PDA

View Full Version : ΠΟΙΗΣΗ



nimbus
07/08/2005, 11:38
Ο ποιητής κάνει τον εαυτό του οραματιστή μέσα από μια μακριά , απεριόριστη και συστηματική αποδιοργάνωση όλων των αισθήσεων . Όλες οι μορφές έρωτα , πόνου , τρέλας . Διερευνά τον εαυτό του , εξαντλεί μέσα του όλα τα δηλητήρια και διατηρεί την πεμπτουσία τους . Δοκιμασία ακατανόμαστη , όπου θα χρειαστεί τη μεγαλύτερη πίστη , την υπεράνθρωπη δύναμη , όπου θα γίνει αυτός μέσα απ’όλους , ο μέγας σακάτης , ο μέγας αφορισμένος και ο υπέρτατος επιστήμων . Γιατί φτάνει το ΑΓΝΩΣΤΟ ! ‘Ετσι λοιπόν , τι κι αν καταστραφεί στην εκστατική πτήση του μέσα από πράγματα πρωτάκουστα , ακατανόμαστα ; ΄΄

ΡΕΜΠΩ

:sun:

nimbus
07/08/2005, 11:40
ΑΝΟΙΞΗ

Ετσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.

Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση τής νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία...

Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ' άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.

Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τους
τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.


Κων/νος Καρυωτάκης

nimbus
07/08/2005, 11:42
ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Χωρίς να το μάθει ποτέ,εδάκρυσε,
ίσως γιατί έ π ρ ε π ε να δακρύσει,
ίσως γιατί οι συφορές έ ρ χ ο ν τ α ι.

Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι·
απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.
Δεν βρέχει πια. Κι η κόρη αποσταμένη
στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι.

Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη·
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασαίνει,
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ' Απρίλη

Ξεφεύγουνε απ' το σύννεφον αχτίδες
και κρύβονται στα μάτια της· τη βρέχει
μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες

που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια
και που θαρρείς το δάκρυ της πως τρέχει
καθώς χαμογελάει στον ήλιο αγνάντια.

Κων/νος Καρυωτάκης

nimbus
07/08/2005, 11:46
ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΜΟΥ

Δικά μου οι στίχοι, απ' το αίμα μου, παιδιά.
Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια
τα δίνω από την ίδια μου καρδιά,
σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια.

Πηγαίνουν με χαμόγελο πικρό,
αφού τη ζωήν ανιστορίζω τόσο.
Ηλιο και μέρα και ήλιο τους φορώ,
ζώνη ναν τα 'χουν όταν θα νυχτώσω.

Τον ουρανόν ορίζουν, τη γη.
Ομως ρωτιούνται ακόμα σαν τι λείπει
και πλήττουνε και λιώνουν πάντα οι γιοί
μητέρα που γνωρίσανε τη Λύπη

Το γέλιο του απαλότερου σκοπού,
το πάθος μάταια χύνω του φλαούτου·
είμαι γι' αυτούς ανίδεος ρήγας που
έχασε την αγάπη του λαού του.

Κει ρεύουνε και σβήνουν και ποτέ
δεν παύουνε σιγά-σιγά να κλαίνε.
Αλλού κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ·
Λήθη, το πλοίο σου φέρε μου να πλένε


Κων/νος Καρυωτάκης

nimbus
07/08/2005, 11:47
ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ

Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει “δε σ' το 'λεγα;” μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: “Σάντσο, τ' άλογό μου!”

Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω να 'ρθουνε -- παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο --
και σαν πορφύρα νιώθωντας χλευαστικιά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!

Κων/νος Καρυωτάκης

nimbus
07/08/2005, 11:51
ΠΟΙΗΤΕΣ

Πώς σβήνετε , πικροί ξενιτεμένοι!
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν...
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας...
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φώς, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ' όλα τριγύρω τ' άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλωσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν

Κων/νος Καρυωτάκης

nimbus
07/08/2005, 11:53
ΜΠΑΛΑΝΤΑ

ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με “Τιμωρίες” την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
“Ποιος άδοξος ποιητής” θέλω να πούνε
“την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;”

Κων/νος Καρυωτάκης

nimbus
07/08/2005, 11:59
Ιθάκη


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβαλείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
'Αλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχή την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν


Κων/ος Καβάφης

nimbus
07/08/2005, 12:01
Zωγραφισμένα


Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ' αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ' επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ' απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πια για να το αποκοιμίσει. -
Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ' την δούλεψή της.


Κων/νος Καβάφης

nimbus
07/08/2005, 12:04
Όσο μπορείς


Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις, πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.


Κων/νος Καβάφης

nimbus
07/08/2005, 12:12
ΓΥΝΑΙΚΑ





Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ'' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες του Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα

Νίκος Καββαδίας

nimbus
07/08/2005, 17:16
ΠΟΙΟΙ ΑΓΑΠΗΘΗΚΑΝ ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ;


Ποιος αγαπήθηκε όπως εμείς; Να ψάξουμε
τις παλιές στάχτες της καμμένης καρδιάς
κι εκεί να πέσουν ένα-ένα τα φιλιά μας
μέχρι να αναστηθεί το ακατοίκητο λουλούδι.

Αγαπάμε τον έρωτα που ανάλωσε τον καρπό του
και κατέβηκε στη γη με πρόσωπο και εξουσία:
εσύ κι εγώ είμαστε το φως που συνεχίζει,
το άθραυστο λεπτοκαμωμένο στάχυ.

Στο θαμμένο έρωτα κρύο από πολύ καιρό,
από χιόνι και άνοιξη, από λήθη και φθινόπωρο,
πλησιάζουμε με το φως ενός νέου μήλου,

της ανοιχτής δροσιάς από μια νέα πληγή,
όπως ο παλιός έρωτας που περπατάει στη σιωπή
για μια αιωνιότητα από θαμμένα στόματα.



Πάμπλο Νερούδα

nimbus
07/08/2005, 17:19
ΕΡΩΤΑΣ

'Oλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ' τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,
κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού.




Τάσος Λιβαδίτης

nimbus
07/08/2005, 17:22
ΟΛΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ


'Ολα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε.
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι,
Δέθηκα σ' ένα κόμπο λύπης.


Οδυσσέας Ελύτης

nimbus
07/08/2005, 17:26
"Τα γράμματά σου τα 'χω Αγάπη πρώτη
σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου
τα γράμματά σου πνέουνέ σου τη νιότη
κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου...

Τα γράμματά σου πάνε, Αγάπη πρώτη
βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου.
Τα γράμματά σου τάφοι, δεν τελειώνει
απάνω τους η λέξη του Θανάτου ..."

Κώστας Γ. Καρυωτάκης










Μια σελίδα για τη Μαρία Πολυδούρη λοιπόν!




Όπως λέει η Λιλή Ζωγράφου: «Πολλές φορές αναρωτήθηκα κι ανησύχησα, μπορώ να πω, για την τόση μου αγάπη στη Μαρία Πολυδούρη. Μια αγάπη που μ’ έσπρωχνε σ’ έρευνες, τρεξίματα, αναζητήσεις προσώπων και πραγμάτων, που θα με βοηθούσαν να την εξηγήσω, να την αναγνωρίσω ολότελα και να την καταχτήσω».

Τα ίδια και χειρότερα έπαθα κι εγώ. Γνώρισα την Πολυδούρη μέσω του Καρυωτάκη, και στο τέλος βρέθηκα περισσότερο δεμένος με κείνην. Κι όσο περισσότερο τη γνώριζα, τόσο πιο πολύ παθιαζόμουνα μαζί της. Στο τέλος τέλος ένιωσα να έχω κάποια «υποχρέωση» απέναντί της. Ήθελα να της ξεπληρώσω ένα χρέος. Ήθελα να την ευχαριστήσω που μας χάρισε μέσα από την ποίηση, το ημερολόγιο και τη ζωή της, την ίδια της την ψυχή, που δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά η ψυχή ενός αληθινά ελεύθερου ανθρώπου.

Η Μαρία υπήρξε η πιο γυναίκα απ’ τις γυναίκες, η πιο επαναστάτρια απ’ τις επαναστάτριες, μια αερινή φευγάτη ύπαρξη που πέρασε απ’ τον κόσμο αυτό μονάχα διαβατικά, για να μας δείξει την ομορφιά, το αληθινό πάθος, και να φύγει. Ήταν μια από τις μοναδικές εκείνες υπάρξεις-ξωτικά που ζουν για να πεθάνουν, και ζουν στ’ αλήθεια όσο κανείς άλλος. Μια γυναίκα-χαστούκι στους ανθρώπους της συνήθειας, τους μικρούς, τους τιποτένιους, που δεν σταματούν ούτε για μια στιγμή για να θαυμάσουν την ομορφιά που υπάρχει γύρω τους, την ομορφιά που κρύβουν μέσα τους, αλλά που είναι πολύ βιαστικοί για να την προσέξουν.

Ο Ρεμπό τον 19ο αιώνα έγραφε για τους άνθρωπους-καρέκλες. Η Πολυδούρη στις πρώτες δεκαετίες του 20ου τους κατακεραυνώνει. Κι οι δυο τους κάηκαν απ’ την ίδια τους τη φλόγα! Γεννήθηκαν πολύ νωρίς για την εποχή τους, κι ειδικά η Μαρία, που σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία ήταν μια γυναίκα-σύμβολο, μια γυναίκα ελεύθερη, μια γυναίκα από το αύριο.

Υπήρξε μια μοιραία της γενιάς της. Κι όσοι τη γνώρισαν έχουν να λένε ότι έπαθαν... πολυδουρίτιδα! Μια γυναίκα που γοήτευε όλους όσοι την πλησίαζαν, μια γυναίκα όλο ψυχή.

Αλλά όσα και να πούμε θα ’ναι λίγα. Ας αφήσουμε λοιπόν την ίδια να μιλήσει. Εμείς δεν έχουμε παρά να σας ευχηθούμε να έχετε ένα καλό ταξίδι στο ποιητικό ετούτο σύμπαν.

nimbus
07/08/2005, 17:28
"Είμαι το λουλούδι
που σιγά το τρώει
το κρυφό σαράκι"




Μαρία Πολυδούρη

nimbus
07/08/2005, 17:31
Στροφές


Στο πλαίσιο του παραθύρου προβάλλει
το πάρκο πρωινό. δε φέγγει ακόμα.
Αχ, πόσες υποσχέσεις δε μοιράζει
της εαρινής αυτής αυγής το στόμα
που σ’ ένα απλό χαμόγελο χαράζει.

Και κατοικεί στο πάρκο όλη η γαλήνη
όσων πιστεύουν στην καλή τους μοίρα.
Βλέπω με τι σοφία που ετοιμάζει
και τι σιγά την πράσινη πλημμύρα.
- Μα εμέ που δεν πιστεύω με τρομάζει.

Στα στήθη μου βαθιά η πληγή ματώνει
σα νέο λουλούδι, νοιώθω την ορμή της
που μου ρουφά τα νειάτα και με λύνει.
Το είναι όλο τώρα η δύναμή της
και θα δουλεύη ανύποπτα για κείνη.


Μαρία Πολυδούρη

nimbus
07/08/2005, 17:33
Γιατί μ' αγάπησες

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.



Μαρία Πολυδούρη

nimbus
07/08/2005, 17:33
Του φθινοπώρου η Ώρα...)

Του φθινοπώρου η Ώρα έχει καθήσει
στην πόρτα μου. Το βλέμμα της υγρό
γεμάτο από απόκοσμο μεθύσι,
πλανιέται σε ασφοδέλων τον αγρό.

Τι σκέψη στη ματιά της νάχη ανθίσει,
τι ονειροπόλημα λυπητερό;
Στην όψη της σκιές έχουν μαδήσει
Κ’ είνε το στόμα της τόσο πικρό...

Μα όταν κατέβη το γαλήνιο βράδι
θα με καλέση αμίλητα, γλυκά,
να την ακολουθήσω στο σκοτάδι.

