bikersonly
11/11/2003, 07:27
Ο Πόντιος πάει σε ένα περίπτερο. Ρωτάει τον περιπτερά:
- "Αγγλικά ξέρεις;"
- "Όχι," απαντάει ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Πάει σε ένα άλλο και ξαναρωτάει:
- "Αγγλικά ξέρεις;"
- "Όχι," λέει και αυτός ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Τελοσπάντων, αφού είχε γυρίσει πολλά περιπτερά, πάει και σε ένα τελευταίο περίπτερο. Το ίδιο πάλι.
- "Αγγλικά ξέρεις;" ρωτάει ο Πόντιος τον περιπτερά.
- "Ναι λέει ο περιπτεράς!" Και λέει ο Πόντιος.
- "Ε φέρε μου τότε ένα Marlboro!"
Μπαίνει ένα άλογο σε ένα φούρνο και λέει στον φούρναρη:
- "Μια φρατζόλα παρακαλώ."
- "Μα άλογο δεν είσαι!;", του λέει ο φούρναρης γεμάτος έκπληξη.
- "Ναι, έχεις κανά πρόβλημα ρε φίλε; ’ντε τελείωνε, έχουμε και δουλειές!", του απαντάει θυμωμένο το άλογο.
- "Όχι. Εγώ, δεε. .", του δίνει το ψωμί και το άλογο φεύγει, ενώ ο φούρναρης καθώς σταυροκοπιόταν, έλεγε:
- "Θεός φυλάξει! Τι άλλο θα δούμε σήμερα!;"
Μετά από 2 λεπτά μπαίνει πάλι το άλογο μέσα και λέει:
- "Ρε φίλε, μήπως έχεις μια σακούλα γιατί είμαι με το μηχανάκι."
Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας δουλεύουν στη ΝΑΣΑ καθαρίζοντας πυραύλους.
Από τη πολύ κούρασή έχουν τρελαθεί στη δίψα και θέλουν κάτι να πιούν.
Βλέπουν ένα κουβά με ένα υγρό και κατεβάζουν ο καθένας από μισό.
Το βράδυ παίρνει τηλέφωνο ο Γιωρίκας τον Κωστίκα.
- "Βρε Κωστίκα, ξέρεις τι ήταν αυτό που ήπιαμε το μεσημέρι;"
- "Νερό, δεν ήταν βρε Γιωρίκα;"
- "Όχι Κωστίκα δεν ήταν νερό αλλά προωθητικό πυραύλων."
- "Ε! και τι έγινε δεν πάθαμε τίποτα."
- "Δεν πάθαμε τίποτα αλλά μην κλάσεις, γιατί εγώ τηλεφωνώ από Τόκιο!"
Είναι ένας τυφλός κι εκεί που πηγαίνει κουτουλάει κατά λάθος κάποιον:
- "Εεεεε, προσέξτε λίγο κύριε μου."
- "Ωω, χίλια συγνώμη, δε σας είδα, είμαι τυφλός ξέρετε."
- "Κι εγώ τυφλός είμαι", λέει ο άλλος.
- "Σοβαρά; Ωραία τότε, τώρα που γνωριστήκαμε, να βλεπόμαστε."
Σε ένα χωριό ξεχασμένο από το Θεό, οι κάτοικοι δεν είχαν τι άλλο να κάνουν και οργάνωσαν σκυλομαχίες.
Εκείνη την ημέρα το πιτ-μπουλ του Προέδρου του χωριού, είχε ένα "ραντεβουδάκι" στην αρένα με το σκύλο του κυρ Μήτρου του τσέλιγκα.
Καταφθάνουν οι αντίπαλοι και ο Πρόεδρος βάζει τα γέλια βλέποντας ένα κουρεμένο κατάλευκο με κορδέλες και παπιγιόνια, κανίς του κυρ Μήτρου, να θέλει να μπει στην αρένα.
Το πίτ-μπουλ λυσσασμένο, έβγαζε αφρούς από το στόμα και τα αυτιά, θέλοντας να ξεσκίσει το φλώρικο κανίς.
Μπήκαν τα στοιχήματα, ξεκινά ο αγώνας και ώ!! δια του θαύματος το κανίς αρπάζει το πιτ-μπουλ από το σβέρκο και του τον ξεριζώνει. Του κόβει τα πόδια, τρώει και την ουρά του, κάτω από το περήφανο βλέμα του κυρ Μήτρου, αφήνοντας έκπληκτους όλους τους τσομπαναραίους που έβλεπαν τον αγώνα.
