Tropeas
22/05/2006, 11:04
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΕΩΣ (Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας 1991)
Του ΛΟΥΚΑ ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγητή της Δημοσίας Οικονομίας και Δημοσιονομικής
Νομοθεσίας εις την Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ι.Α. Επί δεκαέξι χρόνια εισπράττεται με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ από τους καταναλωτάς ηλεκτρικού ρεύματος παράνομη εισφορά υπέρ της ΕΡΤ, η οποία ανέρχεται ανά δίμηνο στο πόσο των δύο δισεκατομμυρίων δραχμών περίπου και ύστερα από την πρόσφατη αύξηση της θα υπερβαίνει το ποσό των 3.500.000.000 δραχμών ανά δίμηνο.
Πράγματι ο αρχικός νόμος 230/1975 με το άρθρο 8 ηθέλησε να δώσει εξουσιοδότηση στο Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφαση του να επιβάλλεται ανταποδοτικό τέλος υπέρ της ΕΡΤ. Μέχρι τότε τα έσοδα της ΕΡΤ ή των προκατόχων της ήταν: επιχορηγήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό, οι συνδρομές που η ΕΡΤ εισέπραττε από τους κατόχους ραδιοφώνων και τα έσοδα από διαφημίσεις.
Σε εκτέλεση λοιπόν του άρθρου 8 (παράγραφος 1) του νόμου 230/1975 εξεδόθησαν: Η υπ' αριθ. 203/1975 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία καθορίσθη για πρώτη φορά η εισφορά υπέρ της ΕΡΤ. Εν συνεχεία, η υπ' αριθ. 229/1980 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία αυξήθη η εισφορά αυτή. Και τέλος, η υπ' αριθ. 101/1984 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία αυξήθη η περαιτέρω εν λόγω εισφορά.
Όλες αυτές οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου δεν επέβαλλον την εισφορά υπέρ της ΕΡΤ εις βάρος των κατόχων συσκευών ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, αλλά εις βάρος των καταναλωτών ηλεκτρικού ρεύματος με βάση την αξία της καταναλισκομένης κατά μήνα ηλεκτρικής ενεργείας, δηλαδή εις βάρος των κατόχων μετρητού καταναλώσεως ρεύματος.
Έτσι λοιπόν με την εισφορά της ΕΡΤ επεβαρύνετο οποιοσδήποτε καταναλώνει ηλεκτρικό ρεύμα, ανεξαρτήτως εάν είναι κάτοχος ή όχι συσκευής ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως. Με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται και οι περιπτώσεις καταναλώσεως ρεύματος σε βοηθητικούς ή κοινόχρηστους χώρους, ακόμη και σε εκκλησίες και σε νεκροταφεία.
Όλα αυτά προσδίδουν στην εισφορά υπέρ της ΕΡΤ την έννοια του φόρου και όχι του ανταποδοτικού τέλους όπως το τελευταίο ήθελε η εξουσιοδοτική διάταξη του ν. 230/1975. Και η επιβολή της ήταν αντισυνταγματική, δεδομένου ότι το ισχύον Σύνταγμα του 1975 στο άρθρο 78 § 1 ορίζει ότι: κανείς φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο, χωρίς δηλαδή πράξη της Νομοθετικής Εξουσίας.
Αυτά εδιδάσκοντο και διδάσκονται από τον υποφαινόμενο εις τους φοιτητάς ως εκ της επιστημονικής ειδικότητος του στο Φορολογικό Δίκαιο.
Αλλά επειδή ισχύον δίκαιο είναι οι υπάρχοντες νόμοι υπό την ουσιαστική τους έννοια, όπως ερμηνεύονται και εφαρμόζονται από τα δικαστήρια και όχι από τη θεωρία, έπρεπε λοιπόν να λυθεί το νομικό αυτό θέμα από τη νομολογία.