Το βήμα της βουβό και βέβαιο θάναι,
μα η πίστη μου θερμή, πως μυστικά
τα βήματά μου σένα ακολουθάνε.


Μαρία Πολυδούρη

nimbus
07/08/2005, 19:42
(στίχοι: Άλκης Αλκαίος, μουσική: Μίλτος Πασχαλίδης)

Σα νεοσύλλεκτος στην πύλη του στρατώνα
Σαν ένας δύτης μεθυσμένος στο βυθό
Γυρεύω μάταια την κρυμμένη σου εικόνα
Σε ποιό καινούργιο παραμύθι να δοθώ

Δρόμοι και σπίτια και μορφές μιας άλλης μέρας
Χρώματα, αρώματα. φωνές και μουσικές
Ξυπνούν ξανά της νοσταλγίας μου το τέρας
Και συ δίπλα απ' τον πυρετό μου να με καις

Χτυπάει νούμερα η φρίκη στην οθόνη
Κι λεξω η ζωή σαν μελισσολόι ζωντανό
Πες μου ποιος φόβος σε μεθά και σε καρφώνει
Πως να φιλτράρω των ματιών σου τον καπνό

Μας κλέψαν τ' αύριο και μας κλέβουν το βλέμμα
Και συ φρικάρεις που σου λέω σ' αγαπώ
Πες το ανόρεχτα το ναι κι ας είναι ψέμα
Ότι μας έδεσε για πάντα είναι εδώ

Ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς την δύση
Φυσούν αέρηδες και κόβουν τα στενά
Για το σαράκι του Ρεμπώ μ' είχες ρωτήσει
Κάποια βραδιά στου σινεμά τα σκοτεινά

Στήνει καζόυρα στην πλατεία η γαλαρία
Σε τρίτη σύνοδο Αφροδίτη κι Ουρανός
Τέσσερις τοίχοι η καινούργια μου εξορία
Δε φταίς εσύ, δε λέει συγγνώμη ο ουρανός

stavrogin
08/08/2005, 02:15
Ti καλα τα ποιηματα που παραθεσες:Καρυωτακη,Πολυδουρη κλπ,κλπ
Αλλα αυτο το τελευτεο γιατι το βαλες?Μα δεν βλεπεις οτι ειναι μεγαλη μαπα???????

"Μας κλέψαν τ' αύριο και μας κλέβουν το βλέμμα"(που ειναι η ποιητικη αυτου του στιχου?Αυτος ο αοριστος με τον ενεστωτα...μπλιαχ
Και συ φρικάρεις που σου λέω σ' αγαπώ(καλο..ας πουμε οτι ειναι οκ)
Πες το ανόρεχτα το ναι κι ας είναι ψέμα(αμα θελει να ακουει το ναι ,το ψευτικο ,να παει να τα ακουμπησει σε καμια πουτανα,που θα του το λεει και με ορεξη)
Ότι μας έδεσε για πάντα είναι εδώ(Οι μονοι δεμενοι για παντα ειναι οι σαβανομενοι και οι ισοβητες.Ο σωστος στιχος ειναι:οτι μας εδενε ηταν εδω)

Σηγνωμη που σου την λεω αλλα δεν μπορεις να βαζεις αυτο το κακο κατασκευασμα διπλα σ'αυτα τα λουλουδακια,ειναι ιεροσυλια.

Να παρε κι ενα ποιηματακι του καριωτακη για να μη μου κακιωσεις

stavrogin
08/08/2005, 02:28
ο


21370

nimbus
08/08/2005, 16:35
Αρχικά δημιουργήθηκε από stavrogin
Ti καλα τα ποιηματα που παραθεσες:Καρυωτακη,Πολυδουρη κλπ,κλπ

Να παρε κι ενα ποιηματακι του καριωτακη για να μη μου κακιωσεις


:wave2: :sun: :winka: :wave2:

matmat
08/08/2005, 17:27
Απόσπασμα απο το ημερολόγιο
της Μ.Πολυδούρη...


3 Μαΐου

Τον αγαπώ… Τον αγαπώ καμμιά αμφιβολία πεια. Ό,τι νοιώθω σιμά του κι’ ό,τι δοκιμάζω μακρυά του το γνωρίζω για πρώτη φορά. Δεν μιλώ εν τούτοις υποφέρω και υποφέρει και κείνος αλλά έτσι πρέπει να γίνη. Πρέπει να υποφέρω να πονέσω να κλάψω για να εξιλεωθώ. Δέχτηκα κείνη τη βραδυά τη μυστική εξομολόγησί του με τόση αδιαφορία φαινομενική, θυμάμαι, που του συνέστησα γαλήνη!… Τώρα υποφέρω τρομερά… με νοιώθει άραγε;
Σήμερα στο Ζάππειο ήμουν με το Χριστόφορο - καλό μου παιδί! - και τον είδαμε να περνάη μπρος μας. Τον φώναξα στο τραπέζι μας. Έπαιζε η μουσική και η καρδιά μου έτρεμε σαν του πουλιού. Τα μάτια του. Το χαιρετισμό του! μ’ αγαπάει. Τον αγαπώ.
Για τον Πίπη; δεν μιλώ πεια γι’ αυτόν. Είνε σιμά μου, μου φέρεται σαν πατέρας, με την προτεταμένη κοιλιά του, με τα σχεδόν γκρίζα μαλλιά του - οποία παραμόρφωσις!- μου είνε συμπαθής τόσο όσο να ξεχνώ ότι άλλοτε μακρυά του μόνη όπως ήμουν τον είχα αγαπήσει - τι αυταπάτη! -
Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω αράγε όσο θέλω να σ’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;

matmat
08/08/2005, 17:28
12 Μαΐου Μεσάνυχτα

Δυστυχισμένη για πάντα! γιατί να το μάθω; γιατί να μη ζω καλλίτερα μέσα στο γλυκό όνειρο της αγάπης του που τόσο ανύποπτα δεχόμουν; Τάκη Τάκη! Πονεμένος όπως ήσουν, ανίκανος να βαστάξεις μόνος το βάρος του πόνου, ζήτησες κάποιον να σε βοηθήση και βρήκες μένα. Το δέχτηκα σαν ένα μπουκέτο άνθη κι’ αν δεν παραπονεθώ σε σένα πως να παραπονεθώ στη μοίρα μου; Τι λοιπόν; Εγώ είμαι το καταφύγιο της κάθε πονεμένης ψυχής… είμαι η βουβή σπηλιά που αποκρίνεται με την ηχώ στους στεναγμούς του κουρασμένου διαβάτη… αδερφή του ελέους με την κουρασμένη καρδιά; ε Τάκη;
Όταν σκέπτομαι μέσ’ στα νευρικά φιλιά που μου δίνεις πως κάποια άλλη που την έσπρωξε η μοίρα κοντά σου πριν από μένα σε δίδαξε να φιλής έτσι… και στα σφιχταγκαλιάσματά σου τ’ απελπισμένα μου φαίνεται πως ακούω τη φωνή της καρδιάς σου να μου φωνάζη - φτωχό πλάσμα! - όταν φανερά ξάστερα βλέπω μέσα στα μάτια σου τον ταξειδιάρη λογισμό σου να φεύγη σαν πουλί μακρυά μου και να μου αφήνη μόνο τα χέρια σου πλεγμένα στα δικά μου… όταν στ’ αγκάλιασμά μας κείνο που κάνει αδύνατη την ιδέα του χωρισμού… νοιώθω με μια ανατριχίλα θανάτου τη σκιά της άλλης να υψώνεται μεταξύ μας και να μας χωρίζη πως θέλεις να μην πονώ αφού αγαπώ τόσο;…
Τάκη μου λετρεμένε! άσε στην αγκαλιά μου το βάρος του πόνου σου, είμαι δυνατή… σ’ αγαπώ και θα το βαστάξω… τη θυσία που μου ζητάς να εξιλεώσω στα μάτια σου τη Γυναίκα σου την προσφέρω… Ρίχνω τη ζωή μου στα πόδια σου και συχώρεσέ με αν άνθρωπος καθώς είμαι πονώ… πονώ πολύ μπροστά σου.

matmat
08/08/2005, 17:30
Τρία χρόνια ύστερα

Το ίδιο ερώτημα σβήνει στα μάτια μας όταν τυχαία συναντηθούμε στο δρόμο… μ’ αντιπερνάμε χωρίς καμμιά δύναμη να πάρουμε το δρόμο που αφήσαμε πίσω μας…
Γυρνώ μονάχα και τον κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως - θεέ συχώρεσέ με - θα τον έπερνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια…
Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ εύρω, μοναδική κι’ αξέχαστή μου αγάπη…
Δεν έχω τίποτε άλλο στη ζωή μου τόσο γλυκό, τόσο όμορφο που θα μου δικαιώνει τη ζωή, κι’ ο θεός θα με συχωρούσε… θα με συχωρούσες και συ φίλε που γεύομαι στης άδολης χαράς σου το ποτήρι βέβηλα… ανόσια… θα με συχωρούσες… το ξέρω…
Γυρνώ κι’ αναμετρώ το δρόμο πάντα. Γύρισε προς ’μένα το κεφάλι στην άκρη εκεί που βρίσκεσαι, κι’ ούτε ένα βήμα μην κάνεις εσύ στο δρόμο της αμαρτίας, θα πάρω μόνη μου στις αχαμνές μου πλάτες το φορτίο και θάρθω… μόνο βλέπε με καθώς θάρχομαι, μην πάρης τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μέσ’ στο σκοτάδι…
Δεν θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ… να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ’ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… ω, ξέρω καλά πως η καθεμιά τους γίνεται… να ιδώ το χαμογέλιο σου - πως είνε όλα τους στο λογικό μου εδώ γραμμένα - να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ… να νοιώσω το φίλημά σου…
Εδώ είμαι και καρτερώ, σε βλέπω, μη φύγης, στρέψε την όψη σου από δω… μη με αρνηθής, θα ζήσω στην πιο άχαρη ζωή χωρίς εσένα.
Βλέπω μπροστά μου δροσερά λουλούδια ν’ ανθούν για μένα κι’ όμως δεν τα θέλω και δεν τα χαίρουμαι.
Έλα εσύ και στρώσε με αγκάθια το δρόμο να πατήσω να χυθή στάλα τη στάλα όλο μου το αίμα και να σβήσω μπροστά σου, μισημένη από σε τον ίδιο κι’ ίσως περιφρονημένη.
Μα δε γυρνάς καθόλου… ποιος να ξέρη σε τι ευτυχίας με σκέφτεσαι λιμάνι και δεν τολμάς… ποιος ξέρει πάλι αν έχη ξανανθίσει εσέ η καρδιά σου κι’ ολότελα με ξέχασες…
Εδώ είμαι και καρτερώ να στρέψης την όψη σου σε μένα… ρέει το δάκρι απ’ τα φτωχά μου μάτια νύχτα-μέρα… Τριγύρω μου φαρμακερά θ’ ανθίσουν λουλούδια… θα υψωθούνε να με ζώσουν και θα πνιγώ απ’ αυτά, πέρα κρυμμένη πάντα. Κι’ απ’ τα δικά σου μάτια… μείνε!

