menos
04/12/2011, 23:17
Ξέρω, είναι σεντόνι... αλλά αξίζει να διαβαστεί..!
Η διαπίστωση είναι απλή : Ποτέ στην ιστορία των οργανωμένων κοινωνιών, δε γινόταν τόσος λόγος, δεν είχε αναπτυχθεί
τέτοια φιλολογία και τόση αμπελοφιλοσοφία για τις μοτοσυκλέτες, όσο τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως στις μέρες μας. Και ποτέ δεν είχε προσλάβει τόσο ανησυχητικές διαστάσεις η σύγχυση των πολλών για ένα φαινόμενο τόσο οξύ, σύνθετο και πολυδιάστατο.
Σύγχυση ως προς τα στοιχειώδη – το εννοιολογικό περιεχόμενο λ.χ λέξεων και όρων.
Ο όρος μοτοσυκλέτα, έτσι, χρησιμοποιείται αυθαιρέτως για το σύνολο των οχημάτων για μερικούς ή ψυχοτρόπων για άλλους.
Οι λέξεις εθισμός και εξάρτηση επίσης έχουν υποστεί σημαντική εννοιολογική αλλοίωση, αφού δεν γίνεται διάκριση αν έχουν σχέση με τη χρήση ή την κατάχρηση όλων ή κάποιων συγκεκριμένων τομέων της μοτοσυκλέτας.
Σύγχυση που παράγει μαζικά η παραπληροφόρηση και η μυθοπλασία των γύρω μας και υποθάλπτει η ατολμία ή η υστεροβουλία και ιδιοτέλεια όσων έχουν γνώση, αλλά όχι και την θέληση να κατανοήσουν.
Σύγχυση που προσφέρει πρόσφορο έδαφος για την δαιμονολογία και την προκατάληψη, αφού οι πιο κραυγαλέοι (και πιο ύποπτοι) κήρυκες του καθωσπρεπισμού αγνοούν προκλητικά τα δεδομένα ως προς την φύση, την επικινδυνότητα ή και τη χρησιμότητα της μοτοσυκλέτας.
Σύγχυση σκόπιμη, που κατατείνει να δημιουργήσει αρνητικό, απαξιωτικό κοινωνικό στερεότυπο γενικά για τον χρήστη της μοτοσυκλέτας. Και να δικαιολογήσει έτσι μια επίσημη πολιτική αδιαφορία απέναντί του ανάλγητη και εξοντωτική, αφού τον καταδικάζει ισοβίως να κινείται και να ισορροπεί ανάμεσα σε ατέλειωτες παγίδες στη καθημερινότητά του και σε μονόδρομους χωρίς επιστροφή.
Σύγχυση σκοταδιστική, αφού ναρκώνει στοιχειώδεις νοητικές απαιτήσεις των πολλών, σε βαθμό που να δέχονται αβασάνιστα τις κυρίαρχες αντιλήψεις, να μην τις αμφισβητούν, να μη προβληματίζονται, να μη θέτουν καίρια ερωτήματα συναφή με τον τρόπο υπερπήδησης των εμποδίων της χρήσης και να κλείνουν τ'αυτιά σε πειστικές και εγκυρότατες απαντήσεις καθηγητών, πανεπιστημιακών και να παραμένουν προσυλωμένοι στους παραλογισμούς διαφόρων γραβατομένων συγκοινωνιολόγων.
Θεωρώντας λοιπόν αυτονόητο πως ο άνθρωπος είναι ον αυτοπροσδιοριζόμενο σε μια ελεύθερη κοινωνία, τότε προκείπτει το συμπέρασμα “κανένας εκτός από μένα, δεν έχει το δικαίωμα να παραμελεί την ασφάλειά μου και τον τρόπο που θα κινούμαι σύμφωνα μ'αυτήν”.
Σύγχυση επικίνδυνη, αφού εμβαπτίζει στην κοινωνική συναίνεση την πολιτική της αδιαφορίας δικαιολογεί την αναγκαιότητα, την κρατική αδιαφορία και νομιμοποιεί έναν επεκτατικό αυταρχισμό, που συρρικνώνει δικαιώματα και ευνουχίζει ελευθερίες.