Β. Γι' αυτό άσκησα αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της τελευταίας πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου, δηλαδή κατά της υπ' αριθ. 101/1984, η οποία είχε απλώς αυξήσει περαιτέρω την εισφορά υπέρ της ΕΡΤ αιτούμενος την ακύρωση της κανονιστικής αυτής διοικητικής πράξεως για τρεις λόγους:
α. Ως παρανόμου, διότι ενώ με το νόμο εσκοπήθη η επιβολή ανταποδοτικού τέλους, τα κριτή¬ρια που καθόρισε ως βάση το Υπουργικό Συμβούλιο για τον προσδιορισμό του ύψους του επι¬βαλλόμενου τέλους δεν ήταν συναφή με τις υπηρεσίες που παρέχονται από την ΕΡΤ, ούτε επιτή¬δεια να οδηγήσουν στην επιβάρυνση κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου ανάλογα, με τις παρε¬χόμενες υπηρεσίες.
β. Ως αντισυνταγματικής, γιατί στην πραγματικότητα αντί για ανταποδοτικό τέλος με την κα¬νονιστική αυτή πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, επεβάλλετο φόρος και επομένως η επιβολή του φόρου δεν ήταν σύμφωνη με τις §§ 1 και 4 του άρθρου 78 του Συντάγματος.
γ. Επικουρικά, ως αναιτιολόγητου, διότι στην κανονιστική πράξη 101/84, δεν ανεφέρετο η αναλογική σχέση μεταξύ των αναμενόμενων εσόδων από την επιβολή του ανταποδοτικού τέλους και των προβλεπομένων εξόδων για τη λειτουργία της σχετικής υπηρεσίας.
Βέβαια, από παλαιότερα η διαίσθηση επωνύμων πολιτών είχε οδηγήσει στη δικαστική αμφισβήτηση της νομιμότητος της εισπραττομένης με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ εισφοράς υπέρ της ΕΡΤ. Εντούτοις, το θέμα δεν ήταν ούτε είναι εύκολο. Είναι μείζον νομικό ζήτημα. Αυτό αποδεικνύεται μεταξύ των άλλων από το γεγονός, ότι συνάδελφος της Νομικής Σχολής Αθηνών υπεστήριξε το αντίθετο ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την εκδίκαση της υποθέσεως.
Εξάλλου, ανάλογο ζήτημα έχει κατ' επανάληψη απασχολήσει το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας, προς τις αποφάσεις του οποίου συγκλίνει και η υπ' αριθμόν 2909/1988 ακυρωτική επί του θέματος απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της Χώρας μας.
Του ΛΟΥΚΑ ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγητή της Δημοσίας Οικονομίας και Δημοσιονομικής
Νομοθεσίας εις την Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ι.Α. Επί δεκαέξι χρόνια εισπράττεται με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ από τους καταναλωτάς ηλεκτρικού ρεύματος παράνομη εισφορά υπέρ της ΕΡΤ, η οποία ανέρχεται ανά δίμηνο στο πόσο των δύο δισεκατομμυρίων δραχμών περίπου και ύστερα από την πρόσφατη αύξηση της θα υπερβαίνει το ποσό των 3.500.000.000 δραχμών ανά δίμηνο.
Πράγματι ο αρχικός νόμος 230/1975 με το άρθρο 8 ηθέλησε να δώσει εξουσιοδότηση στο Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφαση του να επιβάλλεται ανταποδοτικό τέλος υπέρ της ΕΡΤ. Μέχρι τότε τα έσοδα της ΕΡΤ ή των προκατόχων της ήταν: επιχορηγήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό, οι συνδρομές που η ΕΡΤ εισέπραττε από τους κατόχους ραδιοφώνων και τα έσοδα από διαφημίσεις.
Σε εκτέλεση λοιπόν του άρθρου 8 (παράγραφος 1) του νόμου 230/1975 εξεδόθησαν: Η υπ' αριθ. 203/1975 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία καθορίσθη για πρώτη φορά η εισφορά υπέρ της ΕΡΤ. Εν συνεχεία, η υπ' αριθ. 229/1980 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία αυξήθη η εισφορά αυτή. Και τέλος, η υπ' αριθ. 101/1984 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία αυξήθη η περαιτέρω εν λόγω εισφορά.
Όλες αυτές οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου δεν επέβαλλον την εισφορά υπέρ της ΕΡΤ εις βάρος των κατόχων συσκευών ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, αλλά εις βάρος των καταναλωτών ηλεκτρικού ρεύματος με βάση την αξία της καταναλισκομένης κατά μήνα ηλεκτρικής ενεργείας, δηλαδή εις βάρος των κατόχων μετρητού καταναλώσεως ρεύματος.
