PDA

View Full Version : μου αρεσε και το μεταφερω να το δητε....



ΓΙΑΓΙΑ ΑΡΚΟΥΔΑ
29/06/2006, 12:23
το εχει γραψει ενας φιλος στο φορουμ του ScooterClub Hellas και μου αρεσε πιστευω οτι αξηζη να το διαβασετε ολλοι



Ήταν μια κουβέντα, μια σπίθα που πέταξε αυτός ο μικρόσωμος καθηγητής. Δεν άργησε να βρουν τον στόχο τους οι κουβέντες του. Ο μεγαλόσωμος ηλικιωμένος άντρας βρυχήθηκε και κάτι μουρμούρισε πιάνοντας με τα χέρια του σαγόνι γένια μουστάκια. Ναι, τον πόνεσαν τα λόγια του κύριου καθηγητή. Του θύμισαν το όνειρο που κάθε βράδυ τον ταξίδευε και κάθε πρωί χανόταν. Όμως τώρα πείσμωσε παραπάνω. Δεν τον πέρναν τα χρόνια και έπρεπε να βιαστεί. Βιαζόταν, ποθούσε , επιθυμούσε. Τόχε ζήσει μικρός αυτό το όνειρο μια φορά, αλλά τότε ήταν μικρός και δεν το απόλαυσε καλά. Τότε στα ύποπτα μπαράκια της Μασσαλίας σχεδόν διωγμένος από γονείς, ανακατεύτηκε με πολυεθνικούς ναύτες και μέθυσε νέος στην αγκαλιά μιας Γαλλίδας πόρνης. Σαν γύρισε, είδε πως την ιστορία για τον άσωτο υιό την είχαν μόνο τα βιβλία και πουθενά αλλού.

Πέρασαν χρόνια, πως τα θυμάται ακόμα. Του το θυμίζουν όλες τούτες οι συνάξεις που βρήκε τώρα στα πρώιμα γεράματά του.

Ο κύριος καθηγητής κάτι ρωτούσε, ήταν μαζί τους και ένας ζωγράφος, αλλά ο μεγαλόσωμος άντρας ταξίδευε, και τα μάτια του γλιστρούσαν σαν τα γλαροπούλια πάνω στα νερά της λίμνης, ταξίδευε…..

Ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδευτής. Τι μαγευτική λέξη, και πόσους και πόσους δεν επηρέασε χιλιάδες χρόνια τώρα. Αφορμή και έμπνευση για νέους τόπους, νέες γνωριμίες μ ανθρώπους, χρώματα, γεύσεις, άνθρωποι συνήθειες. Να γιατί και το άκουσμα μόνο της λέξης ταξίδι μας μεθά.

Ταξίδευε….

Ήταν λέει κάπου μετά της Παναγιάς. Ήταν όπως πάντα ένα ζεστό καλοκαίρι, και όπως πάντα οι αποδράσεις από τις υποχρεώσεις και την πόλη ήταν επιθυμητές….

Όλα είχαν κανονιστεί, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Είχε προηγηθεί το ξεκάθαρο μήνυμα του αρχηγού τον προηγούμενο Ιούνιο. Δεν πρέπει να λείψει κανείς. Για κανένα λόγο. Καμία αιτία. Είχαν 3 μήνες σχεδόν να βρουν το κενό, να πείσουν τους δικούς τους, να κανονίσουν τις υποχρεώσεις τους. Όλοι έπρεπε να δουλέψουν πάνω σε κάτι γι αυτή την συνάντηση, πάνω σε κάτι που μπορούσαν καλύτερα. Από λίγο. Αλλά στο τέλος αυτά τα πολλά λίγο έγιναν πολύ. Τουλάχιστον έτσι περίμενε ¨αυτός¨.

Το μέρος είχε βρεθεί, τόλεγαν Πεζούλι. ‘Ήταν ένα ξέφωτο στο δάσος πάνω στο βουνό, κάπου φυτεμένο στην μέση της χώρας. Γύρω γύρω πολύχρονα ψηλά δένδρα και στην μέση ένα καταπράσινος λεκές, ένα χλοόφυτο ξέφωτο στο πουθενά. Τόχε βρει , και τζάμπα μάλιστα, εκείνος ο μικρόσωμος αεικίνητος γελαστός καθηγητής. Τόχε προτείνει και έγινε αμέσως αποδεκτό από την παρέα. Κάποιοι ηλικιωμένοι που σποραδικά έμεναν εκεί παίζοντας το φυσιολάτρες.

Γενικός συντονιστής είχε οριστεί ο νταλικέρης. Εκείνη η ψηλή λεπτή φιγούρα με τα μακριά μαλλιά που του θύμιζε αδιόρατα κάποιο ροκ καλλιτέχνη. Τόχε δεί στα μάτια του ¨αυτός¨. Εκείνη την σφοδρή επιθυμία για εξουσία, εκείνο το όμορφο πάθος για το πολύ, για τους πολλούς. Τον εξιτάριζε οι ιδέα να γίνουν δέκα, εκατό χίλιοι. Εξ άλλου η οργάνωση ήταν και δικό του γέννημα. Δεν τούχε δοθεί άδικα ο τίτλος του εξέκιουτιβ αρχηγού εν δυνάμει. Είχε και καλή αύρα όσον αφορούσε το επικοινωνιακό. Μπορούσε να τρέχει, να συνδιαλέγετε να παζαρεύει να βρίσκει πληροφορίες, Και το κατάφερνε μάλιστα πολύ καλά. Δομημένος συλλογισμός βλέπεις. Τόξερε καλά αν και νταλικέρης.

Ο Νταλικιέρης μοίρασε μαζί μ Αυτόν δραστηριότητες. Ο Καθηγητής θα κανόνιζε οριστικά για το μέρος. Που πως πόσο. Αν τυχόν χρειαζόταν άδεια από κάπου τα πάντα. Στον Παγουρά του ανέθεσε να φτιάξει ενθυμήματα από μέταλλο. Και όπως θα γυάλιζε το μέταλλο θα έγραφε «1η Πανελλήνια συγκέντρωση Καγκουρό» . Έτσι την έλεγαν την οργάνωση ¨Καγκουρό Ελλαδίας¨. Και ο Παγουράς , με το αζημίωτο βέβαια, τόκανε, και το αποτέλεσμα υπέροχο. Το πρώτο ενθύμημα ήταν έτοιμο, προπομπός για όσα θα έρθουν, και λόγος για ένα παραμύθι σε κάποιο εγγόνι πολλά χρόνια μετά. Βέβαια ο Παγουράς, έφτιαξε το ενθύμημα πάνω σε σχέδια του ζωγράφου της παρέας.

Τι φάτσα κι αυτός ο Ζωγράφος. Γραμμές και λόγια αποκτούσαν νόημα στα επιδέξια χέρια και μάτια του, χωμένος κάπου εκεί στο γραφείο του στην οδό Γαιδουροδρομίου. Αλλά είχε κάνει κι άλλες δουλειές, όπως τις προσκλήσεις, τις πρώτες διαπιστευτήριες κάρτες με την κορδέλα για τον λαιμό (έπρεπε να αναγνωρίζονται τα καγκουρό μεταξύ τους), τα ταμπελάκια, την καταχώρηση στα περιοδικά αρμόδια περί ιππικής. Βέβαια καθώς το συζητούσε μ Αυτόν, τους έλειπε ένας καλός φωτογράφος. Που θάδινε υλικό σ αυτόν, κι αυτός θάγραφε το παραμύθι για να δημοσιευτεί στα περιοδικά. Έτσι για να ζηλέψουν όλοι. Έτσι για να πουν μπράβο, τα κατάφεραν και τα καγκουρό, και όχι μόνο τα δραστήρια παπιά από το μεγάλο λιμάνι της χώρας.

Ο μικρός οικοδόμος, αν και μικρός, εμπειρότατος σε θέματα κατασκήνωσης έκατσε και συνέταξε τι πρέπει να έχει ο καθένας μας αυτό το τριήμερο στο βουνό. Χάρτες διαδρομές, σκηνές, εξοπλισμός τα πάντα. Όπου κόλλαγε τον βοηθούσε ο Αϊνστάιν της παρέας. Ο Κύρος ο εφευρέτης. Εδώ είχε κατορθώσει να κάνει το γαϊδούρι του αγνώριστο δεν θα κατάφερνε να βρει λύση για το φωτισμό και τους ήχους για διασκέδαση.? Δεν ήταν δυνατό. Βέβαια στην αρχή έκανε κάτι καγκουριές σαν καγκουρό που ήταν , λέγοντας πως το γαϊδουράκι του ήταν φρεσκοεγχειρισμένο, λυτό, αλλά σαν του το ξέκοψε η εξουσία, δέχτηκε με χαρά να συμμετάσχει.

Όλα μελετιόντουσαν από αυτόν και από τον νταλικέρη και από όλους τους άλλους όσους ήθελαν να βοηθήσουν. Έπρεπε νάνε βολικά για όλους, οικονομικά για όλους και προσεγγίσιμα για όλους. Έτσι αποφάσισαν πως όσοι έμεναν μακριά όπως η καθαρή φατσούλα από την Ιππασία και είχε και μικρό γαϊδουράκι, αποφασίστηκε ¨τραίνο¨. Φόρτωμα το μικρό του πόνυ στο τραίνο και αποβίβαση στον αρχικό τόπο συνάντησης όλων. Όλοι θα συναντιόντουσαν στην βυσσινιά θύελλα, και από εκεί θα ταξίδευαν το υπόλοιπο λίγο όλοι μαζί. Έτσι να τους δει ο κόσμος, να απορήσει, να τους χαρεί και αυτοί να χαρούν. Και όσο πιο πολύ θα τους κοιτούσαν τόσο αυτοί θα κοντόστεκαν το άλογο τους η το γαϊδούρι τους ανάλογα, να πηγαίνουν πιο σιγά για να τύχουν του κατάλληλου σχολιασμού. Δεν ήταν πολλοί, καμιά εκατονπενηνταριά στο σύνολο, αλλά ήταν ΟΛΟΙ. Οι πρώτοι εκατονπενήντα που το έκαναν τουλάχιστον όσον αφορά την φυλή τους. Θάχαν να το διηγούνται. Ο αρχηγός τόχε δηλώσει. Εκατονπενήντα είμαστε γραμμένοι στα κατάστιχα.! Θα έρθουν όλοι. Καμία δικαιολογία.

Στο μεταξύ και κατ εντολή του νταλικέρη συντονιστή η μικρή Λουλού που ήξερε καλά την περιοχή γύρω από την λίμνη, κατέστρωσε πρόγραμμα περιήγησης ώστε τα καγκουρό μόνο με ηλεκτροσόκ να μπορέσουν να ξεχάσουν αυτό το τριήμερο. Υπό ένα όρο όμως. Κανείς δεν θα την πείραζε, και θα της φερόντουσαν στα ίσα. Κάποιοι που στα κατάστιχα είχαν δηλώσει σαν χόμπι το κυνήγι μικρών Λουλούδων, δαγκώθηκαν αλλά δεν μπορούσαν να γινόταν κι αλλιώς. Θάπεφτε σύννεφο η σφαλιάρα.

Ο μούτσος που είχε βάλει στο γαϊδούρι του αυτοκόλλητο από ιταλικό γαϊδούρι αγώνων, πες πες, είχε πείσει τους πάντες πως ήταν ειδικός στο άθλημα περί ψητών κλπ. Έτσι λοιπόν του ανακοινώθηκε η επίσημή του ιδιότητα του σιτιστή όλων των καγκουρό. Του άρεσε η ιδέα, όλο και Κανάς κεφτές η κανα λουκάνικο θα πήγαινε στον οισοφάγο του τελείως τυχαία και παράτυπα.

Ο μόδιστρος για πρώτη φορά είχε κατορθώσει στην ώρα του να ετοιμάσει τα απαραίτητα ρούχα για την διοργάνωση. Είχε αγχώσει τους πάντες με τα όρια, αλλά στο τέλος όλοι είχαν πάρει την επίσημη στολή της διοργάνωσης που καλλιτεχνικά είχε επιμεληθεί ο ζωγράφος της παρέας. Και μια και πήραν όλοι ρούχα, κατέπεσε και ο ισχυρισμός και η γκρίνια του καγκουρό καθηγητή που διαμαρτυρόταν πως εξαιτίας αυτού δεν είχε φόρεμα. Εσύ φταις του έλεγε. Που θες τρία τόπια ύφασμα για την στολή σου, και δεν έμεινε για μας ούτε ρετάλι, ούτε αμανικη στολή. Στο τέλος όλοι βολεύτηκαν, αλλά ο μόδιστρος για άλλη μια φορά τους είχε αγχώσει όλους.

Έγινε πρόταση στον μικρό οικοδόμο να φέρει και τον πατέρα του αρχικάγκουρα στην γιορτή. Θάχε να τους πει ιστορίες να τους κάνει μάθημα, πώς να πηδάνε χωρίς να χάνουν την ισορροπία τους και άλλα πολλά σοφά. Όλοι τον ήθελαν.

Και αφού ορίστηκαν αυτές οι δουλειές και άλλες πολλές όλοι έπεσαν με τα μούτρα στην δουλειά. Έπρεπε να πετύχουν. Να πετύχουν την πρώτη συνάντησή τους, έστω και λίγοι που ήσαν. Όμως μετά θα μπορούσαν να κάνουν την δεύτερη την Τρίτη, την εικοστή πέμπτη γιορτή τους όπως κάνανε τα τσίταχ.

Δεν έτρεχαν βέβαια σαν τα τσίταχ αλλά το καταφχαριστιόντουσαν κι αυτά με τον τρόπο τους.

Ο καιρός περνούσε.!! Και όσο η ημέρα πλησίαζε, όλοι κόντευαν να πάθουν κάτι. Ανυπομονησία το λέγανε αυτό το συναίσθημα.

