεις, εισαι εκτος θεματος

    Δεν θελει να πει κατι συγκεκριμενο ο συγγραφεας. Μια καταγραφη κανει. Μια εποχη, μεσα απο τα ματια μιας πλατειας

  7. #7
    dez..................ΣΩΣΤΟΣ!!! και μάλιστα μιλάει συγκεκριμένα για την πλατεία εξαρχείων, πρίν πολλά πολλά χρόνια!

  8. #8
    ναι ρε συ, το ξερω οτι μιλαει για την πλατεια εξαρχειων ... τον ξερω τον ρομβο

  9. #9
    pros to evaki pigaine vre !!gia na thimountai oi palioi kai na mathainoun oi kainourioi!!

  10. #10
    Παλαιό μέλος Το avatar του/της alximistis
    Εγγραφή
    03/10/2005
    Μηνύματα
    3.093
    Δύο φορές το διάβασα... είμαι και στη δουλειά και δεν μπορώ να δακρύσω με την ησυχία μου.
    Lacrimosa... ευχαριστώ...
    μόνο και μόνο γιατί μου θύμησες εκείνες τις μέρες όταν σκοτώθηκε ο Καλτεζάς... στα 16 μου έφευγα από το σχολείο και πήγαινα στην κατάληψη στο Πολυτεχνείο με τον πατέρα μου να φωνάζει φωτιές μυρίζεις τι έκανες πάλι την μάνα μου να μου λέει τα βράδυα έλα να φας και να με ρωτάει ψιθυριστά... πως πας και τι γίνεται...
    και να τσακωνόμαστε με τους κνίτες για... το μέλλον της εξέγερσης...

    να σαι καλά...

  11. #11
    γιατι........ Το avatar του/της bartlal
    Εγγραφή
    24/06/2004
    Μηνύματα
    3.051
    Αρχικά δημιουργήθηκε από alximistis
    Δύο φορές το διάβασα... είμαι και στη δουλειά και δεν μπορώ να δακρύσω με την ησυχία μου.
    καλυτερα, γιατι ασχημαινεις ΚΙ ΑΛΛΟ οταν κλαις!


    :rotflmao: :rotflmao: :rotflmao:
    :a29: just ME, MYself & Bart . + _ :a29:
    :-Q
    H κλίκα μου!!!

  12. #12
    Παλαιό μέλος Το avatar του/της alximistis
    Εγγραφή
    03/10/2005
    Μηνύματα
    3.093
    ΔΙΟΡΘΩΣΗ γιατί θα παρεξηγηθώ. )
    Όχι όταν σκοτώθηκε ο Καλτεζάς όταν αθωώθηκε ο Μελίστας από το δικαστήριο. Μεγάλος βλέπετε και μπέρδεψα τα χρόνια.

  13. #13
    Μεγάλος βλέπετε και μπέρδεψα τα χρόνια.


    alximistis.....an einai apo twra na thewroumai tous eautous mas ''MEGALOI-ES'' tote asta......tin katsame tin varka!!

  14. #14
    ninjaki the dragon Το avatar του/της EVI
    Εγγραφή
    02/02/2006
    Μηνύματα
    2.504
    Αρχικά δημιουργήθηκε από dez
    ή διαβασε το ολο ή μη σχολιαζεις, εισαι εκτος θεματος

    Δεν θελει να πει κατι συγκεκριμενο ο συγγραφεας. Μια καταγραφη κανει. Μια εποχη, μεσα απο τα ματια μιας πλατειας

    η διαβασε ΟΛΟ μου το ποστ και οχι την πρωτη σειρα η μην μιλας

    ΑΝ ΚΑΙ ΔΕ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑ ΟΛΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΤΙ ΕΛΕΓΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΕΙΠΑ

    ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

    ΧΑΛΟΟΥΟΟΥΥΥΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΜΟΝΟ ΑΣΚΟΠΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΝΕΙΣ
    i am ninja you can't see me
    Revvin' up your engine ,Listen to her howlin' roar , Metal under tension ,Beggin' you to touch and go , Ride into the Danger Zone

  15. #15
    Αρχικά δημιουργήθηκε από EVI
    η διαβασε ΟΛΟ μου το ποστ και οχι την πρωτη σειρα η μην μιλας

    ΑΝ ΚΑΙ ΔΕ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑ ΟΛΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΤΙ ΕΛΕΓΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΕΙΠΑ

    ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

    ΧΑΛΟΟΥΟΟΥΥΥΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΜΟΝΟ ΑΣΚΟΠΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΝΕΙΣ
    whatever... :ZZZ:

Σελίδα 1 από 2 12 ΤελευταίοΤελευταίο

Κανόνες δημοσιεύσεων

  • Δεν μπορείτε να ανοίξετε νέο θέμα
  • Δεν μπορείτε να απαντήσετε
  • Δεν μπορείτε να επισυνάψετε αρχεία
  • Δεν μπορείτε να επεξεργαστείτε τα μηνύματά σας
  •  
  • Ο κώδικας ΒΒ είναι ΟΝ
  • Τα smilies είναι ΟΝ
  • Ο κώδικας [IMG] είναι OFF
  • Ο κώδικας [VIDEO] είναι OFF
  • Ο κώδικας HTML είναι OFF