jimbar
29/04/2004, 07:00
Καλημέρα σε όλες & όλους. Είπα και εγώ να στείλω κάτι που είχα γράψει πολύύύ καιρό τώρα, και με αφορμή λοιπόν το ότι δεν έχετε ακόμα ανοίξει το forum, σας στέλνω αυτή την ιστοριούλα ... εύχομαι να σας αρέσει. Καλή σας μέρα και καλό διάβασμα.
....................................... Ηλίος & Σελήνη ........................................
Ο ήλιος έχει ήδη κρυφτεί και σιγά, σιωπηλά, την θέση του παίρνει η σελήνη. Ξέρετε, αυτή η λευκή Κυρία που εδώ και αιώνες, κρύβεται άθελά της από τον Μοναδικό και Παντοτινό της Έρωτα, τον ήλιο. Ναι, ναι καλά ακούσατε … τον Έρωτά της.
Τι, δεν το ξέρατε; Α εδώ λοιπόν σας πιάνω αδιάβαστους. Δεν γνωρίζεται την ιστορία τους ; Ακούστε λοιπόν.
Λένε ότι ο ήλιος και η σελήνη, κάποτε πολύ παλιά, ήτανε εραστές και μάλιστα πάρα πολύ ερωτευμένοι, τόσο που σε όλη την υφήλιο, όλοι γνώριζαν για τον ερωτά τους. Ναι βέβαια. Αυτή, λένε, ήτανε μια πανέμορφη και ζηλεμένη κόρη, που είχε καταπράσινα μάτια, χείλη κατακόκκινα σαν κεράσια, μαύρα μαλλιά που μύριζαν φρεσκάδα και λεπτό σώμα σαν θεά. Αυτός, ένα πρωτοπαλίκαρο που μόνο η Ελλάδα ήξερε να βγάζει, γεροδεμένο παλικάρι, πολύ τρυφερός νέος, με την ομορφιά της νιότης, το βαθύ μαύρο βλέμμα του και την δύναμη που έκρυβαν τα στιβαρά του μπράτσα, ενώ τράβαγε το σκοινί για να δέση το καΐκι, λιώνανε, αναστενάζανε και καρδιοχτυπούσαν οι νεαρές του χωριού, και των γύρο νησιών, για χάρη του. Αλλά αυτός, δεν είχε μάτια για άλλη, ήτανε βαθιά ερωτευμένος με τον απέραντο έρωτά του. Και πώς να μην είναι αφού η εκλεκτή της καρδιάς του ήταν τέλεια …
Μα η μοίρα, αυτή η άδικη και απάνθρωπη πολλές φορές, του είχε στήσει καρτέρι, διότι λένε, είχε έρθει για να κάνει μπάνιο και μόλις τον είδε, τον ερωτεύτηκε τόσο τρελά, τόσο έντονα που εκείνη την ημέρα στην θάλασσα κυριαρχούσε κακοκαιρία. Αψηφώντας την λοιπόν, το παλικάρι μας, ξεδένει τα σκοινιά του καϊκιού του και σαλπάρει για να συναντήσει την αγαπημένη του, που βρισκότανε στην απέναντι πλευρά του λιμανιού, όρθια στον μεγάλο βράχο για να μπορεί να τον αγναντεύει.
Μα είπαμε, η μοίρα ζήλεψε ξαφνικά και σηκώνει ένα κύμα, βουλιάζοντας το καΐκι και αφαιρώντας από το παλικάρι μας, ότι πολυτιμότερο είχε στον κόσμο : να μπορεί να είναι με την αγαπημένη του και να γεύονται τον ερωτά τους.
Βλέποντας το τραγικό δυστύχημα, η πανέμορφη νεαρά, γυρίζει στον Θεό και ζητά να μεταμορφωθεί ο αγαπημένος της σε ήλιο, λαμπρός, ζεστός και μεγαλειώδες όπως υπήρξε στη ζωή της. Και τότε λοιπόν, αφήνει το κορμί της να γύρη προς τα εμπρός ψιθυρίζοντας το όνομά του και χάνετε για πάντα στα βαθιά και κρύα νερά της θάλασσας. Εκείνη την ημέρα η καμπάνα του χωριού θρήνησε διπλά. Θρήνησε τόσο πολύ που το πένθος τους κράτησε επτά ημέρες και επτά νύχτες.