Έτσι λοιπόν με την εισφορά της ΕΡΤ επεβαρύνετο οποιοσδήποτε καταναλώνει ηλεκτρικό ρεύμα, ανεξαρτήτως εάν είναι κάτοχος ή όχι συσκευής ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως. Με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται και οι περιπτώσεις καταναλώσεως ρεύματος σε βοηθητικούς ή κοινόχρηστους χώρους, ακόμη και σε εκκλησίες και σε νεκροταφεία.
Όλα αυτά προσδίδουν στην εισφορά υπέρ της ΕΡΤ την έννοια του φόρου και όχι του ανταποδοτικού τέλους όπως το τελευταίο ήθελε η εξουσιοδοτική διάταξη του ν. 230/1975. Και η επιβολή της ήταν αντισυνταγματική, δεδομένου ότι το ισχύον Σύνταγμα του 1975 στο άρθρο 78 § 1 ορίζει ότι: κανείς φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο, χωρίς δηλαδή πράξη της Νομοθετικής Εξουσίας.
Αυτά εδιδάσκοντο και διδάσκονται από τον υποφαινόμενο εις τους φοιτητάς ως εκ της επιστημονικής ειδικότητος του στο Φορολογικό Δίκαιο.
Αλλά επειδή ισχύον δίκαιο είναι οι υπάρχοντες νόμοι υπό την ουσιαστική τους έννοια, όπως ερμηνεύονται και εφαρμόζονται από τα δικαστήρια και όχι από τη θεωρία, έπρεπε λοιπόν να λυθεί το νομικό αυτό θέμα από τη νομολογία.
Β. Γι' αυτό άσκησα αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της τελευταίας πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου, δηλαδή κατά της υπ' αριθ. 101/1984, η οποία είχε απλώς αυξήσει περαιτέρω την εισφορά υπέρ της ΕΡΤ αιτούμενος την ακύρωση της κανονιστικής αυτής διοικητικής πράξεως για τρεις λόγους:
α. Ως παρανόμου, διότι ενώ με το νόμο εσκοπήθη η επιβολή ανταποδοτικού τέλους, τα κριτή¬ρια που καθόρισε ως βάση το Υπουργικό Συμβούλιο για τον προσδιορισμό του ύψους του επι¬βαλλόμενου τέλους δεν ήταν συναφή με τις υπηρεσίες που παρέχονται από την ΕΡΤ, ούτε επιτή¬δεια να οδηγήσουν στην επιβάρυνση κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου ανάλογα, με τις παρε¬χόμενες υπηρεσίες.
β. Ως αντισυνταγματικής, γιατί στην πραγματικότητα αντί για ανταποδοτικό τέλος με την κα¬νονιστική αυτή πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, επεβάλλετο φόρος και επομένως η επιβολή του φόρου δεν ήταν σύμφωνη με τις §§ 1 και 4 του άρθρου 78 του Συντάγματος.
γ. Επικουρικά, ως αναιτιολόγητου, διότι στην κανονιστική πράξη 101/84, δεν ανεφέρετο η αναλογική σχέση μεταξύ των αναμενόμενων εσόδων από την επιβολή του ανταποδοτικού τέλους και των προβλεπομένων εξόδων για τη λειτουργία της σχετικής υπηρεσίας.
Βέβαια, από παλαιότερα η διαίσθηση επωνύμων πολιτών είχε οδηγήσει στη δικαστική αμφισβήτηση της νομιμότητος της εισπραττομένης με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ εισφοράς υπέρ της ΕΡΤ. Εντούτοις, το θέμα δεν ήταν ούτε είναι εύκολο. Είναι μείζον νομικό ζήτημα. Αυτό αποδεικνύεται μεταξύ των άλλων από το γεγονός, ότι συνάδελφος της Νομικής Σχολής Αθηνών υπεστήριξε το αντίθετο ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την εκδίκαση της υποθέσεως.
Εξάλλου, ανάλογο ζήτημα έχει κατ' επανάληψη απασχολήσει το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας, προς τις αποφάσεις του οποίου συγκλίνει και η υπ' αριθμόν 2909/1988 ακυρωτική επί του θέματος απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της Χώρας μας.