Σύγχυση τέλος, υπόπτως καλλιεργούμενη, αφού κάνει κοινωνικά αποδεκτή μια πολιτική ανελεύθερη, απάνθρωπη και παράλογη, που αναπαράγει και διογκώνει το πρόβλημα καθώς ενδυναμώνει τα παγκοσμίως πανίσχυρα, οικονομικά και πολιτικά πλουτοκυκλώματα της βιομηχανίας.
Δεν έλειψαν και δε θα λείψουν σ'αυτόν τον τόπο οι συνηδειτές προσπάθειες μεμονομένων ανθρώπων και ομάδων να καταπολεμηθεί αυτή η σύγχυση και να τεθεί σε ορθολογικά πλαίσια το μέγα (όπως έχει αναχθεί) πρόβλημα των ελευθέρως κινουμένων μοτοσυκλετών και αναβατών.
Την 10ετία του 1970 η μοτοσυκλέτα ήταν πρωτόγνωρη κατάσταση και οι αναβάτες φάνταζαν ξωτικά βγαλμένα από κάποιο παραμύθι που πολλές φορές τον ήρωα τον κομμάτιαζε ο δράκος. Οι μοτοσυκλέτες δεν έστριβαν, πολλές φορές δεν έτρεχαν καν και πολύ περισσότερο δεν φρενάριζαν.
Η συντήρησή τους υπόκειτο στην ιδιοσυγκρασία του κάθε αναβάτη μιας και η τεχνογνωσία στον συγκεκριμένο τομέα όσο αφορά τις ρυθμίσεις και άλλα σχετικά βρισκόταν σε νηπιακή κατάσταση και η απόφαση μεταξύ ζωής και θανάτου ήταν εξαρτημένη καθαρά απ'το πως θα χειριζόταν κανείς τον δεξιό του καρπό. Η υποδομή σε εξοπλισμούς ασφαλείας περιοριζόταν σε αυτοσχέδια πλαστικά και στο κεφάλι η μόνη προστασία που υπήρχε ήταν ο φύλακας άγγελος του καθενός που κατοικοέδρευε μόνιμα στο τριχωτό μέρος του.
Την 10ετία του 80 έρχονται νέα μοντέλα και η αγορά φαίνεται να ξυπνάει. Κάποιοι γραφικοί συγκεντρώνονται και μεταξύ καφέ και γκομενικού αρχίζουν να ανακαλύπτουν πως έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα για βουνό, θάλασσα, περιπέτεια, ταξίδι και χαβαλέ.
Δημιουργούνται οι πρώτοι όμιλοι κάπου στο μέσο αυτής της 10ετίας και το μεράκι χτυπάει κόκκινα και ο εθελοντισμός βρίσκεται στη χρυσή 10ετία του. Τότε που οι αναβάτες είχαν όρεξη, είχαν μεράκι να μαζεύονται παρέα και να τα λένε όλοι μαζί πίνοντας τα μπυράλ τους, τότε που τα πράγματα ήταν πιο απλά απ'ότι σήμερα και χωρίς οικονομική επιφάνεια, τότε που ή έστριβες ή έπεφτες τόσο απλά χωρίς να εξετάσεις αν φταίει η προφόρτιση ή τα ελλατήρια που δεν είναι μάρκας τάδε.
Τότε οι μοτοσυκλέτες φορούσαν φερμουίτ καρφωμένα απ'τον Μήτσο τον πατέντα και οι αναρτήσεις δούλευαν όπως οι σούστες των μπαουλοντίβανων της τότε εποχής. Κι όμως υπήρχε μια χαρά, υπήρχε μια ομοψυχία, υπήρχε μια προσωπική επαφή και οι απόψεις έδιναν κι έπαιρναν στα στέκια. Όποιος είχε κράνος που διέθετε και ιμάντα για να δένει καλά κάτω απ'το σαγόνι ήταν οδηγός αγωνιστικών προδιαγραφών οι υπόλοιποι βολευόμασταν με σκουφί συνήθως πλεγμένο απ'τα χέρια της γιαγιάς μας και η πλάκα είναι πως αισθανόμασταν και άτρωτοι.
