Αμφίσημος
02/04/2014, 02:11
Θες τα προβλήματα, θες η ανάγκη για αλλαγή, θες οι νέες τεχνολογίες, θες, θες, θες, τι θες, μπήκα στη σκέψη να σε πουλήσω. Ναι,ναι ακριβώς όπως τ'ακούς. Να σε πουλήσω.
Και οχι απλά να μείνω με την ανάμνηση σου και να υποφέρω σκυμμένος και πνιγμένος στις καταχρήσεις αλλά να έβρισκα την αντικαταστάτρια σου. Νόμιζα ότι την βρήκα δεν στο κρύβω, αλλά λογάριασα λάθος αγάπη μου.
Όταν σε πήρα απ΄το πλυντήριο φρεσκαρισμένη με τις πεντακάθαρες και καλολαδωμένες αλυσίδες σου, την γυαλισμένη κορμάρα σου και σε καβάλησα κουμπώνοντας στο κορμί σου έτσι όπως μόνο εγώ αγάπη μου ξέρω, το μετάνιωσα. Ναι. Είδα την ομορφιά σου! Πάτησα το κόκκινο κουμπάκι σου και με ερέθισες με την 1η πιστονιά, αμέσως κούμπωσα 1η, 2α,3η ανοίγω και χλααααάκ....με αναστατώνεις. Εχω 5η ήδη και γουργουρίζεις. Μιλάμε με κάθε σκέψη. Σε νιώθω. Κοντεύουμε 40.000χλμ μαζί, είναι σαν να έχουμε κάνει τον γύρο της γης...
Μπαίνω στο χωματόδρομο, ξέρω πως σου αρέσουν οι βρωμιές πότε-πότε, κατεβάζω 4η, 3η στην ανηφόρα και τέρμα το γκάζι, τι ηδονή!!!
-Λακούβες μπροστά, μου ουρλιάζεις - Μην κόβεις!!! Δεν κόβω αγάπη μου και περνάμε μαζί σε άλλη διάσταση πια...
Βγαίνουμε στο ξέφωτο πάνω απ΄τη θάλασσα. Σε στήνω στο διπλό. Δεν κατεβαίνω αμέσως. Μιλάμε. Σε χαιδεύω γυρνόντας απαλά το κλειδί και συ αποκοιμιέσαι...
Κάνω πίσω 10m να σε καμαρώσω, η γραμμές σου με αναστατώνουν όπως και οι καμπύλες σου. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να γεράσεις στο υπόσχομαι. Σαν το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ μόνο που εσύ μπορεί να ελπίζεις και σε κάποιο μελλοντικό restore εγώ όχι. Όχι, αλλά ο χρόνος μου σου ανήκει. Είσαι η μοτοσυκλέτα μου και σε αγαπώ! Στο φωνάζω απο μακρυά αλλα δεν ακούς, κοιμάσαι γλυκά...
Βγάζω το κινητό να σε φωτογραφίσω όχι για πώληση αγάπη μου αλλά για να κρατήσω αυτή την στιγμή αιώνια στην 16GB μνήμη μου. Κάνω πιο πίσω για ενα πιο γενικό πλάνο και ξάφνου σαν κραυγή μεσαιωνική ακούω λαστιχένιες κραυγές τις ασφάλτου να σκίζουν το δρόμο μας. Ο κόκκινος άγγελος του θανάτου ενα παλιό opel manta που μπαίνει με πατιλίκια στο ξέφωτο και χάνει τον έλεγχο. Έρχεται και καρφώνεται πάνω σου εξφενδονίζοτας σε στα βράχια μονομιάς σαν κορίνα του μπόουλινγκ. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω την τραγωδία το manta εξαφανίστηκε στους καπνούς των υπερθερμασμένων πίσω ελαστικών του. Ο δαίμονας ολοκλήρωσε και αναχωρεί. Κομπιασμένος μέσα σε αναφιλυτά τρέχω κοντά σου, τσακισμένη στα δυο μέσα στους βράχους να με κοιτάζεις εξαρθρωμένη. Το κορμί που πριν απο λίγο καβάλησα, που χάϊδεψα, που ερωτεύτηκα να την μπρος μου αιμόφυρτη. Τι τραγωδία!
