thewhiteowl
04/07/2005, 10:39
Χτες αποφάσισα και εγώ, όπως και πολλοί άλλοι Αθηναίοι, να πάω με παρέα για μπανάκι (όχι yabanaki). Το όλο θέμα το κανονίσαμε Σάββατο βράδυ ωραία και καλά και είπαμε την Κυριακή το πρωί θα πάμε Ψάθα (δεν ήξευρες, δεν ρώταγες; ).
Ξυπνάω ωραιότατα την Κυριακή, βλέπω κατά πάνω μεριά και σκιάζομαι. Κάτι σύννεφα ΝΑ, με το συμπάθιο (ούτε τον Πόλεμο των Κόσμων να έβλεπα). Πλακώνομαι στα τηλέφωνα με τα υπόλοιπα "θύματα" να προσπαθώ να τους πείσω μήπως αλλάξουμε το μπανάκι σε καφεδάκι γιατί δεν μας βλέπω καλά.
Αλλά αυτοί "όοοοοχι, δεν θα βρέξει, εγώ από δω το βλέπω, στα νότια κατά κει δεν έχει σύννεφια". Λέω και εγώ, κάτι παραπάνω θα ξέρει, Β.Π. είναι (βλ. Βορείων Προαστείων), εκεί είναι σε υψήλοτερο υψόμετρο, θα έχει θέα μάλλον και θα βλέπει μέχρι Ψάθα. Δεν σκέφτηκα να του πω "τι λες βρε ζαβαρακατρανέμιο που βλέπεις μέχρι την Ψάθα, εδώ δεν βλέπω εγώ που είμαι στον Ταύρο και θα βλέπεις εσύ που είσαι στην Πεύκη;!"
Με τα πολλά ξεκινάμε, το πουλμανάκι της χαράς ένα πράμα, για μπανάκι. Με το που βγαίνουμε από το Χαϊδάρι, μας πιάνει ένα ψιλόβροχο. "Μήπως να γυρίσουμε πίσω" προτείνω εγώ, "όχι, στη Ψάθα δεν βρέχει" να επιμένουν οι άλλοι. Κόντος ψαλμός, αλληλούια.
Με τα πολλά φτάνουμε στην Ψάθα, όπου όντως ω! εκ του θαύματος, δεν έβρεχε. Και προφανώς δεν είχε καν βρέξει γιατί η παραλία ήταν σχετικά γεμάτη. Πάμε λοιπόν, σκάμε και 4€ για parking γιατί δεν υπήρχε θέση ούτε για smart και πορεύομαστε προς παραλία για να απλώσουμε τα θεϊκα κορμιά μας στον ήλιο (ποίον ήλιο; που για να δεις ήλιο έπρεπε να βρίσκεται στα 40.000 πόδια).
Απλώνουμε λοιπόν τα συμπράκαλα στην παραλία, ψάθες, πετσέτες και λοιπά και οι υπόλοιποι μένουν με τα μαγιό τους. Και λέω οι υπόλοιποι, δίοτι ο λογικός ο άνθρωπος (βλ. ΕΓΩ) το σκέφτηκα και λέω "που πας ρε Καραμήτρο να μείνεις με το μαγιό όταν κάνει τέτοιο ψ3λόκρυο". Δεν πειράζει λέω, θα ξαπλώσω εγώ στην πτεσετούλα μου και ας τους άλλους να το παίζουν χειμερινοί κολυμβητές.
Με το που ξαπλώνω, με το που ακουμπάω το κεφάλι μου στην πετσέτα, μου έρχετε η πρώτη ροχάλα. Η οποία βέβαια δεν ήταν μόνη της, είχε και παρέα. Και ξεκινάει ένας ωραίοτατος πανικός στην παραλία απείρου κάλλους. Να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα. Λουόμενοι να τρέχουν δεξιά και αριστερά, μια ηλίθια ξανθιά να ουρλίαζει ότι θα βραχεί η κουπ της, παιδάκια να κλαίνε (γιατί; δεν έχει γιατί! τα παιδάκια πάντα κλαίνε, χωρίς λόγο, αιτία, αφορμή. Παράλια χωρίς παιδάκι να ουρλιάζει είναι σαν κοκορέτσι χωρίς έντερο), μια άλλη να χτυπιέται κάτω και να τραβάει τα μαλλία της "γιατί σε εμένα αυτό, αλί αλί και τρισαλί" και διάφορα άλλα είδη γραφικού πανικού.
Εγώ φυσικά, ατάραχος, κάτι σαν άγαλμα του βούδα σε συλλογισμό. Γιατί όταν την περιμένεις την κατρακύλα, δεν σου φαίνεται περιέργο όταν έρθει. Εν ολίγοις, μαζέψαμε τα πραγματάκια μας και "τον πούλο". Δεν χρειάζεται βέβαια να σας πω το τι γινόταν στον δρόμο. Η έξοδος του Μεσολογγίου στον 21ο αιώνα. Μόνο σινούκ που δεν επιστρατεύθηκαν για την εκκένωση του θέρετρου.
Βέβαια η περιπέτεια μας συνεχίστηκε όταν πήγαμε στην Πάχη να φάμε κάνα θαλασσινό (στην Ταβέρνα "Μουράγιο", τέρμα δεξιά όπως μπαίνεις στην Πάχη από τα Μέγαρα), με αποτέλεσμα μιά ωραίοτατη τροφική δηλητηρίαση (μέχρι τις 8 είχαμε ξεράσει ότι είχαμε φάει).