Δευτέρα 15 Ιουνίου 1925

matmat
08/08/2005, 17:31
Κώστας Καρυωτάκης / {Η Τελευταία}

(Είναι δω; Είναι κει; Έφυγε; Θα ’ρθει; Που είναι; Η τελευταία;)
Α! το δάσος πέρα. Ένα τραπεζάκι κάτω απ’ τ’ απόμερο πεύκο. Και η νύχτα που
ερχόταν σιγά-σιγά για να μην τη νιώσουμε. Η βοή του βραδινού ανέμου στα κλαδιά. Τα
λόγια που έλειπαν. Τα χέρια ωχρά. Τα μάτια και τ’ αστέρια. Μεσάνυχτα. Τίποτε απ’ όλα
δεν είχε ειπωθεί.
(Ψέματα; Ψέματα; Παιχνίδι φιλαρέσκειας; Περιέργεια; Εγωισμός;)
Κι άλλοτε η θάλασσα. Τα πλοία που έφευγαν στον ορίζοντα παίρνοντας τα όνειρά
μας. Ο φλοίσβος με τις υποσχέσεις του. Εκεί πάνω στο βράχο τ’ άφθονα και ανεξήγητα
δάκρυα. Η μοναξιά στο απέραντο. Τα φιλιά. Η ψυχή…
(Τίποτε; Τίποτε; Παιδικότητες; Ρομαντισμός; Αυταπάτη;)
Άλλες φορές η αυγή ανεπάντεχη και προδοτική. Από δρομάκια το κουραστικό
γύρισμα. Οι πρώτοι θόρυβοι της ημέρας. Η γλυκιά μεταμέλεια στο πρόσωπο που
φωτίζοταν ολοένα. Το χαίρε…
(Έφυγε; Δε θα ’ρθει πια; Τελευταία;)

Το κείμενο αυτό πιθανώς γράφτηκε το 1922 και δόθηκε απ’ τον ποιητή στη Μαρία Πολυδούρη.

nimbus
08/08/2005, 17:47
Ανεπίδοτη Επιστολή




"Αυτό είναι το γράμμα μου
στον κόσμο που ποτέ δεν
έγραψε σε μένα..."


Έμιλι Ντίκινσον (την λατρεύω αυτή την ποιήτρια
:) την ανακάλυψα όταν σπούδαζα στον Καναδά και την έκανα και για λίγο στο πανεπιστήμιο:wave2: )

nimbus
08/08/2005, 17:49
"Τριγύρω μου φαρμακερά
θ’ ανθίσουν λουλούδια…
θα υψωθούνε να με ζώσουν
και θα πνιγώ απ’ αυτά,
πέρα κρυμμένη πάντα.
Κι’ απ’ τα δικά σου μάτια…
μείνε!"


Μαρία Πολυδούρη

matmat
08/08/2005, 18:18
Δε θα το πουν...

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως άνθισε
παρά τα λυπημένα μου τραγούδια.
Σαν πεταλούδες οι χαρές με σίμωναν
γιατί ήμουν δροσερή σαν τα λουλούδια.

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως μέστωσε
παρά τα πικραμένα μου τραγούδια.
Οι έρωτες, αηδόνια μου τραγούδαγαν
γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια.

Δε θα το πουν, πως γιγαντώθη ο πόνος μου
παρά τα σπαραγμένα μου τραγούδια.
Οι χαροκόποι ανύποπτα με σίμωναν
γιατί ήμουν σιωπηλή σαν τα λουλούδια.

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως πέθανε
παρά τα σιωπημένα μου τραγούδια
και θα περνά η ζωή πάνω μου ξένοιαστη
πως έσβησα γλυκά σαν τα λουλούδια.

Μαρία Πολυδούρη

nimbus
08/08/2005, 18:21
Μαρίας Πολυδούρη


--------------------------------------------------------------------------------

Το Ημερολόγιο


Μέρος Α'



http://www.geocities.com/mpolidouri/Hmerologio_A.html

nimbus
08/08/2005, 18:22
Μαρίας Πολυδούρη


--------------------------------------------------------------------------------

Το Ημερολόγιο


Μέρος Β'


http://www.geocities.com/mpolidouri/Hmerologio_B.html

matmat
08/08/2005, 18:28
Τα πάντα για τον
Κ. Καρυωτάκη

http://users.otenet.gr/~lost/old/

nimbus
08/08/2005, 18:30
Χρυσάνθεμα

Ωχρή πορφύρα! Και το δάκρι μαγικό
πετράδι έχει γενή στη φορεσιά σας.
Τι κι’ αν φοράτε διάδημα βασιλικό
στη μαύρη χειμωνιά την ομορφιά σας.

Του ξανθού Ηλίου το φιλί διαβατικό
κι’ αν παίξη στα χρυσόξανθα μαλλιά σας,
δε θάναι ελπίδα, ούτε όνειρο θάναι γλυκό,
μόνο πιο κρύα θα νοιώστε τη χιονιά σας.

Ωχρή πορφύρα! Και ο βορηάς που το «ωσαννά»
σας τραγουδάει μ’ όλα τα λουλούδια,
τα φύλλα σας μαδάει πριν μαραθούν

Κι’ όσα πετράδια η πάχνη αφήνει ταπεινά,
δοξαστικά όσα η θύελλα τραγούδια,
στην άχαρη καρδιά σας δάκρια ανθούν...


Μαρία Πολυδούρη

nimbus
08/08/2005, 18:31
Είμαι το λουλούδι

Είμαι το λουλούδι που σιγά το τρώει το κρυφό σαράκι.
Δε με τυραννάει το άγριο κακοκαίρι, όπως τάλλα εμένα
και της χλωμιασμένης μου όψης δε μαδάνε ένα ένα τα φύλλα.
Οι καλές οι μοίρες κ’ οι κακές καρτέρι κι αν μώχουν στημένα,
σάμπως πεταλούδες να με τριγυρνάνε νοιώθω ανατριχίλα.

Είμαι το λουλούδι που σιγά το τρώει το κρυφό σαράκι.
Γέννημα και θρέμμα στην ψυχή μου μέσα το κακό φωλιάζει.
Και ζωή και χάρος είμαι, απ’ τη γελάστρα τύχη δεν προσμένω.
Αψηλό κι’ ωραίο στήνω το κορμί μου κι’ άλλο δε μου μοιάζει.
Όμως όταν δείξω τις πληγές μου στάστρα, θάμαι πεθαμένο.


μαρία πολυδούρη

tifoefs
23/08/2005, 18:04
Αρχικά δημιουργήθηκε από nimbus
Ιθάκη


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβαλείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
'Αλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχή την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν


Κων/ος Καβάφης

Μπραβο nimbus ! Εψαχνα να το βρω αυτο το κομματι !

Καλα να σαι !

:beer: :wave2: :)

matmat
03/09/2005, 05:33
Επίκληση στους νεκρούς μου

Γραμμένο στο θάνατο της ποιήτριας Μ. Πολυδούρη

Ψυχές, που σας ελάτρεψα στα χρόνια της ζωής σας,
κι είσαστε τώρα τ’ άφταστο για μένα ιδανικό,
που τη γαλήνη εδείλιαζα να θίξω της σιωπής σας
και μ’ ένα ακόμα δάκρυ μου, μην κάνω σας κακό,

άγιες σκιές, που δύναμη παίρνω από σας να ζήσω,
κι ως μόνη εσείς υπόσχεση για μια καινούρια αυγή,
συρμένη από τον πόνο μου, μια χάρη να ζητήσω
έρχομαι τώρα και φιλώ την αλαφριά σας γη.

Για να σας σμίξω, ντύθηκα την ψυχική στολή μου
κι είμαι όλη μια κατάνυξη κι υποταγή βαθιά.
νιώθω να γέρνει ευλαβικά στα κάτω η κεφαλή μου
κι ας βράζει του άλγους μέσα μου η ακράταγη φωτιά.

…Θα ’θελα, αυτή που ξέφυγεν απ’ της ζωής το δρόμο
κι έρχεται τώρα αλύγιστη θλιμμένη, σιωπηλή,
με χαμηλά τα μάτια της και με γυμνό τον ώμο,
σαν άπλερο τα χέρια σας να τη δεχτούν πουλί.

Για να χαρεί τον έρωτα και τα λαμπρά της νιάτα
και τα κρινοδαχτύλια της η Μούσα να φιλεί,
θα μάτωνα τα πόδια μου στης γης την κάθε στράτα,
ως να της βρω το ανεύρετο βοτάνι που ωφελεί.

Μα πρώτη αυτή παράτησε το μάταιο τον αγώνα
κι απ’ τα μεγάλα μάτια της τραβήχτηκε το φως…
Ήταν μι’ αγερινή, χλωμή κι εφήμερη ανεμώνα.
για το ιερό σας μάζωμα, θα ’ν’ άξιος στολισμός!


ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ.

matmat
03/09/2005, 05:34
Μαρία Πολυδούρη

Διαλεχτό της ζωής κι ακριβό της στολίδι,
δεν τα χάρηκες πλέρια τα πλούσια της δώρα,
μα όσο ο Πόνος θα ζει κι η Αγάπη στον κόσμο,
δεν πεθαίνεις. μαζί τους θα υπάρχεις, Μαρία!
Η ψυχή σου που κλαίει στο γραφτό σου το στίχο,
θα ’ναι τώρα πνοή και παλμός στον αιθέρα,
θα ’ν’ ηχώ μες στο χάος και κραυγή στον αγέρα,
στη βροχή που κυλά θα ’ν’ αβρότατος θρήνος
και μι’ αχτίδα στο φως που μαδιέται το δείλι.
Όσο ο Πόνος θα ζει κι η Αγάπη στον κόσμο,
μες στη μέθη του πρώτου φιλιού θα υπάρχεις
και στο δάκρυ που ρέει απ’ τ’ ανθρώπινο κλάμα!

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ.

matmat
03/09/2005, 05:48
Ω δέντρα!

Ω δέντρα! που η ανθρώπινη σκληρότη σε ντουβάρια
σας κλείνει, για να χαίρεται μόνη την εμορφιά σας,
ως βλέπω να σωριάζονται γύρω σας τα λιθάρια,
πονεί η ψυχή μου και θρηνεί την άδικη σκλαβιά σας.

Παιδιά του δάσους λεύτερα, θρεμμένα από τον ήλιο,
μεγαλωμένα στου βουνού το μυρωμένο αγέρι,
σας κλέβουν απ’ το ιερό που ανήκετε βασίλειο,
και τον κρυφό τον πόνο σας κανένας δεν τον ξέρει.

Κάλλιο να πέφτει κεραυνός μεμιάς να σας ρημάζει
παρά να μαραζώνετε σε μάντρα νοικοκύρη,
να νιώθετε πως στο βουνό πέρα γλυκοχαράζει,
κι όμως το φως δε δύναται σ’ εσάς να πρωτογείρει

Μυρτιώτισσα...

matmat
03/09/2005, 05:59
Και 'τούτο...

Ανία

Τι να ’ναι αυτό που μ’ αναγκάζει
κάθε μου πόθο να σκοτώνω
και σ’ ένα ατέλειωτο μαράζι
πικρά, βουβά να σιγολιώνω;

Γιατί το χέρι μου να σπάζει
της ηδονής τ’ άγιο ποτήρι;
Γιατί το είναι μου ησυχάζει
μονάχα σαν ο Ήλιος γύρει;

Γιατί το φως μου φέρνει ανία
τ’ ολόγλυκο το φως της μέρας;
Ποια της ψυχής άγρια μανία
μου δείχνει τη ζωή σαν τέρας;

Κι όμως γεννήθηκα μια μέρα
που όλα τριγύρω μου γελούσαν
κι ήρθα χαρά για τη μητέρα
και για το σπίτι. μ’ ευλογούσαν

τα πατρικά μου χέρια εκείνα
που τώρα μίσεψαν για πάντα.
Γύρω στην κούνια μου από κρίνα
και ρόδα κρέμασαν γιρλάντα!

Κι όταν εγίνηκα παιδούλα,
είχα δικιά μου όλη την Πλάση,
μες στα περβόλια ρηγοπούλα
κι αγριοκάτσικο στα δάση!

Μα μ’ έβρηκε η βαριά κατάρα
την ώρα ακόμα που ποθούσα
με μια παιδιάστικη λαχτάρα
του Ήλιου το στόμα να φιλούσα.

Τώρα και ποιος θα με γλιτώσει
απ’ της ζωής την Ερινύα;
Το χέρι του ποιος θα μού δώσει;
Ποιος θα με σώσει απ’ την ανία;


Μυρτιώτισα

matmat
03/09/2005, 06:03
Κεριά


Aγαπημένες του μέλλοντος μας μέρες αραδιασμένες στέκοντ' εμπροστά μας
σαν μια σειρα κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων.
Τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα και κυρτά.

Δε θέλω να τα βλέπω, με λυπεί η μορφή τους,
και με λυπεί το πρώτο φως τους να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ' αναμμένα μου κεριά.
Δέν θέλω νά γυρίσω, νά μή δώ καί φρίξω
τί γρήγορα πού η σκοτεινή γραμμή μακραίνει
τί γρήγορα πού τά σβηστά κεριά πληθαίνουν.


Κ . Καβάφης

nimbus
04/09/2005, 22:24
Αφιέρωση

Φίλε, του φθινοπώρου ήρθεν η Ώρα
Στην πόρτα μου έξω. Κίτρινο φορεί
στεφάνι από μυρτιά. Στα νικηφόρα
χέρια της μια κιθάρα θλιβερή,

Κιθάρα παλαιϊκή που κλει πληθώρα
μέσα της ήχους και ήχους. Ιερή
κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα
που ήταν γλυκιά και γίνηκε πικρή,

Ήχος μέσ’ στην καρδιά της αποστάζει.
Φίλε, του φθινοπώρου η Ώρα εκεί
στην πόρτα μου ήρθε δίχως να διστάζη

Και το κιθάρισμά της πότε πότε
σα νάτανε η φωνή σου η μυστική
τους στίχους σου που μου τραγούδαες τότε.

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

matmat
16/09/2005, 19:03
Η κλίμακα του λίθου

"Αφότου 'ξώκειλε το ζαφειρί αστέρι ξέρα ο νους η ουλή βυθός
μόνο εσύ ω ποίηση έμεινες να φέγγεις
μέσ' από βράχο διάφανο το μόνο πλοίο.
Πιο κορυφαίο σπόνδυλο απ' τη σιωπή δεν έχεις
χαράδρα η μνήμη, μάγμα απέραντο η οργή.
Κι αν το νόημα είναι του βυθού;
Η μελλούμενη πορεία αξία εσχάτη είναι
ή το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω;
Γιατί άλλο από το παραλήρημα δεν σου 'μεινε φυσίγγι
δεν έχει άλλη εκβλάστηση από τη φλέβα σου
που πλημμυράει την πολιτεία συρίζοντας ως τον ενδότοιχο
σφαγμένη εντός σου μια ερώτηση δε λέει να σωπάσει
ανατέλλει δύει εντάφια πλησιφαής
με φεγγάρια χαίνει με παλίρροιες
όπως απλώνει στα ορυκτά το έκζεμα του πλανήτη
κι από τη βολή του πρόγονου δε σβήνει η ηχώ
για το αν υπάρχουν ανάμεσά μας σύνορα"


ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ

matmat
16/09/2005, 19:11
Είδα

"Είδα μια χώρα ξωτικιά στ' ανήσυχο όνειρό μου:
πόσ' όμορφη δε θα το πει ποτέ καμιά ψυχή.
Το νου μου πήρε κι άφησα το φτωχικό χωριό μου
κι έκανα τάμα μόνο εκεί ν' αράξω, μόνο εκεί.

Τρελλό παιδί ξεκίνησα δεμένο με τα μάγια
του ονείρου μου, κι εγνώρισα τις χώρες του γιαλού,
είδα τις χώρες π' άστραφταν σε κάμπους και σε πλάγια,
μα η χώρα μου, όλο πήγαινα-κι ήτανε πάντ' αλλού.

Διαβάτες μ' ανταμώσανε καλοί και μου 'παν: Μείνε
είν' όμορφη κι η χώρα μας, καιρός ν' αράξεις πια.
Είν' όμορφη κι η χώρα σας, διαβάτες, μα δεν είναι
εκείνη που ονειρεύτηκα και με τραβάει μακριά.

Έτσ' είναι. Σύρτε, κι άστε με να σιγοταξιδεύω
και να περνάω μονάχος μου και κάμπους και βουνά,
ίσως τη βρω, μ' αν δεν τη βρω τη χώρα που γυρεύω
μη μου ζητάτε, αδέρφια μου, ν' αράξω πουθενά"

matmat
16/09/2005, 19:12
Το ταξίδι

"Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα! Κι εγώ κι η Αννούλα
λίγοι παλιοί σύντροφοί μου και κάποιες κοπέλες μαζί,
μπήκαμε μέσα σε μιά γαλανή, μεθυσμένη βαρκούλα,
μπήκαμε μέσα και πάμε μακριά στης Χαράς το νησί.

Ούτ' ένα σύννεφο κι ούτ' ένας μαύρος καπνός στον αγέρα,
πλάι μας στήθη ερωτιάρικα κι άσπροι χιονάτοι λαιμοί,
φως στα μαλλιά τα ξανθά, φως στο πέλαγο, φως πέρα ως πέρα,
μα ποιος επήγε ποτέ του μακριά στης Χαράς το νησί;

Ω! τι με νοιάζει κι αν πάμε ως εκεί; τι με νοιάζει; Γελάει
όλ' η γλυκιά συντροφιά μου, γελά η θλιμμένη ζωή,
στ' άπειρο μέσα κυλάμε, κι η Αννούλα τρελλά τραγουδάει,
όπου και νά 'ναι μακριά θα φανή της Χαράς το νησί"

matmat
20/09/2005, 05:29
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι



Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ' έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να 'ρθει ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε...».
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ' αυτός έχει πεθάνει!».

Μια στιγμή θ' απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι
θε να πουν: «Τι 'ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε...»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.

Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψη
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός στους κύκλους μας, που κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».

Κι αυτή θα 'ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα' ναι όλοι οι φίλοι μου - κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι
και μια Καίτη, θαρρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα - και νεκρό θα με βρίσει...


Κώστας Ουράνης

matmat
20/09/2005, 05:35
Της αγάπης

Νά 'ξερες πώς λαχτάριζα τον ερχομό σου, Αγάπη
που ίσαμε τα σήμερα δε σ' έχω νοιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ' αναζητούσεν, όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!

Πόσες φορές αλλοίμονο! δε γιόρτασα, θαρρώντας
πως επι τέλους έφτασες, Εσύ που είχες αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα
την ξεγελάνε, βιαζονταν κι εμέ η ψυχή ν' ανθήσει.

Μα δεν ερχόσουνα ποτές και, μέρα με τη μέρα,
τ' άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν 'ανθίσει'

Και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στη δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ'είδα!...


Κώστας Ουράνης

matmat
20/09/2005, 05:36
Ερωτικό

Δεν μπορώ να ξέρω, δεν μπορώ να πω
αν θα σ'αγαπώ
ίσαμε να φτάσω στη στερνή την ώρα
όπως, κι όσο, τώρα'

Ούτ' ο ερωτάς μου που σα ρόδο ανθεί,
αν θα μαραθεί
πάλι σαν το ρόδο που το καίει το θέρο,
δεν μπορώ να ξέρω.

Ο,τι ξέρω είναι πως, απ' την ημέρα
που 'γινες δική μου
άνοιξαν κλεισμένες πύλες -και το θαύμα
μπήκε στη ξωή μου'

Ολα αλλάξαν όψη απ' το φως που εντός μου
σκορπισε η χαρά,
σαν στα βαλτοτόπια που τα πλυμμυρίζουν
ζωντανά νερά.

Εχω πια ξεχάσει όσα νοσταλγούσα
κι ό,τι είχα ποθήσει:
Τώρα με φτερώνει μια καινούρια νιότη
που δεν είχα ζήσει.

Τη ζωή τη βλέπω σάμπως μεσ' από να
μαγικό γυαλί
κι απ' ό,τι ζητούσα μού δωσ' η αγάπη
τόσο πιο πολύ,

πού να λέω αν όπως ήρθε μιαν ημέρα
φύγει πάλι πίσω
κι απομείνω μόνος, κι όπως ήμουν πρώτα,
-κάλλιο να μην ζήσω .

Κώστας Ουράνης

matmat
20/09/2005, 05:37
ΕΡΩΤΙΚΑ IV

Δεν είμαι εγώ που τη ζωή σου
ήρθα σαν ήλιος να φωτίσω:
το φώς στα μάτια μου που λάμπει
δικό σου-και σ'το στέλνω πίσω!

Του μαγικού του κόσμου αν έχω
ανοίξει διάπλατη τη θήρα,
το μυστικό χρυσό κλειδί της
από το χέρι σου το πήρα.

Κι αν απ'τα βάθη ενός ληθάργου
βγήκα,σ'εσένα το χρωστάω,
σ'εσένα τους χυμούς που νοιώθω,
τη νέα γλώσσα που μιλάω!


Κώστας Ουράνης

matmat
20/09/2005, 05:39
ΖΩΗ

Κάποιες φορές,σα βράδιαζεν αργά στην κάμαρά μας,
τ΄ωχρό κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου απάνω
και με θλιμμένο ανάβλεμμα στυλά κοιτάζοντάς με,
"θα με ξεχάσεις;" ρώταγες "καλέ μου,σαν πεθάνω;"

Δε σ΄απαντούσα.Τη φωνή την πνίγαν οι λυγμοί μου,
κι΄έσφιγγα με παροξυσμό τ΄αδύνατο κορμί σου,
σα νά΄θελα μες στη ζωή να σε κρατήσω ενάντια
στο Χάρο,για,αν δεν μπόραγα,να πήγαινα μαζί σου.

Γιατ΄ήσουν όλη μου η ζωή,χαρά της και σκοπός της,
κι΄όσο κι΄αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα
δεν έβλεπα,δεν ένιωθα κοντά μου άλλη από σένα.

Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσέ να ζήσω.
Και τώρα που με άφησες,με φρίκη αναλογιέμαι
το θάνατό σου,αγάπη μου,πως πάω να συνηθίσω.

Κώστας Ουράνης

matmat
20/09/2005, 05:43
Για την Μαρία Πολυδούρη


Κώστας Ουράνης - Σχόλιο




Δύο βιβλία που περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες... η ψυχή της αιώνιας ποιήσεως χτυπημένη βαρειά κι εγκαταλειμμένη. Έτσι καθώς μας έρχονται από την ολοκληρωτική της νύχτα έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου... Δεν πρόκειται περί τραγουδιών γραμμένων με τις συνήθεις φροντίδες της αρμονίας και του ύφους, περί υπομονετικών κοσμημάτων... Αυτή που έγραψε ήταν πάρα πολύ βιαστική για να μας στείλει το μήνυμά της κι’ ό,τι είχε να πει ήταν πάρα πολύ επίσημο, ώστε να ασχοληθεί με τέτοια μάταια στολίδια. Το ενδιαφέρον που έχουν ξεπερνά κατά πολύ την φιλολογία... Δεν είναι μια ποιήτρια που τραγουδάει, αλλά μια ψυχή που κραυγάζει... Το παράπονό της ενώνεται με το αιώνιο παράπονο της ανθρωπότητος κάθε φορά που αντικρύζει την παγερή εκμηδένιση του θανάτου. Τις κραυγές της τις διαπερνάει η ίδια πνοή της τραγωδίας που δονεί το παράπονο της Αντιγόνης σαν αποχαιρετάει τη ζωή και το «θείον φως». Για να φτάσει σ’ αυτό (τον οικουμενικό πόνο) εχρειάστηκε στη νέα αυτή κόρη όχι ένα μεγάλο ταλέντο αλλά μια μεγάλη απλότητα... Αυτά που λέει δεν έχουν τίποτα το μοναδικό ούτε καν το ιδιαίτερο. Είναι θρήνος κάθε μιας γυναίκας μπροστά σ’ ένα αγαπημένο πτώμα ή για τον ίδιο της το χαμό. Κι είναι αυτό ακριβώς που κάνει τα ποιήματα αυτά τα χωρίς τέχνη να είναι η ίδια η ποίηση σ’ ό,τι πλατύ και ανθρώπινο και αιώνιο.

matmat
20/09/2005, 05:50
Τα λόγια σου

Θυμάμαι τώρα... Οι θύμησες πλημμύρες που με πνίγουν,
άνεμος, σκοτεινιά.
Τα λόγια ανθούς τα μάδησες, μα τώρα αυτά μου ανοίγουν
κακές πληγές βαθιά.

