PDA

View Full Version : Χωρίς



Bladerunner
21/12/2015, 16:01
Από το βράδυ δεν τον χώραγε ο τόπος. Όλα γύρω του μεγαλώνανε και τον πλησιάζανε απειλητικά. Ένοιωθε να πνιγόταν. Χρειαζόταν αέρα να ανασάνει.
Τα ξημερώματα δεν άντεξε. Βγήκε έξω. Την κοίταξε. Την παρακάλεσε για βόλτα.
«Δεν είναι κατάλληλη στιγμή» του είπε. Την παρακάλεσε κι άλλο. «Θα πάμε σιγά, δεν θα σε ταλαιπωρήσω... Λίγο αέρα χρειάζομαι μόνο...».
Του φάνηκε πως είδε υγρασία στο κρύσταλλο του προβολέα. Πώς διάολο βρέθηκε εκεί με τόση ζέστη; Δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί.
«Ανέβα. Ξέρεις ότι δεν μπορώ να σου χαλάσω χατίρι. Αφού αυτό θέλεις, αυτό θα γίνει. Με μια συμφωνία μόνο. Εσύ θέλεις να ανασάνεις. Άσε λοιπόν εμένα να οδηγήσω. Κράτα μόνο απαλά το τιμόνι και άσε τα υπόλοιπα πάνω μου. Θα ξημερώσει μια όμορφη ημέρα σήμερα...»

Κι έτσι έγινε. Πέταξε το τσιγάρο που είχε αρχίσει να του καίει τα χείλη, και ξεκινήσανε.

Στην αρχή πηγαίνανε σιγά. Πολύ σιγά. Οι αλλαγές γινόντουσαν τόσο γλυκά που ούτε τις καταλάβαινε. Ζαλιζόταν. Πάντα τον ζάλιζαν τα blues.

Στην Κηφισίας, είδε ένα παλιό GSXR να τους περνάει. Ρε συ, το ξέρω αυτό το μηχανάκι. Το ξέρω καλά. Παραβίασε τη συμφωνία και χάιδεψε το γκάζι. Τον διπλάρωσε. Ο Jimmy!

-Τι κάνεις εδώ;
-Καλώς τον ξάδελφο. Εγώ εδώ είμαι πάντα. Εσύ τι κάνεις εδώ.
-Βγήκαμε μια βόλτα. Καλά στέκεσαι. Λες και δεν έχει περάσει ούτε μια στιγμή από την τελευταία φορά που σε είδα.
-Δεν έχει περάσει. Ξαδελφάκι γύρνα σπίτι σου. Θα ξημερώσει μια όμορφη μέρα σήμερα.

Την τελευταία του φράση ίσα που την άκουσε. Το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν λίγος καπνός από το πίσω λάστιχο του 750 καθώς εξαφανιζόταν στην ευθεία.

Στην επόμενη γέφυρα το μηχανάκι τράβηξε δεξιά. Ο δρόμος άδειος ακόμη. Γεμίζει την τρίτη και σηκώνει τον μπροστινό τροχό στον αέρα. «Κοίτα το φεγγάρι... Δεν σου είπα ότι θα έχουμε μια ωραία μέρα σήμερα;»

Όντως ήταν πολύ ωραίο. Ξεχάστηκε. Όταν ξανακοίταξε γύρω του είδε κάτι γνώριμες τριανταφυλλιές. Που είμαστε; Πού με έφερες;
Δυο παιδιά παίζανε στον δρόμο. Με τις φωνές τους είχαν αναστατώσει τον τόπο.
Τι κάνουν έξω τέτοια ώρα τα βλαμμένα;
Καβαλάγανε κάτι ποδήλατα της συμφοράς, είχαν βάλει και ανάμεσα στις ακτίνες χαρτόνι από καρέλια κασετίνα πιασμένο με μανταλάκι, και νομίζανε πως κάνανε αγώνες με μηχανάκια.
Τι ηλίθια θεέ μου...

Φύγανε. Αφήσανε τους δρόμους της πόλης που βρωμάγανε ιδρώτα και σκουπίδι και πιάσανε την εθνική.

Δεν χορεύανε blues πια. Rumba ήτανε. Και μάλιστα γρήγορη. Κάποιος μεθυσμένος τους έκλεισε το δρόμο. Ήταν έτοιμος να πιάσει το φρένο. Εκείνη όμως είχε άλλη γνώμη. Κατεβάζει μία, και γλύφοντας την μπαριέρα εξαφανίζεται μπροστά. Αλλαγή στον κόφτη και η επιτάχυνση του δένει το στομάχι κόμπο. Συνεχίσανε έτσι γι αρκετή ώρα. Της είχε εμπιστοσύνη. Κρυμμένος κάτω από τη ζελατίνα σιγο-μουρμούραγε το «wild thing, I think I love you». Του είχε κολλήσει.