Η μέρα ξημέρωσε και όλοι κίνησαν από τα χωριά τους είτε μόνοι, είτε σε ομάδες είτε συναντόντας άλλους παρακάτω. Όλοι ξεκίνησαν την ώρα που τους είχε πει ο συντονιστής ανάλογα με τι απόσταση είχαν μπροστά τους.

Συναντήθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της βυσσινιάς θύελλας. Σε λίγη ώρα είχαν φτιάσει όλοι , η σχεδόν όλοι, και άρχισαν τις χαιρετούρες και τα καλωσορίσματα και τις συστάσεις. Όλοι φορούσαν τα ρούχα που τους είχε στείλει ο μόδιστρος και είχαν στον λαιμό τους τις ταυτότητες μέλους που τους είχε στείλει ο ζωγράφος.

ΓΙΑΓΙΑ ΑΡΚΟΥΔΑ
29/06/2006, 12:26
Δεν κρατιόντουσαν όμως….ξεκίνησαν αμέσως και μετά από κανα δίωρο έφτασαν εκεί που έπρεπε να φτάσουν. Εκεί τους περίμενε ο καθηγητής, ο παγουράς, ο νταλικέρης και η μικρή Λουλού.

Στήσανε ένα γύρω τα αντίσκηνα σαν ένα μικρό ινδιάνικο χωριό, Στην μέση χώρος για φωτιά, και ξεροί κορμοί για κάθισμα.!

Εκεί θα δινόταν η πρώτη τους δια παρουσίας συνέλευσης, θα όριζαν σχέδια , θα έδιναν εξουσίες, θα έπιναν κόκκινο κρασί το βράδυ λέγοντας ιστορίες, θα καταστρώνανε σχέδια για βόλτες και ο καθένας θα εξυμνούσε το γαϊδούρι του σαν καλύτερο γαϊδούρι από του διπλανού του. Και οι ιστορίες γύρω από την φωτιά θα περνάνε μάκρος. Και η γνωριμία θα γινόταν ζεστή φιλία. Και επιτέλους δεν θα ήσαν τα διάσπαρτα καγκουρό, αλλά η ομάδα τους.

Τρεις μέρες και θα κοιμόντουσαν ελάχιστα. Ποιος είχε όρεξη για ύπνο.? Κάποιος είχε φέρει μια κιθάρα και ο Γαλάτης τραγουδοποιός σιγοντάριζε. Και κοιτάζοντας τα αστέρια έλεγαν πως είναι υπέροχο να τους ενώνει κάτι τέτοιο. Δεν θα υπήρχαν βόρειοι και νότιοι. Τουλάχιστον αυτές τις τρεις μέρες.

Την μέρα θα πήγαιναν ατελείωτες βόλτες σαν ένα μακρύ φίδι κατεβαίνοντας τα όμορφα κατάφυτα στροφιλίκια προς την λίμνη. Η Λουλού είχε κανονίσει τον γύρο της λίμνης και πολλά άλλα ευχάριστα.

Κανείς δεν ήθελε να τελειώσει αυτή η δικιά τους φιέστα, και συνέχιζαν με τον βουνίσιο αέρα να τους χτυπά στο πρόσωπο καθώς έτρεχαν………….


…. Η συνέχεια θα δημοσιευτεί στις 15 Σεπτεμβρίου αυτού του έτους. Μαζί με τα πρωτοβρόχια.


σ.σ Δεν ευθύνομαι για καμία ομοιότητα πραγμάτων η προσώπων. Αν αυτό το πρώτο κομμάτι του διηγήματος σας φάνηκε από ανιαρό έως αστείο απλά ξεχάστε το. Δεν σας έχει κοστίσει τίποτα.
Αν όμως σας φάνηκε κάπως αλλιώς, αν νιώσατε επιθυμία, ντροπή, προσωρινή αναξιότητα, δισταγμό, επιθυμία, πόθο, αν κάπου αναγνωρίσατε ένα γνωστό σας πρόσωπο, ελάτε να το συζητήσουμε.
Εξ άλλου τα παραμύθια δεν είναι παρά η αρχή μιας επιθυμίας….
Για σκεφτείτε κι αυτό….. Τι είναι δύσκολο.? Μήπως αυτό που ονοματίζουμε εμείς σαν δύσκολο.? Μήπως όλα τα άλλα στην ζωή μας είναι πιο εύκολα και πιο απλά.??
Απλές σκέψεις στην προσπάθεια να γράψω πέρα από βιβλία που συνηθίζω και μια συμμετοχική αλληγορία

Κάθε κριτική από σφοδρά επικριτική, μέχρι τρελά συμπάσχουσας είναι καλοδεχούμενη
_________________
Χρήστος
-------------