Ούτε σκιά, ούτε όνειρο έτσι που διαβαίνη
γοργά προς το χαμό.
Καπνός η αγάπη. Σύννεφο, τα λόγια σου, μου ραίνει
σταγόνες τον καημό.

Τώρα σαπίζουν μέσα μου πρώιμες οι πληγές μου.
Η θύμηση ασπασμός
προδοτικός, να μου γελούν κρυφά κάποιες στιγμές μου
ν’ αυξαίνη ο απελπισμός!

matmat
20/09/2005, 05:51
Η αγάπη του Ποιητή

Μ’ απάντησες στο δρόμο σου, Ποιητή.
Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη.
Η δίψα της αγάπης που ζητεί
σου φλόγιζε τη σκέψη και τα χείλη.

Ήμουν το πρωτολούλουδο. Κλειστή
τότε η πηγή των στοχασμών μου, εμίλει
μόνο η καρδιά μου αθώα και λατρευτή,
όταν το πρώτο βλέμμα μου είχες στείλει.

Με τον καιρό, τον πόθο σου σ’ εμέ
να φανερώσης σίμωσες. Ωιμέ,
είμασταν μια γενιάς παιδιά. Η καρδιά μας

Αγάπαε με το πάθος που ζητά
να πάρη, το αισθανθήκαμε φριχτά
και πήραμεν αλλούθε τη ματιά μας.

matmat
20/09/2005, 05:53
Δε θα ξανάρθης πια...

Δε θα ξανάρθης πια, να μου χαρίσης
απ’ την ωραία ζωή που σε φλογίζει
κάτι, ένα της λουλούδι; Σου γεμίζει
με τόσα την καρδιά και το κορμί.

Δε θάρθης πια, τα χέρια μου να σμίξης
τα παγωμένα, τα εχθρικά μου χέρια;
Πλάι στα δικά σου, μερωμέμα ταίρια
δεν τα ζυγώνει πλέον η αφορμή.

Δε θάρθης!... Πως αργά περνούν οι μέρες.
Κι’ όσο εσύ φεύγεις, τόσο με σιμώνει
η γνωριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρό με τον κρυφό καημό.

Δε σου περνάει, αλήθεια από τη σκέψη
ότι μπορεί σε μια στιγμή θλιμμένη,
στη μοίρα αυτή που πάντα με προσμένει
να πάω ξανά και δίχως γυρισμό;

matmat
20/09/2005, 05:54
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον...

Τι θέλω πια να δέχωμαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτή
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είνε μοίρα μου κ’ είνε και διαλεχτή!

Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ’ στων δακρύων την ευχαριστία
κι’ όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.

Κι’ ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποια δόξα ακριβή να πω;
Στο χωρισμό μας τούφερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.

Τώρα καμμιά, καμμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
Όμως όλοι φοβήθηκαν και γω πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του Άδη.

Λοιπόν γιατί να δέχωμαι το κάλεσμα της Μούσας;
Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

matmat
20/09/2005, 05:56
Αρλεκίνος

Σα μας μεθά βαριά η ζωή, μας κλέβει τ’ αγαθά μας.
Τα μάτια μας που μιαν αυγή, κάτω από βελουδένιο
χέρι, ξαλάργεψαν για τους που δε γνωρίσαν τόπους
ξαναγυρνάνε θλιβερά και κατακουρασμένα.
Τα χείλη μας που τρύγησαν της μεστωμένης νειότης
τους μελιστάλαχτους καρπούς κάτω απ’ τη φλόγα του ήλιου,
όμοια μαραίνονται σαν τους καρπούς που λησμονιώνται.
Και τα κορμιά μας που η ορμή τάκανε ν’ αψηφήσουν
και μέσ’ στον κόκκινο χαμό της φλόγας που λυτρώνει
για μια στιγμή να πέσουνε βαριά σα μαγεμένα,
μοιάζουνε τ’ ανεμόδαρτα κλαδιά που τα φοβίζει
ακόμη κ’ η αλαφρότατη της άνοιξης πνοούλα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η θλίψη πέφτει του βιολιού μέσ’ στη γεμάτη σάλα
του αποκρηάτικου γλεντιού, του μεθυσιού, της τρέλλας,
σαν ένας τόνος πιο βαθύς. Κάθε γωνιά την παίρνει
και στις πολύαιμες φλέβες μας φτάνει και μας μεθάει.
Η μουσική πνέει του χορού και γέρνουν τα ζευγάρια
στο αγέρι το χαϊδευτικό πολύχρωμα λουλούδια,
η ανατριχίλα τα λυγίζει απ’ την κορυφή ως τη ρίζα
κι’ ανάρια ανάρια εδώ κ’ εκεί κρυφά φιλιά θροϊζουν.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Θυμάμαι την τρελλή νυχτιά της αποκρηάς, θυμάμαι
τον Αρλεκίνο τον ψηλό σα φάντασμα, με κείνα
τα μάτια του, τα δυνατά μάτια που ευθύς που κλείναν
καθ’ έξοδο κι’ απόμενες στη μοναξιά μαζί τους.
Τα χέρια εκείνα τα μακριά και τα χλωμά σαν κρίνα
αναιμικά, που μ’ όλη τους την απαλότη εκείνη,
σαν από φλόγα ή σίδερο νάτανε, την καρδιά μου
ένοιωθα μούδεναν σφιχτά να μη την ξαναφήσουν.
Τα χείλη του τα κόκκινα τόσο, σα να ρουφούσαν
το καθαρό αίμα της καρδιάς και παίρνανε το χρώμα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι τον είδα αμέτρητες φορές μέσ’ στη ζωή μου
και τον ονόμασα θεό, δεσπότη της καρδιάς μου.
Παιδούλα γλυκοστόχαστη πάνω στο κέντημά μου,
κάποιες φορές θολώνανε τα μάτια μου κι’ ο νους μου,
επάλλοταν τρεμουλιαστά μέσα η μικρή καρδιά μου
και μούπεφτε το κέντημ’ από τα βαριά μου χέρια.
Σα νέφελο κάποια θαμπή περνούσε εμπρός μου εικόνα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και μ’ ακολούθησε μακριά σε τόπους και σε χρόνους.
Δεν είχα ουτ’ ένα λούλουδο χλωρό μέσ’ στην καρδιά μου.
Μια πυρκαϊά τα νέκρωσε και μονάχα οι σκιές τους
απόμειναν σαν όνειρα θαμπά, γεμάτα φρίκη.
Όμως κ’ εκεί περπάτησε μέσ’ στο θαμπό σκοτάδι
απ’ άλλοτε πιο ζωντανός και πιο όμορφος. Δεν ήταν
να βρίσκωμαι σε μια γωνιά της Φύσης μοναχή μου
και να μην έρθη σαν καημός, σα στεναγμός, σα δάκρυ,
ή σαν τρελλός παλμός χαράς να γίνη συντροφιά μου.
Δεν ήταν τόνος μουσικής, ρυθμός, χρώμα, που φέρνουν
του νου μεθύσι ή της καρδιάς και να μην έρθη, χάρη
των ουρανών με τη μορφή των χερουβείμ ή πάλι
της καλωσύνης η ψυχή με τη μορφή του κρίνου,
κάποτε το πικρό του πόνου αγκάθι με την όψη
της ομορφιάς του ρόδου ή του ναρκίσσου, άλλοτε πάλι
ο Αρχάγγελος με τη ρομφαία να πάρη την ψυχή μου.

Σημείωση της ποιήτριας:
Απόσπασμα από ένα πολύ μεγάλο και ασύνδετο κάπως ποίημα.

matmat
20/09/2005, 05:58
Φεγγαροβραδιά

Ξενυχτάμε στην πλαγία του βουνού με τ’ άστρα
με το αγέρι, τα έλατα, με τα μύρια φώτα
κάτω εκεί μακριά της πολιτείας,
με τ’ ογρό της θάλασσας λάμπισμα και με όλες
τις κορφές περίγυρα των βουνών. Σωπαίνει
κουρασμένη η λάλα συντροφιά. Σωπαίνει
σα να περιμένει. Ξαφνικά
«Α!» γεμίσαν τ’ άπληστα στόματα. Προβάλλει
πέρ’ απ’ τα σκοταδερά βάθια ένα φεγγάρι
ρέπιο και πυρό. Τι αργά που κινιέται. Κι’ όπως
τον ουράνιο δρόμο του σιγαλά κερδίζει,
όμοια τη χλωμάδα του ξαναβρίσκει αγάλι.
Χαρωπά κι’ ανίδεα γέλια ξεπετιώνται
κι’ ο καθένας λόγι’ απλά ρίχνει χαιρετώντας.
Άλλοι τ’ ονομάζουνε του Χάρου το δρεπάνι
άλλοι τόξο του Έρωτα. όλ’ άστοχα λόγια.
Κ’ εγώ που άθελα σωπώ, βρίσκω την καρδιά μου
στο πυρό και ρέπιο αυτό μυστικό φεγγάρι.
(Άκαιρο τριαντάφυλλο, κάπου έχει μαδήσει.
Η πληγή του μαρασμού, σα ζωή και χάρος.)
Την καρδιά μου που κι’ αυτή, κάθε που προβάλλει
στης αγάπης τον πλατύν ουρανό πυρώνει
ώσπου σιγαλά ναρθή στο μοιραίο της δρόμο
κ’ ήσυχα την όψη της τη χλωμή να πάρει.
(Εσύ νάσαι στο γιαλό τάχ’ αυτή την ώρα;)
Με τρελλαίνει ξαφνικά μια ιδέα: να πάρω
του καημού απλώνοντας μαγικά τα χέρια,
και να ρίξω στο γυαλό, στα ονειροδεμένα
μάτια σου μπροστά, πυρό το λειψό φεγγάρι.
Να το ιδής τα κύματα να το πανεφέρνουν
να το ιδής πως σιγαλά όσο πάει χλωμιάζει
κι ολοένα πιο πολύ την πληγή του δείχνει,
καθώς φεύγει κ’ έρχεται παίζοντας τη θλίψη,
να ’βλεπα αν θα σου ’φτανε η συλλογή να νιώσης
πως κει κάτω σου ’στειλα την καρδιά μου απόψε.

28 Ιουλίου 1926


Αφιερωμένο...

matmat
20/09/2005, 05:59
(Την είπαν πεταλούδα)

Την είπαν πεταλούδα.
Μια πληγωμένη αλίμονο, πεταλούδα,
που έκαψε τα πανώρια και πλατιά φτερά της,
κυκλοφέρνοντας τον Ήλιο της Αγάπης.
Της Αγάπης για κάτι πιο αιώνιο
από την εφήμερη ομορφιά.
Της Αγάπης της Ψυχής.

Τα πιο πάνω ποιήματα είχαν μείνει άγνωστα στο πλατύ κοινό μέχρι το 1988, που δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο του Γ.Π. Σαββίδη «Στα χνάρια του Καρυωτάκη»
(Εκδόσεις Νεφέλη).
Σύμφωνα με όλα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας αυτά ήταν τα τελευταία ποιήματα της ποιήτριας που ανακαλύφθησαν, αν και δεν αποκλείεται να υπάρχουν πολλά άγνωστα ακόμη, τα οποία είχε παραχωρήσει σε φίλους της, όπως το Γιάννη Χονδρογιάννη και τη Μυρτιώτισσα, καθώς και απομεινάρια από την ανέκδοτή της συλλογή «Μαργαρίτες».

matmat
21/09/2005, 07:39
Η λησμονιά.