Εν κατακλείδι, επέστρεψαμε Αθήνα, όπου ο υπογραφών τα πήρε στο κρανίο με τον κωλόκαιρο και για να τον εκδικηθεί πήγε και έπλυνε την μηχανή του. (σ.σ. με το που τελείωσα το πλύσιμο, η βροχή σταμάτησε! Οπότε τουλάχιστον τώρα έχω καθαρή μηχανή)
Ξυπνάω ωραιότατα την Κυριακή, βλέπω κατά πάνω μεριά και σκιάζομαι. Κάτι σύννεφα ΝΑ, με το συμπάθιο (ούτε τον Πόλεμο των Κόσμων να έβλεπα). Πλακώνομαι στα τηλέφωνα με τα υπόλοιπα "θύματα" να προσπαθώ να τους πείσω μήπως αλλάξουμε το μπανάκι σε καφεδάκι γιατί δεν μας βλέπω καλά.
Αλλά αυτοί "όοοοοχι, δεν θα βρέξει, εγώ από δω το βλέπω, στα νότια κατά κει δεν έχει σύννεφια". Λέω και εγώ, κάτι παραπάνω θα ξέρει, Β.Π. είναι (βλ. Βορείων Προαστείων), εκεί είναι σε υψήλοτερο υψόμετρο, θα έχει θέα μάλλον και θα βλέπει μέχρι Ψάθα. Δεν σκέφτηκα να του πω "τι λες βρε ζαβαρακατρανέμιο που βλέπεις μέχρι την Ψάθα, εδώ δεν βλέπω εγώ που είμαι στον Ταύρο και θα βλέπεις εσύ που είσαι στην Πεύκη;!"
Με τα πολλά ξεκινάμε, το πουλμανάκι της χαράς ένα πράμα, για μπανάκι. Με το που βγαίνουμε από το Χαϊδάρι, μας πιάνει ένα ψιλόβροχο. "Μήπως να γυρίσουμε πίσω" προτείνω εγώ, "όχι, στη Ψάθα δεν βρέχει" να επιμένουν οι άλλοι. Κόντος ψαλμός, αλληλούια.
Με τα πολλά φτάνουμε στην Ψάθα, όπου όντως ω! εκ του θαύματος, δεν έβρεχε. Και προφανώς δεν είχε καν βρέξει γιατί η παραλία ήταν σχετικά γεμάτη. Πάμε λοιπόν, σκάμε και 4€ για parking γιατί δεν υπήρχε θέση ούτε για smart και πορεύομαστε προς παραλία για να απλώσουμε τα θεϊκα κορμιά μας στον ήλιο (ποίον ήλιο; που για να δεις ήλιο έπρεπε να βρίσκεται στα 40.000 πόδια).
Απλώνουμε λοιπόν τα συμπράκαλα στην παραλία, ψάθες, πετσέτες και λοιπά και οι υπόλοιποι μένουν με τα μαγιό τους. Και λέω οι υπόλοιποι, δίοτι ο λογικός ο άνθρωπος (βλ. ΕΓΩ) το σκέφτηκα και λέω "που πας ρε Καραμήτρο να μείνεις με το μαγιό όταν κάνει τέτοιο ψ3λόκρυο". Δεν πειράζει λέω, θα ξαπλώσω εγώ στην πτεσετούλα μου και ας τους άλλους να το παίζουν χειμερινοί κολυμβητές.
Με το που ξαπλώνω, με το που ακουμπάω το κεφάλι μου στην πετσέτα, μου έρχετε η πρώτη ροχάλα. Η οποία βέβαια δεν ήταν μόνη της, είχε και παρέα. Και ξεκινάει ένας ωραίοτατος πανικός στην παραλία απείρου κάλλους. Να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα. Λουόμενοι να τρέχουν δεξιά και αριστερά, μια ηλίθια ξανθιά να ουρλίαζει ότι θα βραχεί η κουπ της, παιδάκια να κλαίνε (γιατί; δεν έχει γιατί! τα παιδάκια πάντα κλαίνε, χωρίς λόγο, αιτία, αφορμή. Παράλια χωρίς παιδάκι να ουρλιάζει είναι σαν κοκορέτσι χωρίς έντερο), μια άλλη να χτυπιέται κάτω και να τραβάει τα μαλλία της "γιατί σε εμένα αυτό, αλί αλί και τρισαλί" και διάφορα άλλα είδη γραφικού πανικού.
Εγώ φυσικά, ατάραχος, κάτι σαν άγαλμα του βούδα σε συλλογισμό. Γιατί όταν την περιμένεις την κατρακύλα, δεν σου φαίνεται περιέργο όταν έρθει. Εν ολίγοις, μαζέψαμε τα πραγματάκια μας και "τον πούλο". Δεν χρειάζεται βέβαια να σας πω το τι γινόταν στον δρόμο. Η έξοδος του Μεσολογγίου στον 21ο αιώνα. Μόνο σινούκ που δεν επιστρατεύθηκαν για την εκκένωση του θέρετρου.
Βέβαια η περιπέτεια μας συνεχίστηκε όταν πήγαμε στην Πάχη να φάμε κάνα θαλασσινό (στην Ταβέρνα "Μουράγιο", τέρμα δεξιά όπως μπαίνεις στην Πάχη από τα Μέγαρα), με αποτέλεσμα μιά ωραίοτατη τροφική δηλητηρίαση (μέχρι τις 8 είχαμε ξεράσει ότι είχαμε φάει).
Εν κατακλείδι, επέστρεψαμε Αθήνα, όπου ο υπογραφών τα πήρε στο κρανίο με τον κωλόκαιρο και για να τον εκδικηθεί πήγε και έπλυνε την μηχανή του. (σ.σ. με το που τελείωσα το πλύσιμο, η βροχή σταμάτησε! Οπότε τουλάχιστον τώρα έχω καθαρή μηχανή)