Η διαπίστωση είναι απλή : Ποτέ στην ιστορία των οργανωμένων κοινωνιών, δε γινόταν τόσος λόγος, δεν είχε αναπτυχθεί
τέτοια φιλολογία και τόση αμπελοφιλοσοφία για τις μοτοσυκλέτες, όσο τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως στις μέρες μας. Και ποτέ δεν είχε προσλάβει τόσο ανησυχητικές διαστάσεις η σύγχυση των πολλών για ένα φαινόμενο τόσο οξύ, σύνθετο και πολυδιάστατο.
Σύγχυση ως προς τα στοιχειώδη – το εννοιολογικό περιεχόμενο λ.χ λέξεων και όρων.
Ο όρος μοτοσυκλέτα, έτσι, χρησιμοποιείται αυθαιρέτως για το σύνολο των οχημάτων για μερικούς ή ψυχοτρόπων για άλλους.
Οι λέξεις εθισμός και εξάρτηση επίσης έχουν υποστεί σημαντική εννοιολογική αλλοίωση, αφού δεν γίνεται διάκριση αν έχουν σχέση με τη χρήση ή την κατάχρηση όλων ή κάποιων συγκεκριμένων τομέων της μοτοσυκλέτας.
Σύγχυση που παράγει μαζικά η παραπληροφόρηση και η μυθοπλασία των γύρω μας και υποθάλπτει η ατολμία ή η υστεροβουλία και ιδιοτέλεια όσων έχουν γνώση, αλλά όχι και την θέληση να κατανοήσουν.
Σύγχυση που προσφέρει πρόσφορο έδαφος για την δαιμονολογία και την προκατάληψη, αφού οι πιο κραυγαλέοι (και πιο ύποπτοι) κήρυκες του καθωσπρεπισμού αγνοούν προκλητικά τα δεδομένα ως προς την φύση, την επικινδυνότητα ή και τη χρησιμότητα της μοτοσυκλέτας.
Σύγχυση σκόπιμη, που κατατείνει να δημιουργήσει αρνητικό, απαξιωτικό κοινωνικό στερεότυπο γενικά για τον χρήστη της μοτοσυκλέτας. Και να δικαιολογήσει έτσι μια επίσημη πολιτική αδιαφορία απέναντί του ανάλγητη και εξοντωτική, αφού τον καταδικάζει ισοβίως να κινείται και να ισορροπεί ανάμεσα σε ατέλειωτες παγίδες στη καθημερινότητά του και σε μονόδρομους χωρίς επιστροφή.
Σύγχυση σκοταδιστική, αφού ναρκώνει στοιχειώδεις νοητικές απαιτήσεις των πολλών, σε βαθμό που να δέχονται αβασάνιστα τις κυρίαρχες αντιλήψεις, να μην τις αμφισβητούν, να μη προβληματίζονται, να μη θέτουν καίρια ερωτήματα συναφή με τον τρόπο υπερπήδησης των εμποδίων της χρήσης και να κλείνουν τ'αυτιά σε πειστικές και εγκυρότατες απαντήσεις καθηγητών, πανεπιστημιακών και να παραμένουν προσυλωμένοι στους παραλογισμούς διαφόρων γραβατομένων συγκοινωνιολόγων.
Θεωρώντας λοιπόν αυτονόητο πως ο άνθρωπος είναι ον αυτοπροσδιοριζόμενο σε μια ελεύθερη κοινωνία, τότε προκείπτει το συμπέρασμα “κανένας εκτός από μένα, δεν έχει το δικαίωμα να παραμελεί την ασφάλειά μου και τον τρόπο που θα κινούμαι σύμφωνα μ'αυτήν”.
Σύγχυση επικίνδυνη, αφού εμβαπτίζει στην κοινωνική συναίνεση την πολιτική της αδιαφορίας δικαιολογεί την αναγκαιότητα, την κρατική αδιαφορία και νομιμοποιεί έναν επεκτατικό αυταρχισμό, που συρρικνώνει δικαιώματα και ευνουχίζει ελευθερίες.
Σύγχυση τέλος, υπόπτως καλλιεργούμενη, αφού κάνει κοινωνικά αποδεκτή μια πολιτική ανελεύθερη, απάνθρωπη και παράλογη, που αναπαράγει και διογκώνει το πρόβλημα καθώς ενδυναμώνει τα παγκοσμίως πανίσχυρα, οικονομικά και πολιτικά πλουτοκυκλώματα της βιομηχανίας.
Δεν έλειψαν και δε θα λείψουν σ'αυτόν τον τόπο οι συνηδειτές προσπάθειες μεμονομένων ανθρώπων και ομάδων να καταπολεμηθεί αυτή η σύγχυση και να τεθεί σε ορθολογικά πλαίσια το μέγα (όπως έχει αναχθεί) πρόβλημα των ελευθέρως κινουμένων μοτοσυκλετών και αναβατών.
Την 10ετία του 1970 η μοτοσυκλέτα ήταν πρωτόγνωρη κατάσταση και οι αναβάτες φάνταζαν ξωτικά βγαλμένα από κάποιο παραμύθι που πολλές φορές τον ήρωα τον κομμάτιαζε ο δράκος. Οι μοτοσυκλέτες δεν έστριβαν, πολλές φορές δεν έτρεχαν καν και πολύ περισσότερο δεν φρενάριζαν.
Η συντήρησή τους υπόκειτο στην ιδιοσυγκρασία του κάθε αναβάτη μιας και η τεχνογνωσία στον συγκεκριμένο τομέα όσο αφορά τις ρυθμίσεις και άλλα σχετικά βρισκόταν σε νηπιακή κατάσταση και η απόφαση μεταξύ ζωής και θανάτου ήταν εξαρτημένη καθαρά απ'το πως θα χειριζόταν κανείς τον δεξιό του καρπό. Η υποδομή σε εξοπλισμούς ασφαλείας περιοριζόταν σε αυτοσχέδια πλαστικά και στο κεφάλι η μόνη προστασία που υπήρχε ήταν ο φύλακας άγγελος του καθενός που κατοικοέδρευε μόνιμα στο τριχωτό μέρος του.
Την 10ετία του 80 έρχονται νέα μοντέλα και η αγορά φαίνεται να ξυπνάει. Κάποιοι γραφικοί συγκεντρώνονται και μεταξύ καφέ και γκομενικού αρχίζουν να ανακαλύπτουν πως έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα για βουνό, θάλασσα, περιπέτεια, ταξίδι και χαβαλέ.
Δημιουργούνται οι πρώτοι όμιλοι κάπου στο μέσο αυτής της 10ετίας και το μεράκι χτυπάει κόκκινα και ο εθελοντισμός βρίσκεται στη χρυσή 10ετία του. Τότε που οι αναβάτες είχαν όρεξη, είχαν μεράκι να μαζεύονται παρέα και να τα λένε όλοι μαζί πίνοντας τα μπυράλ τους, τότε που τα πράγματα ήταν πιο απλά απ'ότι σήμερα και χωρίς οικονομική επιφάνεια, τότε που ή έστριβες ή έπεφτες τόσο απλά χωρίς να εξετάσεις αν φταίει η προφόρτιση ή τα ελλατήρια που δεν είναι μάρκας τάδε.
Τότε οι μοτοσυκλέτες φορούσαν φερμουίτ καρφωμένα απ'τον Μήτσο τον πατέντα και οι αναρτήσεις δούλευαν όπως οι σούστες των μπαουλοντίβανων της τότε εποχής. Κι όμως υπήρχε μια χαρά, υπήρχε μια ομοψυχία, υπήρχε μια προσωπική επαφή και οι απόψεις έδιναν κι έπαιρναν στα στέκια. Όποιος είχε κράνος που διέθετε και ιμάντα για να δένει καλά κάτω απ'το σαγόνι ήταν οδηγός αγωνιστικών προδιαγραφών οι υπόλοιποι βολευόμασταν με σκουφί συνήθως πλεγμένο απ'τα χέρια της γιαγιάς μας και η πλάκα είναι πως αισθανόμασταν και άτρωτοι.