Πάμπλο Νερούντα


Ολος ο έρωτας σε ένα κύπελλο
πλατύ σαν τη γη,
τον έρωτα με αστέρια και αγκάθια
σου έδωσα, αλλά περπάτησες
με μικρά πόδια, με βρώμικα τακούνια
στη φωτιά, σβήνοντάς τη.


Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!


Δεν σταμάτησα τον αγώνα.
Δε διέκοψα την πορεία μου για τη ζωή,
για την ειρήνη, για το ψωμί όλων,
αλλά σε σήκωσα στα μπράτσα μου
και σε καθήλωσα με τα φιλιά μου
και σε κοίταξα όπως ποτέ
ανθρώπινα μάτια δεν θα γυρίσουν να σε κοιτάξουν.


Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!


Τότε δε μέτρησες το ανάστημά μου,
και τον άντρα που για σε απομάκρυνε
το αίμα, το σιτάρι, το νερό
ταύτισες
με το μικρό έντομο που έπεσε στο φουστάνι σου.


Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!


Μην ελπίζεις να σε παρατηρώ από απόσταση

με αυτό που άφησα σε σένα, περπάτα
με την προδομένη φωτογραφία μου,
εγώ θα συνεχίσω να περπατώ,
ανοίγοντας πλατύς δρόμους αντίθετα στη σκιά, κάνοντας
γλυκιά τη ζωή, μοιράζοντας
το αστέρι σε όποιον έρχεται.
Μείνε στο δρόμο
Για σένα έφτασε η νύχτα.
ίσως την ανατολή
θα ιδωθούμε πάλι.


Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!


( Σε μια μικρή νεραϊδα... σε ενα απιαστο ξωτικό που εστω και για λίγο μου κρατησε συντροφιά σε μερικά ταξίδια...και σε αυτά που δεν θα γίνουν...) :wave2:

matmat
21/09/2005, 08:03
Φυγή


Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι πού δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα πού μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.

Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του άνθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.


(Γιώργος Σεφέρης).



....

matmat
21/09/2005, 08:27
Σε ταξίδεψα
στήν χώρα των ονείρων μου
Βυθίστηκες μαζί μου
στούς ωκεανούς μου
εκει που μαγεύουν οι νηρηιδες
με τις άρπες τους.

Ηθελες κ' εσύ, περίμενες
με τράβηξες μακριά σε κρυφούς διαδρόμους
μου έκλεψες τις φεγγαρόπετρες απ'το λαιμό μου
είναι δικές σου είπες απο παλιά.

Επαιζες με τα μαλλιά μου
σ' αγκάλιασα μ' ενα χαμόγελο
κι΄εστειλα ενα χάδι αέρινο να σε σκεπάσει
αποκοιμήθηκες μ'ενα φιλί
ατελειωτο...

Εκάτη


:wave2:

matmat
21/09/2005, 12:26
ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ



Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.

Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.

Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη

Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.



Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει

που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά

κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,

πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.



Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι

κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.

Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,

σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

matmat
21/09/2005, 12:33
[ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΕΙΝΕ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ...]



Εκείνη που είνε λησμονημένη,

εκείνη που ήρθε περαστικά

κ’ έφυγε αγνώριστη κ’ έφυγε ξένη,

τόσο θλιμμένη καρτερικά,



είχε στο βλέμμα κλείσει ένα αστέρι

που όλο ζητούσε τον ουρανό,

που σαν τον έρημο ήταν φανό

μέσα σε νύχτα και σ’ άγρια μέρη.



Αγρίων ανέμων μάχη τιτάνεια,

η μαύρη θύελλα, η τρικυμία

και στου μετώπου της η ηρεμία

την ασημένια την επιφάνεια!



Στ’ ωραίο στόμα η γραμμή γυρνούσε

σαν ένα φίλημα ερωτικό,

μα της σιωπής του δεν ξεπερνούσε

το πικραμένο το μυστικό.



Αναμεσό μας στάθη θλιμμένη.

Κάτι ζητούσε, ποιος ξέρει τι;

Πώς ήρθε; Κ’ είνε λησμονημένη;

Τι να ζητούσεν η ξένη αυτή;

matmat
21/09/2005, 12:35
[ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ...]



Πριν φύγω για το μακρινό ταξίδι, θα περάσω,

διασχίζοντας αδιάφορα των δρόμων τη βοή,

από τον κήπο που άλλοτε, κάποια απροσδόκητη ώρα

τα μάτια σου μού μίλησαν για μιαν ωραία ζωή.



Και λησμονώντας πως κ’ οι δυό βγήκαμε γελασμένοι

κ’ έγινε τόνειρο φωτιά μέσ’ στην ανατολή,

θα ιδώ τάνθη ν’ ανοίγωνται στο φως και να προσφέρουν

την εύοσμη ψυχούλα τους στης αύρας το φιλί.



Θα ιδώ τα δέντρα στη βαριά πρασιά ντυμένα πάλι.

Περιπλοκάδες να ρουφούν ζωή στα ταπεινά,

χωρίς νάναι λιγότερο χαρούμενες για τούτο

και τάνθη τους λιγότερο περήφανα κι’ αγνά.



Και σαν από ένα μάταιο πείσμα και εγώ να ζήσω

όσα μούπαν τα μάτια σου στ’ ωραίο βραδινό,

θα ιδώ να γέρνης πάνω μου και θάναι τόσο λαύρο,

τόσο μεγάλο το φιλί σαν πρώτο, σα στερνό.

matmat
21/09/2005, 19:08
Βαλαωρίτης Aριστοτέλης

O Bράχος και το Kύμα

«Mέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Mέριασε! Mες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Aφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα
του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σόγλειφα και σόπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ εκοίταζες κ’ εφώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Kι αντίς εγώ, κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα,
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πού ’θε’ κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη·
τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Mέριασε, βράχε, να διαβώ. Tου δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό... Eξύπνησα λιοντάρι!...»

O βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος.
Tου φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Oλόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Tο μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει.
Kαι σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.

«Kύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι σύ κ’ ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;...
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.»

«Bράχε, με λέν εκδίκηση. M’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. M’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με.
Eδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια...
M’ έκαμες ξυλοκρέβατο... M’ εφόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς... Tο ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί, και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη...
Mέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη·
καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου.»

O βράχος εβουβάθηκε. Tο κύμα, στην ορμή του,
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Xάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει
σαν να ’ταν από χιόνι.
Eπάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη,
η θάλασσα κ’ εκλείστηκε. Tώρα δεν απομένει,
στον τόπο που ’ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

matmat
22/09/2005, 05:49
Mιλεί η Ψυχή μιανής Mικρής Φυσαρμόνικας

L' ame des quartiers morts et de tristes enclos.
G. RODENBACH


– Kαίει το βερνίκι· ωσάν από κοντύλι
ψιλή, αφρίζει ακόμα η πινελιά.
Mα εσύ έχεις πάλι πυρετό στα χείλη,
που σέρπουν να ζητούν τα πιο παλιά!

Γιά πες μου: έτσι δεν θέλησες; Πηγαίνω
το δρόμο που με αρμήνευες: Aρμό
πού ναύρης να βυζάξης το χαμένο
–τώρα– ριγηλό τέλι των λυγμών;

Eσύ, μπρος στου Iερού, σα χτες ακόμα,
μεταλάβαινες το σκαλί,
κι' απ' του σταυρού το κρύο φιλί
έχεις το μάλαμα στο στόμα.

Kι' όμως τώρα στεκόμαστε, από πάνω,
–τώρα– σε κρίμα δίχως ξαγορά:
αχ, στη γνώμη σου εμόνοιασα: την κάνω
δική μου, αφού ήταν όλη σου η χαρά!

Mόνον, αυτά τα κόκκαλα μην πιάνης!
–καλέ μου! ουδέ για μένα, ουδέ για σέ!–
Eσύ αλοιφήν ελέους δεν πας να βάνης:
μα ν' αναδέψης νεκρές ζεστασιές!

Tο ξέρω τ' άσφαλτο αχείλι τί θέλει·
για την κρυφή πληγή με ψάχνει,– αχ μη!
(μη μουδιάσουν στο πληγωμένο τέλι
του χαμένου χινόπωρου οι λυγμοί!)

Aίμα θα τρέξη... Eίσαι άξιος, σα θελήσης.
Όμως γιατί ξανά με τυραννείς;
Tου ελέγχου και της στείρας ηδονής
το φαρμάκι διπλό για να μ' αφήσης;

matmat
22/09/2005, 06:21
Ο Μυστικός Ποιητής



η σκιά της λίμνης
απλώνονταν μέσ' στο δωμάτιο
και κάτω από κάθε καρέκλα
κι' ακόμη κάτω απ' το τραπέζι
και πίσω απ' τα βιβλία
και μέσ' στα σκοτεινά βλέμματα
των γύψινων προπλασμάτων
ακούγονταν σαν ψίθυρος
το τραγούδι της
μυστικής ορχήστρας
του νεκρού ποιητή

και τότε μπήκε η γυναίκα που περίμενα
τόσον καιρό
ολόγυμνη
μέσ' στ' άσπρα ντυμένη
κάτω απ' το φως του φεγγαριού
με τα μαλλιά λυμένα
με κάτι μακριά πράσινα χορτάρια μέσα στα μάτια
που κυματίζανε αργά
ωσάν τις υποσχέσεις
που δεν δοθήκανε ποτές
σε μακρινές άγνωστες πόλεις
και σ' άδεια
ερειπωμένα
εργοστάσια

κι' έλεγα να χαθώ κι' εγώ
σαν το νεκρό ποιητή
μέσα στα μακριά
μαλλιά της
με κάτι λουλούδια
π' ανοίγουν το
βράδυ
και
κλείνουν
το πρωί
με κάτι ψάρια ξερά
που κρέμασαν
μ' ένα σπάγγο
ψηλά
στην καρβουναποθήκη

κι' έτσι να φύγω
μακριά
απ' την οχλαγωγή
και το θόρυβο
του σκοπευτηρίου
να φύγω μακριά
μέσ' στα σπασμένα
τζάμια
και να ζήσω
αιώνια
πάνω στο ταβάνι
έχοντας όμως
πάντα
μέσα στα μάτια
τα μυστικά τραγούδια
της νεκρής ορχήστρας
του
ποιητή

matmat
22/09/2005, 06:37
Καβάφης Κ.Π.

Όσο Mπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

matmat
30/09/2005, 08:28
(Πόσο πιό καλά θα μπορούσε να περιγράψει κάποιος την ποίση και την Ψυχή του ποιητή ? ενας αλλος ποιητής ίσος??)



Το Kαλαμάρι

Του ποιητού ιερό, τίμιο καλαμάρι,
που από μέσα σου ένας κόσμος βγαίνει,
κάθε μορφή κοντά σ’ εσένα σαν πηγαίνει,
γυρίζει με μια κάποια νέα χάρι.
Πού ηύρε η μελάνη σου τα μυθικά
τα πλούτη! Κάθε κόμπος της, εις το χαρτί σαν στάζει,
ένα διαμάντι περισσότερο μας βάζει
μέσα στης φαντασίας τα διαμαντικά.

Τα λόγια ποιος σε δίδαξε οπού στην μέση
ρίχνεις του κόσμου, και μας ενθουσιάζουν·
και των παιδιών μας τα παιδιά θα τα διαβάζουν
με την ιδία συγκίνησι και ζέσι.

Aυτά τα λόγια πού τα βρήκες που στ’ αυτιά μας
ενώ ηχούν σαν πρωτοακουσμένα,
όμως δεν φαίνονται και όλως διόλου ξένα —
σ’ άλλη ζωή θα τάξερε η καρδιά μας.

Η πέννα όπου βρέχεις, ωσάν δείκτης μοιάζει
που στο ρολόγι της ψυχής γυρίζει.
Των αισθημάτων τα λεπτά μετρά κι’ ορίζει,
ταις ώραις της ψυχής μετρά κι’ αλλάζει.

Του ποιητού ιερό, τίμιο καλαμάρι,
που απ’ την μελάνη σου ένας κόσμος βγαίνει —
μ’ έρχεται τώρα εις το νου πόσος θα μένη
κόσμος χαμένος μέσα σου, σαν πάρη
τον ποιητή μια νύκτα ο ύπνος ο βαθύς.
Τα λόγια θάναι πάντα εκεί· αλλά ποιο ξένο χέρι
θα ημπορέση να τα βρη να μας τα φέρη!
Εσύ, πιστό στον ποιητή, θα τ’ αρνηθής.

nimbus
05/10/2005, 01:29
Χρυσάνθεμα

Μαρία Πολυδούρη

Ωχρή πορφύρα! Και το δάκρι μαγικό
πετράδι έχει γενή στη φορεσιά σας.
Τι κι’ αν φοράτε διάδημα βασιλικό
στη μαύρη χειμωνιά την ομορφιά σας.

Του ξανθού Ηλίου το φιλί διαβατικό
κι’ αν παίξη στα χρυσόξανθα μαλλιά σας,
δε θάναι ελπίδα, ούτε όνειρο θάναι γλυκό,
μόνο πιο κρύα θα νοιώστε τη χιονιά σας.

Ωχρή πορφύρα! Και ο βορηάς που το «ωσαννά»
σας τραγουδάει μ’ όλα τα λουλούδια,
τα φύλλα σας μαδάει πριν μαραθούν

Κι’ όσα πετράδια η πάχνη αφήνει ταπεινά,
δοξαστικά όσα η θύελλα τραγούδια,
στην άχαρη καρδιά σας δάκρια ανθούν...

nimbus
05/10/2005, 01:30
Εικόνα

Μαρία Πολυδούρη

Στα μαλλιά κερδίζει πλατιά
η σκοτεινιά.
Και πιο κάτω μέσ’ στα μάτια
η τρικυμία.

Πέρα που στα χείλη ανάφτει
αχνό ένα φως,
μου έφυγε γοργά κ’ εθάφτη
ο στοχασμός!

nimbus
05/10/2005, 01:31
Come With Me

Come with me, for you wished to tread
this distant, otherworldly peak.
Still, nurture no will to steadily descend,
since there is no return for you to seek.

And you shall pay for the prevailing dread,
but not in havoc’s discontent, like in times gone.
Now you even set yourself to send
away your ultimate thought forlorn.

Our hands shall touch only the hair,
suspending amid blankness vacant
that sweeps away the words we dare
as if it were a barrier blatant.

But then the spells shall break ’n’ clear
and wilderness be our sole haunt.
With this and that we’d look like young ’n’ dear,
Appearances would not miss out.

From the Collection “An Echo amidst Chaos”


Note: All the Poems were translated in English by Evangelos Christopher Typoglou and were taken by the cd “The Face of Love” by Nena Venetsanou.

matmat
08/10/2005, 07:36
Τα παιδάκια που παίζουν στ' ανοιξιάτικο δείλι
μια ιαχή μακρυσμένη --
τ' αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει,


τ' ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου,
ένα τραίνο που θα 'ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου,

οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ' ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη...

Κ. Καρυωτάκης

matmat
08/10/2005, 17:25
Δημοσιεύτηκε στην «Πασχαλινή Ανθολογία», 1923 (επιμέλεια Αγη Λεβέντη).
Ο τίτλος του ποιήματος προέρχεται από τον παροιμιακό στίχο του Βιργιλίου (Αινειάδα, IV, 569): «... Varium et mutabile semper / femina» (Αστατο κι ευμετάβλητο [πλάσμα] είναι πάντα η γυναίκα)

Τι προδοσία!
Διάβηκεν ως
αυγερινός
στη φαντασία.

Αντί θρησκείας
θαύμα υψηλό,
παιγνίδι απλό
φιλαρέσκειας.

Χάνεται, αγρίμι,
σε αλαργινούς
κόσμους ο νούς.
Δέρνεται η μνήμη.

Α! το υπερτέλειο
πρόσωπο-αυγή·
τώρα πληγή
και περιγέλιο.

Πάντοτε ψέμα
έλεγε το
ιριδωτό
εκείνο βλέμμα;

Το στόμα μία
φιδοφωλιά·
και στα φιλιά
τι προδοσία!

Κώστας Καρυωτάκης

stavrogin
08/10/2005, 18:24
παλαμας


25654

matmat
09/10/2005, 17:04
ΚΥΡΙΑΚΗ

Δημοσιεύτηκε στην «Πνοή» (1), Φλεβάρης 1929

Ο ήλιος ψηλότερα θ' ανέβει
σήμερα που 'ναι Κυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θημωνιά στο λόφο εκεί.

Τα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι
θα 'χουν ανάλαφρη καρδιά:
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,
κοίταξε τ' άνθη στο περβόλι.

Τώρα καμπάνες που χτυπάνε
είναι ο θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός.

Ασε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου..

matmat
09/10/2005, 17:07
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Μεσ' από το βάθος των καλών καιρών
οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε.

Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.

Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
-- πόσος καιρός! -- τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν' ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.

Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ' ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.

Τα μάτια που κρεμούν -- ήλιοι χλωμοί --
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί...

matmat
09/10/2005, 17:13
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
πού κάνουν τραμπάλα στίς ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ό τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων καί εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους καί ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σέ καμπαρέ τής Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τούς στρίμωξαν καί τά κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια καί οινόπνευμα νά κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα καί δέν κοιμούνται.
'Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στίς ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
μανταλάκια
τίς ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται δμοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
τό τηλέφωνο τό τηλέφωνο τό τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά τό ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό, τι λάχει.
Ολο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δέν τούς αφήσατε σπιθαμή γιά σπιθαμή.
"Ολοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε μέ μαύρο χρώμα
γιατί τούς ρημάξατε τό κόκκινο
γράφουνε σέ συνθηματική γλώσσα
γιατί ή δική σας μόνο γιά γλύψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά καί σύρματα
στά χέρια σας. Στό λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.


Κατερίνα Γώγου...

matmat
10/10/2005, 21:50
Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ

(1)

Παλιό η ψυχή μου γράμμα είναι κι εγράφη
σε μια παρθένα ωραία -- ευγενική
παρθένα -- που για λύπη ερωτική
το μοναστήρι εδιάλεξεν, ετάφη.

Τι τώρα κι αν ασπρίζουνε οι κροτάφοι;
Το τότε κι αν η μοίρα ήταν κακή;
Ενα συρτάρι εβένινον εκεί
των αναμνήσεων κρύβει το χρσάφι.

Την ώρα που γεμίζουν ίσκιο οι θόλοι,
καθισμένη σε πέτρα το κοιτά,
το σφίγγει στα ωχρά χέρια κλαίοντας όλη.

Επειτα, ενώ, με βλέφαρα κλειστά,
το φευγαλέο της όραμα κρατά,
σηκώνεται και πάει στο περιβόλι.


(2)

Με τον καιρό που πρόσχαρη ήταν νέα
-- αλίμονο! -- για να αναμετρηθεί,
για να 'βρει ένα σκοτάδι πιο βαθύ,
σέρνεται προς την πένθιμη αλέα.

Βαριά στη ζωή της έπεσε η αυλαία
κει δεν μπορεί καλά να θυμηθεί.
Το χείλος, μόνο ξέρει, δεν ανθεί,
δεν είναι πια τα μάτια της ωραία.

Κι όπως τα δέντρα ολόγυρα σιωπούν,
έτσι ποτέ για εκείνον που τη χάνει,
ποτέ δε θα 'ρθουν άνθρωποι να πουν.

Αχ, μήτε τ' όνομά του εδώ δε φτάνει!
Να ζει; Και παντα ναν τον αγαπούν;
Μην έχει τάχα -- σαν αυτή -- πεθάνει;


(3)

Είσαι, ψυχή μου, η κόρη που τη σβήνει
ολοένα κάποιος έρωτας πικρός,
που λησμονήθηκε κοιτώντας προς
τα περασμένα, κι έτσι θ' απομείνει.

Κατάμονη σε μι' άκρη, όπως εκείνη,
σε παρατούν ο κόσμος, ο καιρός.
Ενας ακόμη θα 'σουνα νεκρός,
αν οι νεκροί δεν είχαν τη γαλήνη.

Σαν αδερφούλα η κόρη αυτή σου μοιάζει
που γέρνει, συλλογίζεται και αργεί
χαμένην ευτυχία να νοσταλγεί.

Δικό σου λέω, ψυχή μου, είναι μαράζι
όσα, το βράδυ, δάκρυα, την αυγή,
στα ρόδα κατεβαίνει και μοιράζει.

matmat
11/10/2005, 19:40
Αλαφροΐσκιωτος. Γυρισμός


Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,
του γυρισμού, στη μεγάλη
της αμμουδιάς απλωσιά.
Στην καρδιά μου
τα βλέφαρά μου κλεισμένα·
και λάμπει, ωσάν ήλιος, βαθιά μου...

Bοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου·
απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος·
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας·
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι.
Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα.
Γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα.

Σε ψηλοθόλωτο κύμα
την υψώνει το απέραντο χάδι·
ποτίζουν τα σπλάχνα
τα ολόδροσα φύκια,
ραντίζει τα διάφωτη η άχνα
του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια·
πέρα σβήνει το σύφυλλο βούισμα
οπού ξέχειλο αχούν τα τζιτζίκια.

Mια βοή φτάνει απόμακρα·
και άξαφνα,
σαν πανί το σκαρμό που έχει φύγει,
χτυπάει· είν' ο αγέρας που σίμωσε,
είν' ο ήλιος που δει μπρος στα μάτια μου
- και ο αγνός όχι ξένα τα βλέφαρα
στην υπέρλευκην όψη του ανοίγει.

Πετιώμαι απάνω. H αλαφρότη μου
είναι ίσια με τη δύναμή μου.
Λάμπει το μέτωπό μου ολόδροσο,
στο βασίλεμα σειέται ανοιξάτικο
βαθιά το κορμί μου.
Bλέπω γύρα. Tο Iόνιο,
και η ελεύτερη γη μου!

matmat
11/10/2005, 19:55
Έχει και η Ψυχή τον δικό της Κονιορτό

Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Oι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμματίζονται. Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη. Kι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βάζουν μαχαίρι. Ότι ένας κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των σωμάτων μάς παρακολουθεί παντού και μας παραπέμπει στην αγιότητα χωρίς συγκατάβαση.

A ! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κάποιας Aγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Kουμπώ μ' ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια που να λαμπαδιάσει ο τόπος !

matmat
11/10/2005, 19:57
Μονόγραμμα III

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Eπειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Nα μπαίνω σαν Πανσέληνος
Aπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ' στ' αχανή
σεντόνια
Nα μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Aποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Mέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Yπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Aκουστά σ' έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Tριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ' στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Nα μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Eπειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Eίναι νωρίς ακόμη μέσ' στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Nα μιλώ για σένα και για μένα.

matmat
17/10/2005, 19:42
Γρυπάρης Iωάννης

Tο απόβροχο

Tη νύχτ' απόψε ― η θλίψη της μ' ανάστησε η τρανή,
τη θλίψι μας σα να είχε μελετήση―
τη νύχτ' απόψε ανοίξανε οι έβδομοι ουρανοί
και πόντισε νερό κατακλυσμός τη χτίση.

Στα σκοτεινά εξεχείλισαν των θλίψεων οι πηγές
και χύθηκαν οι κρατημένοι οι θρήνοι
κ' ελπίδα πια δεν έμεινε για νέες πάλι αυγές
τη νύχτα, που είπες η στερνή πως θα είχε μείνη.

Mα έδωκε και ξημέρωσε η ανέλπιστη η αυγή
και στη δροσιά του απόβροχου λουσμένη
σα θάμα νέο πεντοβολά κι αναγαλλιάζ' η γη,
όσ' ο χρυσός ο θρίαμβος του Ήλιου προβαίνει.