Βιάζομαι, δεν μπορώ να ζήσω περισσότερο. Δεν αντέχω. Πονάω! Ανοίγω βιαστικά με τρεμάμενα χέρια την τάπα της βενζίνης αφήνοντας το εύφλεκτο αίμα σου να λούσει το κορμί μου πατόκορφα. Ψάχνω για σπίρτα. Τζίφος. Δίπλα μου, με κοιτάζεις αμήχανα. -Την πίπα του μπουζί, μου ψιθυρίζεις δείχνοντας μου για μια τελευταία φορά το κουμπί της μίζας.
Κλείνω τα μάτια...ψάχνοντας το τελευταίο κουμπί...
Ανοίγω τα μάτια. Σηκώνομαι. Βγάζω τα ρούχα μου και κατεβαίνω στη θάλασσα και ρίχνω μια βουτιά. Στρίβω τσιγάρο. Δεν έχω φωτιά όμως. Παίρνω τον ασφαλιστή και του λέω να έρθει και να φέρει και φωτιά. Στο μεσοδιάστημα σε βγάζω φωτογραφίες κυνικά. Μετρώ τις ουλές σου καταραζόμενος τον κανίβαλλο που σε μετέτρεψε σε σωλήνες. Αγάπη μου ελπίζω πως θα γίνεις καλά αν και η διαίρεση σου στα τρια δεν μου δίνει πολλές ελπίδες. Ίσως όμως, αν..
Νάτος! Έρχεται ο ασφαλιστής, αυτός θα μας πει! Αργεί όμως. Ήρθε! Ολική λέει. Καμιά επιστροφή...
Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδαις είχα βάλη,
Είχα τον ήλιο 'ς τα βουνά, και τον αϊτό 'ς τους κάμπους,
και το βοριά το δροσερό τον είχα 'ς τα καράβια.
Μα ο ήλιος εβασίλεψε, κι' ο αϊτός αποκοιμήθη,
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κ' έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.
Όλοι οι χαρακτήρες που εμφανίζονται σε αυτήν την εργασία είναι φανταστικοί. Οποιαδήποτε ομοιότητα στα πραγματικά πρόσωπα ή διαβίωση, είναι καθαρώς συμπτωματική.
Και οχι απλά να μείνω με την ανάμνηση σου και να υποφέρω σκυμμένος και πνιγμένος στις καταχρήσεις αλλά να έβρισκα την αντικαταστάτρια σου. Νόμιζα ότι την βρήκα δεν στο κρύβω, αλλά λογάριασα λάθος αγάπη μου.
Όταν σε πήρα απ΄το πλυντήριο φρεσκαρισμένη με τις πεντακάθαρες και καλολαδωμένες αλυσίδες σου, την γυαλισμένη κορμάρα σου και σε καβάλησα κουμπώνοντας στο κορμί σου έτσι όπως μόνο εγώ αγάπη μου ξέρω, το μετάνιωσα. Ναι. Είδα την ομορφιά σου! Πάτησα το κόκκινο κουμπάκι σου και με ερέθισες με την 1η πιστονιά, αμέσως κούμπωσα 1η, 2α,3η ανοίγω και χλααααάκ....με αναστατώνεις. Εχω 5η ήδη και γουργουρίζεις. Μιλάμε με κάθε σκέψη. Σε νιώθω. Κοντεύουμε 40.000χλμ μαζί, είναι σαν να έχουμε κάνει τον γύρο της γης...
Μπαίνω στο χωματόδρομο, ξέρω πως σου αρέσουν οι βρωμιές πότε-πότε, κατεβάζω 4η, 3η στην ανηφόρα και τέρμα το γκάζι, τι ηδονή!!!
-Λακούβες μπροστά, μου ουρλιάζεις - Μην κόβεις!!! Δεν κόβω αγάπη μου και περνάμε μαζί σε άλλη διάσταση πια...
Βγαίνουμε στο ξέφωτο πάνω απ΄τη θάλασσα. Σε στήνω στο διπλό. Δεν κατεβαίνω αμέσως. Μιλάμε. Σε χαιδεύω γυρνόντας απαλά το κλειδί και συ αποκοιμιέσαι...
Κάνω πίσω 10m να σε καμαρώσω, η γραμμές σου με αναστατώνουν όπως και οι καμπύλες σου. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να γεράσεις στο υπόσχομαι. Σαν το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ μόνο που εσύ μπορεί να ελπίζεις και σε κάποιο μελλοντικό restore εγώ όχι. Όχι, αλλά ο χρόνος μου σου ανήκει. Είσαι η μοτοσυκλέτα μου και σε αγαπώ! Στο φωνάζω απο μακρυά αλλα δεν ακούς, κοιμάσαι γλυκά...
Βγάζω το κινητό να σε φωτογραφίσω όχι για πώληση αγάπη μου αλλά για να κρατήσω αυτή την στιγμή αιώνια στην 16GB μνήμη μου. Κάνω πιο πίσω για ενα πιο γενικό πλάνο και ξάφνου σαν κραυγή μεσαιωνική ακούω λαστιχένιες κραυγές τις ασφάλτου να σκίζουν το δρόμο μας. Ο κόκκινος άγγελος του θανάτου ενα παλιό opel manta που μπαίνει με πατιλίκια στο ξέφωτο και χάνει τον έλεγχο. Έρχεται και καρφώνεται πάνω σου εξφενδονίζοτας σε στα βράχια μονομιάς σαν κορίνα του μπόουλινγκ. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω την τραγωδία το manta εξαφανίστηκε στους καπνούς των υπερθερμασμένων πίσω ελαστικών του. Ο δαίμονας ολοκλήρωσε και αναχωρεί. Κομπιασμένος μέσα σε αναφιλυτά τρέχω κοντά σου, τσακισμένη στα δυο μέσα στους βράχους να με κοιτάζεις εξαρθρωμένη. Το κορμί που πριν απο λίγο καβάλησα, που χάϊδεψα, που ερωτεύτηκα να την μπρος μου αιμόφυρτη. Τι τραγωδία!
Βιάζομαι, δεν μπορώ να ζήσω περισσότερο. Δεν αντέχω. Πονάω! Ανοίγω βιαστικά με τρεμάμενα χέρια την τάπα της βενζίνης αφήνοντας το εύφλεκτο αίμα σου να λούσει το κορμί μου πατόκορφα. Ψάχνω για σπίρτα. Τζίφος. Δίπλα μου, με κοιτάζεις αμήχανα. -Την πίπα του μπουζί, μου ψιθυρίζεις δείχνοντας μου για μια τελευταία φορά το κουμπί της μίζας.
Κλείνω τα μάτια...ψάχνοντας το τελευταίο κουμπί...
Ανοίγω τα μάτια. Σηκώνομαι. Βγάζω τα ρούχα μου και κατεβαίνω στη θάλασσα και ρίχνω μια βουτιά. Στρίβω τσιγάρο. Δεν έχω φωτιά όμως. Παίρνω τον ασφαλιστή και του λέω να έρθει και να φέρει και φωτιά. Στο μεσοδιάστημα σε βγάζω φωτογραφίες κυνικά. Μετρώ τις ουλές σου καταραζόμενος τον κανίβαλλο που σε μετέτρεψε σε σωλήνες. Αγάπη μου ελπίζω πως θα γίνεις καλά αν και η διαίρεση σου στα τρια δεν μου δίνει πολλές ελπίδες. Ίσως όμως, αν..
Νάτος! Έρχεται ο ασφαλιστής, αυτός θα μας πει! Αργεί όμως. Ήρθε! Ολική λέει. Καμιά επιστροφή...
Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδαις είχα βάλη,
Είχα τον ήλιο 'ς τα βουνά, και τον αϊτό 'ς τους κάμπους,
και το βοριά το δροσερό τον είχα 'ς τα καράβια.
Μα ο ήλιος εβασίλεψε, κι' ο αϊτός αποκοιμήθη,
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κ' έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.
Όλοι οι χαρακτήρες που εμφανίζονται σε αυτήν την εργασία είναι φανταστικοί. Οποιαδήποτε ομοιότητα στα πραγματικά πρόσωπα ή διαβίωση, είναι καθαρώς συμπτωματική.