View Full Version : Ιωνικον
Γιατι τα σπασαμε τ'αγαλματα των,
γιατι τους διωξαμεν απ'τους ναους των,
διολου δεν πεθαναν γι'αυτο οι θεοι.
Ω γη της Ιωνιας, σενα αγαπουν ακομη,
σενα η ψυχες των ενθυμουνται ακομη.
Σαν ξημερωνει επανω σου πρωϊ αυγουστιατικο
την ατμοσφαιρα σου περνα σφριγος απ'την ζωη των,
και καποτ'αιθερια εφηβικη μορφη,
αοριστη, με διαβα γρηγορο,
επανω απο τους λοφους σου περνα.
Κ. Π. Καβαφης
Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
Προς την υπό λαίλαπος δεινής κρημνισθείσαν στήλην του Oλυμπίου Διός
Σβήνοντ’ αστέρια φλογερά μες στου ουρανού τα βάθη·
εμπρός μου ακλόνητο βουνό εσάλεψε κ’ εχάθη
μες στου πελάου το βάραγγα... Kι ωστόσο είχα πιστέψει
ότι δεν θα ’τον αρκετή για να σε καταστρέψει
της μοίρας όλ’ η δύναμις... Aγαπητό μου χτίριο,
λησμονημένης γενεάς άταφο μεγαθήριο!
Δέξου το μοιρολόγι μου...
Όταν σε βλέπω, κλαίω...
Σα να ’σουν ραχοκόκαλο προκατακλυσμιαίο
οι χρόνοι σ’ εξεκλείδωσαν, και κάθε σου σφοντύλι
τώρα στο χώμα σέπεται και το πατούν οι σκύλοι...
Aκατανόητος θυμός, οργή Θεού, κατάρα!...
να ’ρχονται πάντ’ ανέλπιστες βροντές, σεισμός, αντάρα
ό,τι κι αν έχομε ψηλό, θεόρατο, μεγάλο,
να μας το ρίχνουν καταγής το ’να σιμ’ από τ’ άλλο!
Ποιος δε φθονεί τη μοίρα σου! Σκέλεθρο χαλασμένο
να μένει ολόρθο είν’ άσχημο· καλύτερα γειρμένο!
Άμετρες είδες γενεές να λάμψουν, να γεράσουν,
να λιώσουνε σαν το κερί... Bαρβάρους να περάσουν
σα σίφουνας κατάμαυρος... Άκουσες το σφυρί τους
να σου συντρίβει το κορμί... ένιωσες την πνοή τους
επάνωθέ σου να διαβεί και να σε κιτρινίσει
σα φύλλο π’ άσπλαχνος βοριάς περνώντας έχει ψήσει.
Ύστερα... νύχτα φοβερή, κρυφό χτικιό, νεκρίλα,
γεράματ’, αποκάρωμα και φράγκικη σαπίλα.
Περνά κι αυτό τ’ ανάθεμα, διαβαίν’ η λέπρα, η ψώρα,
κ’ ευθύς επλάκωσ’ άλλο φιό την έρημή σου χώρα·
την όργωσαν κατάσαρκα τα τούρκικα λεπίδια
κ’ είδες παντού τη σάρκα της να σέρνεται κοψίδια.
Πόλεμος ατελείωτος για τετρακόσιους χρόνους
με πείνα, με ξεκλήρισμα, με σίδερα, με πόνους·
φωτιά παντού και θέρισμα... Mια μέρα το δρεπάνι
του Xάρου σαν κ’ εστόμωσε... είπε κ’ εκείνο «φθάνει!»
O κόσμος εξανάσανε... Nα ’θε’ βαστάξει ακόμα,
χίλιες φορές καλύτερα. Έμαθ’ αυτό το χώμα
να το ποτίζουν αίματα, κι όταν διψά στειρεύει...
Oλόγυρά σου κοίταξε... δε βλέπεις;... τι δε ρεύει;...
Kι ωστόσο συ δεν έπεσες! Oλόρθο κυπαρίσσι
τα μνήματά μας να τηράς η μοίρα σ’ είχε αφήσει.
Oι χρόνοι εφεύγαν φτερωτοί κ’ η νεκρική ευμορφιά σου
έμενε πάντοτ’ άφθαρτη... Mια μέρα εκεί σιμά σου
ακούστηκε άγριος σάλαγος... Στερνή ταπεινοσύνη,
αλλόκοτη, ανυπόφορη σόμελλε να ’ν’ εκείνη...
Eπάνω στ’ αντικέφαλο μιας άλλης αδερφής σου
κόσμος μυρμήγκιαζε πολύς στα χείλη της αβύσσου
και με φωνές, μ’ αλαλαγμούς ανεβοκατεβαίνουν
σφελάγγια αγεροκρέμαστα, στ’ αγώγι τους πεθαίνουν
και στον βαρύ τον κάματο... Σκοτίδιασε, νυχτώνει...
Σκορπούν οι αλιτήριοι... Xαράζει, ξημερώνει...
K’ εκεί π’ όταν εδιάβαινε στο φλογερό του δρόμο
ο ήλιος μας εστύλωνε το μάτι του με τρόμο,
είδες εκεί, μαυρόμοιρη, σιχαμερό σκουλήκι,
αγνώριστο παράλλαμα, την πέτρινή του θήκη,
σκλαβιάς σημάδι φοβερό, εμπρός σου έναν δερβίση
μισουρανίς να χτίσει!...
Eίχε σημάν’ η ώρα σου. Στ’ άγριο πέρασμά του
μια νύχτα σ’ έσπρωξε ο βοριάς με τα πλατιά φτερά του
κι όλη σ’ εσώριασε στη γη... Σκέλεθρο χαλασμένο
να μέν’ ολόρθο είν’ άσχημο, καλύτερα γειρμένο...
Χωρίς λύπη, χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έχτισαν τείχη
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ...
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νούν μου τρώγει αυτή η τύχη.
Γιάτι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πως να μην προσέξω
Όμως, δεν άκουσα κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ'έκλεισαν από τον κόσμο έξω..
Κ.Π.Καβάφης
Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μιά γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν από τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περίφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα της πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκια συντροφιά.
Είναι περίφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό,
κι όπως χαιδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει,
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι αυτό,
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς ένα παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμωαλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να τη φυλάξουν από το μαύρο θάνατο μ' αυτό.
Γιατί είναι τα άγρια μάτια της υγρά και ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλίαζοντας τρελαίνεται, σ' ένα σημείο κοιτώντας,
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πρίν από το θάνατο από τους ναυτες ένας
-αυτός οπου 'δε πράματα στη ζήση του φριχτα-
χαϊδεύοντάς τη μιά στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Και τότε οι ναυτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στη πλώρη να κρυφτούν με τη καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει
σαν όταν χάνουνε θερμή γυναίκα αγαπητή.
Ν. Καββαδιας
Powered by vBulletin® Copyright © 2025 vBulletin Solutions, Inc. All rights reserved.