Η Άβυσσος, βλέποντας να έρχεται η νεαρά στα βάθη της, την τράβηξε κοντά της και μένοντας έκπληκτη από την Θεϊκή της ομορφιά, της ζήτησε, σαν αντάλλαγμα για την αιώνια ζωή, να παντρευτεί και να την βοηθήσει να σκοτώσει τον πατέρα της, τον Θεό Ποσειδώνα που την είχε τιμωρήσει για κάτι κακό που είχε κάνει και για τιμωρία την είχε αφήσει σε τόσο βαθιά νερά ώστε να την ακουμπά πολύ λίγο το φως της ημέρας. Όμως, η νεαρά δεν δέχτηκε να την βοηθήσει και τότε, η Άβυσσος, την έκλεισε στο πιο σκοτεινό και απόμακρο κελί. Με την βοήθεια ενός ιππόκαμπου, η νεαρά μας, το έσκασε, διότι οι ιππόκαμποι ήτανε τότε ζώα μεγάλα σαν άλογα. Ζήτησε από αυτό να ενημερώσει τον Θεό για το κακό, που είχε σκοπό η Άβυσσος να του κάνει. Η τελευταία σαν το έμαθε έγινε έξαλλη και για να την τιμωρήσει, την έκανε σελήνη και μεταμορφώνοντάς την της είπε : «Έτσι, για το κακό που μου έκανες, θα κυνηγάτε ο ένας τον άλλον για μία ζωή, και όσο για τον ιππόκαμπο, να γίνουνε όλα τους τόσο μικρά που ότι και να λένε να μην φτάνουν ποτέ στα αυτιά του πατέρα μου».
Και έτσι γίνανε ήλιος και σελήνη. Αλλά την επομένη, η σελήνη που ήτανε τόσο στεναχωρημένη, κρύφτηκε για να κλάψει και η έκλειψη και οι λυγμοί της ακούστηκαν από τον θεό Δία. Τότε, εμφανίστηκε μπροστά της και την ρώτησε τη συνέβη, χαϊδεύοντας την απαλά. Εκείνη, σκουπίζοντας τα δάκρυά της, του τα είπε χαρτί και καλαμάρι. Ο Δίας, φοβερά στεναχωρημένος, έκανε τη Άβυσσο ακόμα πιο βαθιά για να μην ξαναδεί ποτέ φως ημέρας και όσο για την νεαρά, διέταξε η πρώτη μέρα που πρώτο-συναντηθήκανε με το παλικάρι να είναι και η ίδια ημέρα που θα ενώνονταν.
Δεν ξέρω αν έχετε προσέξει ποτέ, αλλά κάποιες ημέρες το χρόνο η σελήνη και ο ήλιος γίνονται πορτοκαλί, τότε να το ξέρετε, είναι η μέρα που αυτά τα ερωτευμένα παιδιά συναντάνε ο ένας τον άλλον για να απολαύσουνε τον αιώνιο και απέραντο Έρωτά τους.
.................................................................................................... .....
....................................... Ηλίος & Σελήνη ........................................
Ο ήλιος έχει ήδη κρυφτεί και σιγά, σιωπηλά, την θέση του παίρνει η σελήνη. Ξέρετε, αυτή η λευκή Κυρία που εδώ και αιώνες, κρύβεται άθελά της από τον Μοναδικό και Παντοτινό της Έρωτα, τον ήλιο. Ναι, ναι καλά ακούσατε … τον Έρωτά της.
Τι, δεν το ξέρατε; Α εδώ λοιπόν σας πιάνω αδιάβαστους. Δεν γνωρίζεται την ιστορία τους ; Ακούστε λοιπόν.
Λένε ότι ο ήλιος και η σελήνη, κάποτε πολύ παλιά, ήτανε εραστές και μάλιστα πάρα πολύ ερωτευμένοι, τόσο που σε όλη την υφήλιο, όλοι γνώριζαν για τον ερωτά τους. Ναι βέβαια. Αυτή, λένε, ήτανε μια πανέμορφη και ζηλεμένη κόρη, που είχε καταπράσινα μάτια, χείλη κατακόκκινα σαν κεράσια, μαύρα μαλλιά που μύριζαν φρεσκάδα και λεπτό σώμα σαν θεά. Αυτός, ένα πρωτοπαλίκαρο που μόνο η Ελλάδα ήξερε να βγάζει, γεροδεμένο παλικάρι, πολύ τρυφερός νέος, με την ομορφιά της νιότης, το βαθύ μαύρο βλέμμα του και την δύναμη που έκρυβαν τα στιβαρά του μπράτσα, ενώ τράβαγε το σκοινί για να δέση το καΐκι, λιώνανε, αναστενάζανε και καρδιοχτυπούσαν οι νεαρές του χωριού, και των γύρο νησιών, για χάρη του. Αλλά αυτός, δεν είχε μάτια για άλλη, ήτανε βαθιά ερωτευμένος με τον απέραντο έρωτά του. Και πώς να μην είναι αφού η εκλεκτή της καρδιάς του ήταν τέλεια …
Μα η μοίρα, αυτή η άδικη και απάνθρωπη πολλές φορές, του είχε στήσει καρτέρι, διότι λένε, είχε έρθει για να κάνει μπάνιο και μόλις τον είδε, τον ερωτεύτηκε τόσο τρελά, τόσο έντονα που εκείνη την ημέρα στην θάλασσα κυριαρχούσε κακοκαιρία. Αψηφώντας την λοιπόν, το παλικάρι μας, ξεδένει τα σκοινιά του καϊκιού του και σαλπάρει για να συναντήσει την αγαπημένη του, που βρισκότανε στην απέναντι πλευρά του λιμανιού, όρθια στον μεγάλο βράχο για να μπορεί να τον αγναντεύει.