Εκνευρισμένος ο Πρόεδρος, από το ρεζιλίκι, πάει πάνω από το μισοπεθαμένο πιτ-μπουλ και αρχίζει να του κατεβάζει καντίλια:
- "Αϊ ρι χαμένου βρουμόσκυλο. Κατηραμένε κουπρίτη, τούσα λεφτά ίδωκα να σι ικπιδεύσουν κι να σι ξιφτίλις τούτο του βρουμοκανίς! Τζάμπα πήγαν ούλα τα μαθήματα που σου γινήκανε, χαμένου κουρμί. Φτού σου!"
- "Αυτού ουρέ Πρόεδρε, διν είν τίποτις" απαντά ο τσέλιγκας.
- "Ιμένα να ειδείς, που ξούδεψα ουλόκληρα χρούνια για να κάμου τουν κoρκόδειλα κανίς!"
Ήταν η κοκκινοσκουφίτσα και πήγαινε στην καλή γιαγιά της. Εκεί που πήγαινε βλέπει κάτι πολύ ωραία λουλούδια πάει να πάρει ένα μπουκέτο για να πάει στη γιαγιά της. Πίσω από ένα δέντρο βλέπει τον κακό λύκο καθισμένο και λέει:
- "Γειά σου λύκε", και απαντάει ο λύκος:
- "Γειά σου" και σηκώνεται και φεύγει.
Ενώ η κοκκινοσκουφίτσα συνέχιζε να κόβει λουλούδια πίσω από ένα άλλο δέντρο βλέπει πάλι τον κακό λύκο και λέει:
- "Λύκε γιατί έχεις μεγάλα αυτιά;" και λέει ο λύκος
νευριασμένος:
- "Γιά να ακούω καλύτερα" και σηκώνεται και φεύγει.
Η κοκκινοσκουφίτσα συνεχίζει να κόβει λουλούδια και βλέπει πάλι τον κακό λύκο καθισμένο πίσω πάνω σε ένα δέντρο και πριν προλάβει να μιλήσει η κοκκινοσκουφίτσα λέει ο κακός λύκος:
- "θα με αφήσεις να χέσω ήσυχος;"
- "Αγγλικά ξέρεις;"
- "Όχι," απαντάει ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Πάει σε ένα άλλο και ξαναρωτάει:
- "Αγγλικά ξέρεις;"
- "Όχι," λέει και αυτός ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Τελοσπάντων, αφού είχε γυρίσει πολλά περιπτερά, πάει και σε ένα τελευταίο περίπτερο. Το ίδιο πάλι.
- "Αγγλικά ξέρεις;" ρωτάει ο Πόντιος τον περιπτερά.
- "Ναι λέει ο περιπτεράς!" Και λέει ο Πόντιος.
- "Ε φέρε μου τότε ένα Marlboro!"
Μπαίνει ένα άλογο σε ένα φούρνο και λέει στον φούρναρη:
- "Μια φρατζόλα παρακαλώ."
- "Μα άλογο δεν είσαι!;", του λέει ο φούρναρης γεμάτος έκπληξη.
- "Ναι, έχεις κανά πρόβλημα ρε φίλε; ’ντε τελείωνε, έχουμε και δουλειές!", του απαντάει θυμωμένο το άλογο.
- "Όχι. Εγώ, δεε. .", του δίνει το ψωμί και το άλογο φεύγει, ενώ ο φούρναρης καθώς σταυροκοπιόταν, έλεγε:
- "Θεός φυλάξει! Τι άλλο θα δούμε σήμερα!;"
Μετά από 2 λεπτά μπαίνει πάλι το άλογο μέσα και λέει:
- "Ρε φίλε, μήπως έχεις μια σακούλα γιατί είμαι με το μηχανάκι."
Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας δουλεύουν στη ΝΑΣΑ καθαρίζοντας πυραύλους.
Από τη πολύ κούρασή έχουν τρελαθεί στη δίψα και θέλουν κάτι να πιούν.
Βλέπουν ένα κουβά με ένα υγρό και κατεβάζουν ο καθένας από μισό.
Το βράδυ παίρνει τηλέφωνο ο Γιωρίκας τον Κωστίκα.
