Ora_Nihil
20/07/2004, 21:56
Σκηνικό: νύχτα στο χωριό της Βηθλεέμ. Ησυχία. Το αστέρι από πάνω ρίχνει ένα θαμπό φως. Στον ορίζοντα, τρεις καμήλες πλησιάζουν το χωρίο.
Στο προσκήνιο, η φάτνη, μια ρηχή σπηλιά με ξύλινα υποστυλώματα, καλυμμένη με άχυρα. Οι τρεις μάγοι, φτάνουν έξω από τη φάτνη. Ο αρχαιότερος από αυτούς, ο Μπαλτάσαρ, ξεπεζεύει, ξεπακετάρει του κουτί με τη σμύρνα από την καμήλα, και κατευθύνεται προς τη φάτνη.
Σκύβει, για να χωρέσει στη χαμηλή και στενή είσοδο, και βρίσκεται μπροστά στο βρέφος. Προσκυνάει το μωρό, αποθέτει το κουτί με τη σμύρνα στα πόδια του, γυρνά και σκυφτά βγαίνει από τη φάτνη.
Ο Μελχιόρ, ο δεύτερος από τους σοφούς άντρες, κατεβαίνει από την καμήλα. Με το κουτί τον λίβανο παραμάσχαλα, μπαίνει σκυφτός στη φάτνη. Μ' ευλάβεια προσκυνάει τον μικρό και παραμένοντας σκυφτός βγαίνει από τη φάτνη.
Ο τρίτος άντρας (μου διαφεύγει το όνομα του), ζαλισμένος από το πολυήμερο ταξίδι, κατεβαίνει σκοντάφτοντας από την καμήλα του, βουτάει αδέξια τον χρυσό, και αργά βαδίζει παραπατόντας προς τη φάτνη.
Αποφεύγει την τελευταία στιγμή το οριζόντιο δοκάρι, που συγκρατεί την είσοδο, αποθέτει τον χρυσό στα πόδια του μπέμπη, και γυρνάει να φύγει.
Αυτήν τη φορά, δεν είναι τυχερός. Όρθιος, καθώς σηκώθηκε, ρίχνει μια γερή κουτουλιά στο οριζόντιο δοκάρι και σωριάζεται κάτω από το σοκ.
- Tον Χριστό μου! αναφωνεί τσατισμένος.
Ο Ιωσήφ, με το που το ακούει, σηκώνεται όρθιος και λέει με βαριά φωνή:
- Να, ρε γυναίκα όνομα για το παιδί. Οχι Μπάμπης...
Στο προσκήνιο, η φάτνη, μια ρηχή σπηλιά με ξύλινα υποστυλώματα, καλυμμένη με άχυρα. Οι τρεις μάγοι, φτάνουν έξω από τη φάτνη. Ο αρχαιότερος από αυτούς, ο Μπαλτάσαρ, ξεπεζεύει, ξεπακετάρει του κουτί με τη σμύρνα από την καμήλα, και κατευθύνεται προς τη φάτνη.
Σκύβει, για να χωρέσει στη χαμηλή και στενή είσοδο, και βρίσκεται μπροστά στο βρέφος. Προσκυνάει το μωρό, αποθέτει το κουτί με τη σμύρνα στα πόδια του, γυρνά και σκυφτά βγαίνει από τη φάτνη.
Ο Μελχιόρ, ο δεύτερος από τους σοφούς άντρες, κατεβαίνει από την καμήλα. Με το κουτί τον λίβανο παραμάσχαλα, μπαίνει σκυφτός στη φάτνη. Μ' ευλάβεια προσκυνάει τον μικρό και παραμένοντας σκυφτός βγαίνει από τη φάτνη.
Ο τρίτος άντρας (μου διαφεύγει το όνομα του), ζαλισμένος από το πολυήμερο ταξίδι, κατεβαίνει σκοντάφτοντας από την καμήλα του, βουτάει αδέξια τον χρυσό, και αργά βαδίζει παραπατόντας προς τη φάτνη.
Αποφεύγει την τελευταία στιγμή το οριζόντιο δοκάρι, που συγκρατεί την είσοδο, αποθέτει τον χρυσό στα πόδια του μπέμπη, και γυρνάει να φύγει.
Αυτήν τη φορά, δεν είναι τυχερός. Όρθιος, καθώς σηκώθηκε, ρίχνει μια γερή κουτουλιά στο οριζόντιο δοκάρι και σωριάζεται κάτω από το σοκ.
- Tον Χριστό μου! αναφωνεί τσατισμένος.
Ο Ιωσήφ, με το που το ακούει, σηκώνεται όρθιος και λέει με βαριά φωνή:
- Να, ρε γυναίκα όνομα για το παιδί. Οχι Μπάμπης...