Μα είπαμε, η μοίρα ζήλεψε ξαφνικά και σηκώνει ένα κύμα, βουλιάζοντας το καΐκι και αφαιρώντας από το παλικάρι μας, ότι πολυτιμότερο είχε στον κόσμο : να μπορεί να είναι με την αγαπημένη του και να γεύονται τον ερωτά τους.
Βλέποντας το τραγικό δυστύχημα, η πανέμορφη νεαρά, γυρίζει στον Θεό και ζητά να μεταμορφωθεί ο αγαπημένος της σε ήλιο, λαμπρός, ζεστός και μεγαλειώδες όπως υπήρξε στη ζωή της. Και τότε λοιπόν, αφήνει το κορμί της να γύρη προς τα εμπρός ψιθυρίζοντας το όνομά του και χάνετε για πάντα στα βαθιά και κρύα νερά της θάλασσας. Εκείνη την ημέρα η καμπάνα του χωριού θρήνησε διπλά. Θρήνησε τόσο πολύ που το πένθος τους κράτησε επτά ημέρες και επτά νύχτες.
Η Άβυσσος, βλέποντας να έρχεται η νεαρά στα βάθη της, την τράβηξε κοντά της και μένοντας έκπληκτη από την Θεϊκή της ομορφιά, της ζήτησε, σαν αντάλλαγμα για την αιώνια ζωή, να παντρευτεί και να την βοηθήσει να σκοτώσει τον πατέρα της, τον Θεό Ποσειδώνα που την είχε τιμωρήσει για κάτι κακό που είχε κάνει και για τιμωρία την είχε αφήσει σε τόσο βαθιά νερά ώστε να την ακουμπά πολύ λίγο το φως της ημέρας. Όμως, η νεαρά δεν δέχτηκε να την βοηθήσει και τότε, η Άβυσσος, την έκλεισε στο πιο σκοτεινό και απόμακρο κελί. Με την βοήθεια ενός ιππόκαμπου, η νεαρά μας, το έσκασε, διότι οι ιππόκαμποι ήτανε τότε ζώα μεγάλα σαν άλογα. Ζήτησε από αυτό να ενημερώσει τον Θεό για το κακό, που είχε σκοπό η Άβυσσος να του κάνει. Η τελευταία σαν το έμαθε έγινε έξαλλη και για να την τιμωρήσει, την έκανε σελήνη και μεταμορφώνοντάς την της είπε : «Έτσι, για το κακό που μου έκανες, θα κυνηγάτε ο ένας τον άλλον για μία ζωή, και όσο για τον ιππόκαμπο, να γίνουνε όλα τους τόσο μικρά που ότι και να λένε να μην φτάνουν ποτέ στα αυτιά του πατέρα μου».
Και έτσι γίνανε ήλιος και σελήνη. Αλλά την επομένη, η σελήνη που ήτανε τόσο στεναχωρημένη, κρύφτηκε για να κλάψει και η έκλειψη και οι λυγμοί της ακούστηκαν από τον θεό Δία. Τότε, εμφανίστηκε μπροστά της και την ρώτησε τη συνέβη, χαϊδεύοντας την απαλά. Εκείνη, σκουπίζοντας τα δάκρυά της, του τα είπε χαρτί και καλαμάρι. Ο Δίας, φοβερά στεναχωρημένος, έκανε τη Άβυσσο ακόμα πιο βαθιά για να μην ξαναδεί ποτέ φως ημέρας και όσο για την νεαρά, διέταξε η πρώτη μέρα που πρώτο-συναντηθήκανε με το παλικάρι να είναι και η ίδια ημέρα που θα ενώνονταν.
Δεν ξέρω αν έχετε προσέξει ποτέ, αλλά κάποιες ημέρες το χρόνο η σελήνη και ο ήλιος γίνονται πορτοκαλί, τότε να το ξέρετε, είναι η μέρα που αυτά τα ερωτευμένα παιδιά συναντάνε ο ένας τον άλλον για να απολαύσουνε τον αιώνιο και απέραντο Έρωτά τους.
.................................................................................................... .....