- "Βρε Κωστίκα, ξέρεις τι ήταν αυτό που ήπιαμε το μεσημέρι;"
- "Νερό, δεν ήταν βρε Γιωρίκα;"
- "Όχι Κωστίκα δεν ήταν νερό αλλά προωθητικό πυραύλων."
- "Ε! και τι έγινε δεν πάθαμε τίποτα."
- "Δεν πάθαμε τίποτα αλλά μην κλάσεις, γιατί εγώ τηλεφωνώ από Τόκιο!"
Είναι ένας τυφλός κι εκεί που πηγαίνει κουτουλάει κατά λάθος κάποιον:
- "Εεεεε, προσέξτε λίγο κύριε μου."
- "Ωω, χίλια συγνώμη, δε σας είδα, είμαι τυφλός ξέρετε."
- "Κι εγώ τυφλός είμαι", λέει ο άλλος.
- "Σοβαρά; Ωραία τότε, τώρα που γνωριστήκαμε, να βλεπόμαστε."
Σε ένα χωριό ξεχασμένο από το Θεό, οι κάτοικοι δεν είχαν τι άλλο να κάνουν και οργάνωσαν σκυλομαχίες.
Εκείνη την ημέρα το πιτ-μπουλ του Προέδρου του χωριού, είχε ένα "ραντεβουδάκι" στην αρένα με το σκύλο του κυρ Μήτρου του τσέλιγκα.
Καταφθάνουν οι αντίπαλοι και ο Πρόεδρος βάζει τα γέλια βλέποντας ένα κουρεμένο κατάλευκο με κορδέλες και παπιγιόνια, κανίς του κυρ Μήτρου, να θέλει να μπει στην αρένα.
Το πίτ-μπουλ λυσσασμένο, έβγαζε αφρούς από το στόμα και τα αυτιά, θέλοντας να ξεσκίσει το φλώρικο κανίς.
Μπήκαν τα στοιχήματα, ξεκινά ο αγώνας και ώ!! δια του θαύματος το κανίς αρπάζει το πιτ-μπουλ από το σβέρκο και του τον ξεριζώνει. Του κόβει τα πόδια, τρώει και την ουρά του, κάτω από το περήφανο βλέμα του κυρ Μήτρου, αφήνοντας έκπληκτους όλους τους τσομπαναραίους που έβλεπαν τον αγώνα.
Εκνευρισμένος ο Πρόεδρος, από το ρεζιλίκι, πάει πάνω από το μισοπεθαμένο πιτ-μπουλ και αρχίζει να του κατεβάζει καντίλια:
- "Αϊ ρι χαμένου βρουμόσκυλο. Κατηραμένε κουπρίτη, τούσα λεφτά ίδωκα να σι ικπιδεύσουν κι να σι ξιφτίλις τούτο του βρουμοκανίς! Τζάμπα πήγαν ούλα τα μαθήματα που σου γινήκανε, χαμένου κουρμί. Φτού σου!"
- "Αυτού ουρέ Πρόεδρε, διν είν τίποτις" απαντά ο τσέλιγκας.
- "Ιμένα να ειδείς, που ξούδεψα ουλόκληρα χρούνια για να κάμου τουν κoρκόδειλα κανίς!"
Ήταν η κοκκινοσκουφίτσα και πήγαινε στην καλή γιαγιά της. Εκεί που πήγαινε βλέπει κάτι πολύ ωραία λουλούδια πάει να πάρει ένα μπουκέτο για να πάει στη γιαγιά της. Πίσω από ένα δέντρο βλέπει τον κακό λύκο καθισμένο και λέει:
- "Γειά σου λύκε", και απαντάει ο λύκος:
- "Γειά σου" και σηκώνεται και φεύγει.
Ενώ η κοκκινοσκουφίτσα συνέχιζε να κόβει λουλούδια πίσω από ένα άλλο δέντρο βλέπει πάλι τον κακό λύκο και λέει:
- "Λύκε γιατί έχεις μεγάλα αυτιά;" και λέει ο λύκος
νευριασμένος:
- "Γιά να ακούω καλύτερα" και σηκώνεται και φεύγει.
Η κοκκινοσκουφίτσα συνεχίζει να κόβει λουλούδια και βλέπει πάλι τον κακό λύκο καθισμένο πίσω πάνω σε ένα δέντρο και πριν προλάβει να μιλήσει η κοκκινοσκουφίτσα λέει ο κακός λύκος:
- "θα με αφήσεις να χέσω ήσυχος;"