Στο μυριοθορυβούμενο κ' ηλιόβολο γιαλό
οι ναύτες τα πανιά των πλοίων ανοίγουν
και ιδές! φαντάζουν τ' άρμενα στο κύμα το ψηλό
πως πρίμα καρτερούνε τον καιρό να φύγουν.

Πώς μας πλανεύει το όνειρο της ευτυχίας ξανά
σαν να ήταν μια φορά να μας γελάση!
σε νέα ταξείδια μάς καλούν τα πλοία στα γαλανά
τα κύματα, που ως να ήπιαν φως κ' έχουν χορτάση.

Kι αν τα κρατούνε οι άγκυρες τ' άρμενα εκεί στη γης
κι αν τα τιμόνια στη στεριά βγαλμένα,
κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής
κι ανατριχιάζουν τα φτερά τα διπλωμένα.

K' ήρθε κ' εστάθη η μια ψυχή σ' απόψηλη κορφή
και τις ζυγές φτερούγες δοκιμάζει,
ξεχνόντας που τις λάβωσε ― ψυχή, πικρή αδερφή!
τ' αστροπελέκι το παλιό και το χαλάζι.

matmat
17/10/2005, 19:46
Γρυπάρης Iωάννης

Tα ρόδα του Hλιογάβαλου

Σούγραφε ροδοθάνατο η τριμερούσα η Mοίρα!
πέ το στερνό τραγούδι σου, αγλύκαντη καρδιά,
κι όλο ανεβαίνει ακράτητα η μυστικιά η πλημμύρα,
που αφρίζει με ροδόφυλλα και πνίγει μ' ευωδιά.

Ποιός σε είπε νεκροθάλασσα ατάραγη και στείρα,
κύμα, που σώνεται κουφό στην άκαρπη αμμουδιά;
και σύ 'σαι ― στρώμα ενός φτωχού μιανής νυχτιάς πορφύρα,
για τη ζωή μου ολάκερη μια ερωτική βραδιά.

Ήρθε η αράθυμη ψυχή σ' ακρογιαλιά κ' εστάθη,
όπου φεγγάρι απόκρυφο τραβάει φυρονεριά
και τη ξεσέρνει ανίδεη στης θάλασσας τα βάθη.

Mα δεν σου βαρυγνώμησεν, Aγάπη, ουδ' εκεί κάτου,
κι αν την καρδιά της σκόρπησες με τόση απλοχεριά
τα ρόδα του Hλιογάβαλου, τα ρόδα του Θανάτου!

matmat
17/10/2005, 23:33
ΟΙ ΚΥΚΝΟΙ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Οι κύκνοι το φθινόπωρο ζητάνε τη χαρά τους

γιατί η χαρά τους πέταξε μαζί με τα' αγιοκαίρι…

Θα ζήσουν τάχα να τη βρόυν, την άνοιξη; -Ποιος ξέρει;

...γιατί μπορεί και να χαθούν πριν βρούνε τη χαρά τους…

Απόψε την περίμεναν, σχεδόν όλο το βράδι,

ώσπου στο τέλος νύσταξαν κοιτώντας το σκοτάδι,

κι έγειραν και κοιμήθηκαν απάνω στα φτερά τους...

matmat
18/10/2005, 23:16
Ανδρέας Εμπειρίκος


''Το ρήμα αγναντεύω''


Τούτη η αιθρία με το σύννεφο που πλέχει στον αέρα

Είναι γαλάζιος πλους μιας κάτασπρης φρεγάδας

Ιστάμενος ακουμπιστός στην κουπαστή κοιτάζω

Και βλέπω τα θηράματα των λογισμών μου

Δελφίνια που αναδύονται κι' εισδύουν μέσ' στο κύμα

Πεδιάδες ακρογιάλια και βουνά

Και μια ξανθή νεανίδα που στέκει στο πλευρό μου

Μέσ' στης οποίας τα γαλήνια μάτια βλέπω

Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου.

matmat
20/10/2005, 21:13
Αδυναμία



Εκείνο το σκούρο γαλαζωπό μονοπάτι

μέσα στο σούρουπο

σκάβει ακόμα αργά την παλάμη μου

έτσι όπως την κοιτάζω αφηρημένα

για να κρατήσω κάπου το βλέμμα μου

φορτωμένο βροχή.



Οι φωνές της θάλασσας αλαργεύουν μέσα μου

ώσπου δεν ακούγονται πια

Δεν ακούγεται πια τίποτα μέσα μου

μόνο τα βήματά μου

ξερά στο λιθόστρωτο.



Κι άξαφνα δε θέλω πια να προχωρήσω

Μόνο να ‘ρθείς

και να με πάρεις απ’ το χέρι.

matmat
20/10/2005, 21:15
ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ





«Τ’ αγάλματα δεν έχουν ψυχή».

μου είπες κάποτε.

Όμως

εκείνα έχουνε συχνά αισθητική

κάτι που εσύ ποτέ δεν είχες.

Όσο γι’ αυτήν ην αίσθησή σου της συμμετοχής

στις λαϊκές παράτες και τις ίντριγκες

θα υπήρχες και χωρίς αυτήν!

Θα ‘λεγα μάλιστα

πως ίσως να ‘σωζες και την ψυχή σου

αν τις απόφευγες.

Εκτός

κι αν λογαριάζεις βέβαια με τα «τοιαύτα»

να σε κάνουν άγαλμα.



... :winka: ...

matmat
20/10/2005, 21:22
ΓΚΙΓΙΩΜ ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ

1880-1918




ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ



Ένα κλωνάρι από ρεικιά στο χέρι μου ριγεί

Να το θυμάσαι το φθινόπωρο το πεθαμένο

Δε θα ξαναϊδωθούμε πια ποτέ σ’ αυτή τη γη

Πικρή ευωδιά της εποχής κλωνάρι της ρεικιάς

Και να θυμάσαι πως εγώ σε περιμένω



... :wave2: ...

matmat
20/10/2005, 23:04
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΒΑΛΑΡΗ



Κόρδοβα.

Μακρινή και μόνη.



Άλογο μαύρο, φεγγάρι μεγάλο

κι ελιές στο δισάκι μου.

Αν και ξέρω τους δρόμους,

ποτέ δεν θα φτάσω στην Κόρδοβα.



Μέσ’ απ’ τον κάμπο, μέσ’ απ’ τον αέρα

άλογο μαύρο, φεγγάρι κόκκινο.

Ο θάνατος με κοιτάζει

απ’ τους πύργους της Κόρδοβα.



Αχ, τι δρόμος μακρύς!

Αχ, γενναίο άλογό μου!

Αχ, και με περιμένει ο θάνατος,

πριν φτάσω στην Κόρδοβα!



Κόρδοβα.

Μακρινή και μόνη.

matmat
20/10/2005, 23:07
...
Δε θα μείνει στη νύχτα ούτ’ ένα αστέρι.

Δε θα μείνει η νύχτα.

Θα πεθάνω και μαζί μου όλο

τ’ ανυπόφορο σύμπαν.

Θα σβήσω τις πυραμίδες, τα μετάλλια,

τις ηπείρους και τα πρόσωπα.

Θα σβήσω το θησαύρισμα του παρελθόντος.

Θα κάνω σκόνη την ιστορία, σκόνη τη σκόνη.

Κοιτάζω τώρα το στερνό ηλιοβασίλεμα.

Ακούω το στερνό πουλί.

Κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν.
...






..................................

stavrogin
21/10/2005, 01:49
NO VALE SER EL MAS DIESTRO
NO VALE SER EL MAS FUERTE
PORQUE SIEMPRE EL QUE MUERE
ES EL QUE VINO A BUSQAR LA MUERTE

BORJES

Δεν εχει σημασια αν ειναι ο πιο επιδεξιος
Δεν εχει σημασια αν ειναι ο πιο δυνατος
Γιατι παντα αυτος που πεθαινει
Ειναι αυτος που ηρθε να βρει τον θανατο του.

matmat
21/10/2005, 02:03
ΔΕΝΤΡΟ

Με αδιάφορο το μέτωπο και πράο,
τα δείλια, τις αυγές θα χαιρετάω.

Δέντρο θα στέκομαι, όμοια να κοιτάζω
τη θύελλαν ή τον ουρανό γαλάζιο.

Είναι ζωή, θα λέω, το φέρετρο όπου
λύπη, χαρά τελειώνουνε του ανθρώπου.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

matmat
23/10/2005, 18:54
ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ


Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.

Μιλώντας παντού,
πως χτες ήταν που κράτησες στα χέρια σου
το χτυποκάρδι ενός φθινοπώρου,
κ' είδες το λιποψύχισμα μιας πολιτείας στη βροχή.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.

Σφυρίζοντας παντού,
τι δρόμους μέσα στη νύχτα περπατήσαμε,
σε ποια παράθυρα μας έφεγγαν τα όνειρα των ανθρώπων,
ποιοι κήποι άνθισαν απ' την ανάσα μας.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.

Ολομόναχος ακολουθούσε,
συναθροίζοντας από κάθε βήμα μας τον έρωτα,
την κάθε στιγμή,
που γίνεται κύμα γαλάζιο και μας χτυπά με πάθος.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.

Το ρίγος πήρε απ' το κορμί μας,
κι όλο το σθένος, που κλείνει μέσα μας η επιθυμία,
το ύψος απ' τ' άστρο, το λυγμό της θάλασσας, την αλλόκοτη πικρία,
που φέρνει το δάκρυ μιας βροχής, όταν κυλά στο πρόσωπο.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.

Δεν υπάρχει άλλη ώρα να μας καλύψει,
τώρα είναι που ζει μέσα μας ολοζώντανο το γεγονός,
η αίστηση του νέου χυμού στο αίμα, η χαρά της συγκατάθεσης,
το ταξίδι στη σιωπή του χρέους και το τέλος.

matmat
26/10/2005, 23:42
Ω, πες μου αν δεν πιστεύεις



Ω, πες μου αν δεν πιστεύεις ακόμη τα φαντάσματα!
τ' άλογα που έχουν φτερά για παραμυθένιους τόπους,
τις μάγισσες με βότανα για το θάνατο και την αγάπη
και το ανθρώπινο πλάσμα το απλό που μας παραδώσαν οι καιροί·
τα μαλλιά του ήταν ο ήλιος για το σκοτεινό μας πύργο.
Mα τί λέω! Eσύ δεν είσαι ξανθή και τώρα
όταν σε κοιτάζω είσαι η νύχτα μου
έτσι για να σου πω απόψε:
Eδώ 'μαι, αφού το θέλησες
όλος για να υπάρχω μ' εσένα·
δες αυτό το χέρι κρατάει
στον αγώνα του τη μοίρα
τα βουνά μετατοπίζει
κι άστρα παιγνίδια στα χέρια σου απιθώνει...

Nik0s
03/11/2005, 18:29
τι γίνεται μέσα σ'αυτό το thread....

Τόσο καιρό νόμιζα οτι γράφετε δικές σας "δημιουργίες", αλλά ρε σεις,
έχετε αντιγράψει τους πάντες !!! :lol:

Λοιπόν. Κατ'αρχας, ΜΑτθαίε και Θεοδώρα, νομίζω πρέπει να έρθετε μια βόλτα
από το γραφείο-μαγαζί μου... δε λέω παραπάνω για να μην με κράξουν, αλλά αν γουστάρετε ρίξτε κανα ΠΜ...

Κατά δεύτερον... συγκρατηθείτε λίγο βρε παιδιά... εγώ δίνω μάχες για τα πνευματικά δικαιώματα κι εσείς πάτε και κοτσάρετε διευθύνσεις με ολόκληρες βιβλιογραφίες.... :eyepop:

Δηλαδή εγώ πώς θα βγάλω το ψωμί μου, και πώς θα πάρω καινούριο μηχανάκι ??? :confused: :cry: :lol:

Λοιπόν.... γιαααα περάστε μια βόλτα από ΕΔΩ (http://www.ekdoseis-ikaros.gr)


:wave2: