cityfly
18/02/2004, 13:40
Τρεις τύποι είναι έξω από τον παράδεισο. Επειδή ο ’γιος Πέτρος είχε πολύ δουλειά, λέει:
- "Σήμερα θα περάσουν μόνο όσοι είχαν φριχτό θάνατο."
Πλησιάζει ο πρώτος και λέει:
- "’στα ’γιε μου σήμερα το μεσημέρι γύρισα σπίτι νωρίτερα από τη δουλειά έχοντας την υποψία ότι η γυναίκα μου με απατάει! Μπαίνω μέσα, όλα ήταν ανάκατα Ψάχνω όλο το σπίτι για τον εραστή, δεν βρίσκω τίποτα. Βγαίνω στην βεράντα να καπνίσω ένα τσιγάρο μπας και ηρεμίσω και τον βλέπω εκεί να κρέμεται από τα κάγκελα, αρχίζω να του χτυπάω τα χέρια για να πέσει (μέναμε και στον 5ο σκέφτηκα δεν την γλυτώνει), δεν έπεφτε όμως και περνώ ένα σφυρί, τελικά τα κατάφερα πέφτει στο κενό αλλά σώζεται γιατί προσγιώθηκε σε κάτι θάμνους, είχα θολώσει αρπάζω το ψυγείο τότε και του το πετάω... ε με την ένταση δεν άντεξε η καρδιά μου παθαίνω προσβολή και πεθαίνω!"
και ο ’γιος Πέτρος τον αφήνει να περάσει.
Πάει και ο δεύτερος και λέει την ιστορία του:
- "’γιε μου τι να σου εγώ όπως κάθε μεσημεράκι γυμναζόμουνα στην βεράντα του σπιτιού μου στον 6ο, σημερα όμως σε μια δύκσολη άσκηση γλύστρησα σε κάτι νερά και έπεσα. Για καλή μου τύχη (νόμιζα) πρόλαβα και πιάστηκα από τα κάγκελα του 5ου, δεν μπορούσα όμως να σκαρφαλώσω και κανείς δεν με άκουγε, απελπίστηκα μέχρι που είδα ένα κύριο να βγαίνει στο μπαλκόνι. Ευτύχώς σώθηκα σκέφτηκα, αυτός όμως άρχισε να με βαράει, κρατήθηκα μετά όμως άρχισε να μου χτυπά τα χέρια με ένα σφυρί ο πόνος ήταν ανυπόφορος και έπεσα στο κενό, σώθηκα όμως γιατί κατέληξα σε κάτι θάμνους. Σηκώθηκα πανικόβλητος και έκανα να φύγω αλλά μου έριξε ένα ψυγείο στο κεφάλι και σκοτώθηκα..."
Κουφάθηκε εντελώς κι ο άγιος και τον άφησε να περάσει κι αυτόν.
Πάει λοιπόν και ο τρίτος στη σειρά και λέει στον ’γιο:
- "’γιε μου τι να σου πω, εγώ το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν πεθάνω είναι ότι ήμουνα κρυμένος σε ένα ψυγείο!!!"
- "Σήμερα θα περάσουν μόνο όσοι είχαν φριχτό θάνατο."
Πλησιάζει ο πρώτος και λέει:
- "’στα ’γιε μου σήμερα το μεσημέρι γύρισα σπίτι νωρίτερα από τη δουλειά έχοντας την υποψία ότι η γυναίκα μου με απατάει! Μπαίνω μέσα, όλα ήταν ανάκατα Ψάχνω όλο το σπίτι για τον εραστή, δεν βρίσκω τίποτα. Βγαίνω στην βεράντα να καπνίσω ένα τσιγάρο μπας και ηρεμίσω και τον βλέπω εκεί να κρέμεται από τα κάγκελα, αρχίζω να του χτυπάω τα χέρια για να πέσει (μέναμε και στον 5ο σκέφτηκα δεν την γλυτώνει), δεν έπεφτε όμως και περνώ ένα σφυρί, τελικά τα κατάφερα πέφτει στο κενό αλλά σώζεται γιατί προσγιώθηκε σε κάτι θάμνους, είχα θολώσει αρπάζω το ψυγείο τότε και του το πετάω... ε με την ένταση δεν άντεξε η καρδιά μου παθαίνω προσβολή και πεθαίνω!"
και ο ’γιος Πέτρος τον αφήνει να περάσει.
Πάει και ο δεύτερος και λέει την ιστορία του:
- "’γιε μου τι να σου εγώ όπως κάθε μεσημεράκι γυμναζόμουνα στην βεράντα του σπιτιού μου στον 6ο, σημερα όμως σε μια δύκσολη άσκηση γλύστρησα σε κάτι νερά και έπεσα. Για καλή μου τύχη (νόμιζα) πρόλαβα και πιάστηκα από τα κάγκελα του 5ου, δεν μπορούσα όμως να σκαρφαλώσω και κανείς δεν με άκουγε, απελπίστηκα μέχρι που είδα ένα κύριο να βγαίνει στο μπαλκόνι. Ευτύχώς σώθηκα σκέφτηκα, αυτός όμως άρχισε να με βαράει, κρατήθηκα μετά όμως άρχισε να μου χτυπά τα χέρια με ένα σφυρί ο πόνος ήταν ανυπόφορος και έπεσα στο κενό, σώθηκα όμως γιατί κατέληξα σε κάτι θάμνους. Σηκώθηκα πανικόβλητος και έκανα να φύγω αλλά μου έριξε ένα ψυγείο στο κεφάλι και σκοτώθηκα..."
Κουφάθηκε εντελώς κι ο άγιος και τον άφησε να περάσει κι αυτόν.
Πάει λοιπόν και ο τρίτος στη σειρά και λέει στον ’γιο:
- "’γιε μου τι να σου πω, εγώ το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν πεθάνω είναι ότι ήμουνα κρυμένος σε ένα ψυγείο!!!"