Στρίψανε αριστερά. Περάσανε πλάι από τα πετρέλαια. Αυτή η περιοχή είναι η αγαπημένη του. Δεν ξέρει γιατί. Πάντα τον τραβούσε.
Μετά από μερικές στροφές φτάσανε στην διασταύρωση. Η Μηχανή έβγαλε δεξί φλας.
-Όχι σε παρακαλώ. Πήγαινέ με μια βολτούλα στη θάλασσα. Μη γυρίσουμε πίσω.
-Το βουνό είναι σκοτεινό ακόμα. Και τα φώτα μου σου έχω πει να τα κοιτάξεις. Δεν θα βλέπουμε.
-Δε χρειάζεται να βλέπουμε. Τον ξέρω απέξω τον δρόμο. Σε παρακαλώ... Τελευταία βόλτα σου ζητάω.
-Υποσχέσου ότι θα δούμε το ξημέρωμα παρέα.
-Υπόσχομαι.
-Ορκίσου
-Ορκίζομαι.

Ξεκινήσανε. Μαζί. Απαλά αγκαλιασμένοι σαν εραστές. Ο δρόμος δεν ήταν σκοτεινός. Έλαμπε όλο το βουνό. Έπαιρνε φως από το ολόγιομο φεγγάρι και το σκορπούσε μπροστά τους. Στην αρχή ήντουσαν ψιχάλα. Αεράκι που στο πέρασμά του χαϊδεύει χαμογελαστό όλα τα ζωντανά. Η ψιχάλα έγινε βροχή Και η βροχή καταιγίδα.
Το βουνό σκοτείνιασε. Το φεγγάρι κρύφτηκε. Κανείς μάρτυρας του Έρωτά Τους. Μόνο ο δρόμος συνέχιζε να λάμπει και να τους δείχνει την πορεία.
Έριξε μια ματιά στους καθρέπτες. Σκοτάδι που σου ξεσκίζει τη ψυχή. Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Το φως ήταν μπροστά.
Επιτάχυνε κι άλλο. Ήθελε να τον προλάβει. Τον είχε δει. Τον είχε νιώσει. Εκείνος φώτιζε το δρόμο. Πήγαινε μπροστά με το χίλια και του έκανε πλάκα.
«Είσαι κότα» του φώναζε. Όπως τότε. «Δεν το έχεις ρε μαλάκα. Πάντα πίσω μου θα είσαι»
Άντε γαμήσου μικρέ. Άντε γαμήσου κι εσύ με τις υποσχέσεις και τους όρκους σου.
Άνοιξε τέρμα το γκάζι. Έσκιζε την άσφαλτο όπως το φως του έκαιγε τα σωθικά.
Τον έπιανε. Σε μερικές στροφές θα τον είχε μπροστά του. Δεν είμαι κότα ρε.
Θα σε πιάσω. Και όταν ξύνεις τελειωμένος, θα σε περάσω απ΄ έξω. Το έχω ρε.
Πλησίαζε στο λιμάνι. Μια δεξιά ακόμη και θα τον έφτανε. Στρίβει.
Σκοτάδι. Που πήγε ο άτιμος;
Αριστερά του, στο λιμανάκι μια βάρκα αρμένιζε προς τα ανοικτά.
«Χα χα χα χα. Στην έφερα... στην έφερα... Δεν με πέρασες.... Δεν με πέρασες».
Όρθιος μες τη βάρκα, με τα χέρια ανοικτά καλωσόριζε την αυγή.
«Μη στενοχωριέσαι αδερφέ» του φώναζε. «Δεν είναι κακό να είσαι κότα. Κοίτα τι ωραία μέρα θα έχουμε σήμερα».

vaska
21/12/2015, 19:13
Δυνατή πένα, σχεδόν ήμουν δίπλα σας.
:beer:

akis_trevor
21/12/2015, 20:04
:beer:

dimmie_72
21/12/2015, 22:17
μόνο συναισθήματα :a013:

cosgili
22/12/2015, 08:20
Ζόρικο...:beer:

Bowleno
22/12/2015, 08:31
Υπέροχο :beer:

sapila racing
22/12/2015, 08:53
:beer:

GiorgosLa
22/12/2015, 08:56
Όμορφα!!! :beer: