npat
24/03/2007, 21:51
Σκαλίζοντας την βιβλιοθήκη μου βρήκα σήμερα το απόγευμα, χωμένο ανάμεσα σε αρχαία χαρτιά και τόνους σκόνη, το βιβλίο του θέματος. Ξεχασμένο εκεί από τότε που το είχα ανακαλύψει / πρωτοδιαβάσει, κάποια στιγμή στα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια...
Πρόκειται για ένα υπέροχο πάντρεμα φιλοσοφικού δοκιμίου και ταξιδιωτικού με μοτοσικλέτα. Γραμμένο από τον Robert Pirsig (http://en.wikipedia.org/wiki/Pirsig) το 1974, επιχειρεί να γεφυρώσει το δυτικό ρασιοναλισμό με τον ανατολικό μυστικισμό χρησιμοποιώντας σαν μοντέλο κομβικού-σημείου τον δυισμό που ενυπάρχει στο μοτοσικλετιστικό αρχέτυπο: μοτοσυκλέτα ως τεχνολογικό επίτευγμα έναντι στην μοτοσυκλέτα ως μέσο εσωτερικής εξερεύνησης.
Το πλήρες κείμενο (στο πρωτότυπο) υπάρχει στο διαδίκτυο (http://virtualschool.edu/mon/Quality/PirsigZen/). Κυκλοφορεί επίσης και μεταφρασμένο στα Ελληνικά. Είναι ένα κείμενο που αξίζει τον κόπο να διαβάσει κάθε μοτοσικλετιστής.
Έτσι, για να σας ανοίξω την όρεξη, παραθέτω τις πρώτες μια-δυο σελίδες...
------------------------------------------------------------------
Ρίχνω το βλέμμα μου στο ρολόι χωρίς να σηκώσω το χέρι μου από την αριστερή λαβή της μοτοσυκλέτας, και βλέπω ότι είναι οκτώμισι το πρωί.
Ο άνεμος, παρά τα εξήντα μίλια τη ώρα που τρέχω, είναι ζεστός και υγρός.
Αφού κάνει τόσο αποπνικτική ζέστη στις οκτώμιση το πρωί, σκέψου τι θα κάνει το απόγευμα.
Ο αέρας είναι γεμάτος διαπεραστικές μυρωδιές από τους βάλτους δίπλα στο δρόμο. Βρισκόμαστε σε μια περιοχή των Σέντραλ Πλέηνς, γεμάτη λασπότοπους όπου κυνηγάνε πάπιες, και κατευθυνόμαστε βορειοδυτικά προς την Ντακότα.
Ο αυτοκινητόδρομος είναι παλιός, τσιμεντένιος, με δύο λουρίδες, που δεν έχει και πολύ κυκλοφορία από τότε που έγινε ένας άλλος, παράλληλα με αυτόν, με τέσσερις λουρίδες.
Όταν περνάμε έναν βάλτο, ο αέρας γίνεται απότομα δροσερός. Μετά, μόλις τον περάσουμε, απότομα ξαναζεσταίνεται.
Χαίρομαι που ταξιδεύω ξανά σε αυτήν την περιοχή. Είναι κάπου στο πουθενά και δεν είναι ξακουστή για τίποτα απολύτως και η γοητεία της έγκειται ακριβώς σ' αυτό. Όλη η ένταση σ' αφήνει όταν ταξιδεύεις σ' αυτούς τους παλιούς δρόμους.
Η μηχανή χοροπηδάει στις λακούβες του φθαρμένου δρόμου που ξεδιπλώνεται ανάμεσα σε βούρλα και λουρίδες από λιβάδια και μετά κι' άλλα βούρλα και πάλι βάλτοι. Εδώ και 'κει συναντάς μικροσκοπικές λιμνούλες και αν κοιτάξεις προσεκτικά μπορείς να δεις αγριόπαπιες στις όχθες... Και χελώνες... Να κι ένα μαυροπούλι με κόκκινα φτερά.
Σκουντάω το γόνατο του Κρις και του το δείχνω.
"Τι ' ναι;" ξεφωνίζει.
"Μαυροπούλι".
Λέει κάτι που δεν τ' ακούω. "Τι;" ξεφωνίζω και γω με τη σειρά μου.
Γραπώνει το πίσω μέρος του κράνους μου και ξεφωνίζει: "Έχω δει πολλά τέτοια μπαμπά!"
"Α!" Ξαναξεφωνίζω. Και μετά κουνάω το κεφάλι μου με κατανόηση. Όταν είσαι δώδεκα χρονών δεν εντυπωσιάζεσαι πολύ από κοκκινόφτερα μαυροπούλια.
Πρέπει να 'χεις μεγαλώσει για κάτι τέτοιο. Για μένα όλα αυτά είναι συνδεδεμένα με αναμνήσεις που αυτός δεν έχει. Κρύα πρωινά, πριν από χρόνια, όταν το γρασίδι γινόταν καστανό και τα βούρλα λικνίζονταν στον βορειοδυτικό άνεμο. Οι διαπεραστικές μυρωδιές τότε ήταν από τη λάσπη, που ανακατεύονταν από τις ψηλές μας μπότες, καθώς παίρναμε θέσεις περιμένοντας τον ήλιο ν' ανέβει και ν' αρχίσει η εποχή της πάπιας.
Ή το χειμώνα, που οι λασπότοποι πάγωναν και νέκρωναν και περπατούσα πάνω στον πάγο και το χιόνι ανάμεσα σε ξερά βούρλα και δεν έβλεπα παρά γκρίζους ουρανούς και θάνατο και κρύο. Τα μαυροπούλια ήταν φευγάτα τότε. Αλλά τώρα είναι Ιούλιος κι έχουν γυρίσει κι όλα είναι ολοζώντανα και κάθε σπιθαμή αυτού του λασπότοπου σιγομουρμουρίζει και βουίζει και κελαιδάει και τρίζει, μια ολόκληρη κοινωνία εκατομμυρίων ζωντανών πλασμάτων που ζουν τη ζωή τους σ' ένα αρμονικό συνεχές.
Όταν κάνεις διακοπές με μοτοσυκλέτα βλέπεις τα πράγματα μ' ένα τελείως διαφορετικό τρόπο. Όταν είσαι μ' αυτοκίνητο, είσαι συνέχεια σε ένα κλειστό θάλαμο κι επειδή το έχεις συνηθίσει δε συνειδητοποιείς πως, ό,τι βλέπεις από το παράθυρο του αυτοκινήτου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά περισσότερη τηλεόραση. Είσαι ένας παθητικός παρατηρητής και όλα κινούνται γύρω σου, βαρετά, μέσα σε πλαίσιο.
Με τη μοτοσυκλέτα το πλαίσιο λείπει. Είσαι σε απόλυτη επαφή με τα πάντα. Είσαι μέσα στην εικόνα. Δεν την παρακολουθείς απλώς και η αίσθηση της παρουσίας σε συγκλονίζει. Το τσιμέντο που σφυρίζει, καθώς περνάει πάνω του η ρόδα είκοσι πόντους κάτω απ' τα πόδια σου, είναι αληθινό, είναι το ίδιο που περπατάς πάνω του. Είναι εκεί, φλουταρισμένο λόγω της ταχύτητας, αλλά έτσι και κατεβάσεις το πόδι σου, το ακουμπάς ό,τι ώρα θέλεις, κι όλη αύτη η αίσθηση, όλη αυτή η εμπειρία δεν απομακρύνεται στιγμή από την άμεση συνειδητότητά σου.
Ο Κρις κι εγώ, ταξιδεύουμε για την Μοντάνα με κάτι φίλους που είναι πιο μπροστά από 'μας και ίσως να 'χουν προχωρήσει και πέρα από την Μοντάνα. Τα σχέδιά μας είναι επίτηδες αόριστα. Ταξιδεύουμε πιο πολύ για το ταξίδι παρά για να φτάσουμε κάπου. Απλώς κάνουμε διακοπές. Προτιμάμε τους δευτερεύοντες δρόμους. Οι λιθόστρωτοι εξοχικοί δρόμοι είναι οι καλύτεροι και δεύτεροι στη σειρά έρχονται οι λεωφόροι των Πολιτειών. Οι εθνικές οδοί είναι οι χειρότεροι. Θέλουμε να κάνουμε καλό χρόνο, αλλά για 'μας πια αυτό μετριέται με έμφαση στο "καλός" παρά στο "χρόνος". Όταν κάνεις αυτή την αλλαγή στην έμφαση, όλη σου η προσέγγιση στο θέμα αλλάζει. Φιδογυριστά δρομάκια στους λόφους τρώνε χρόνο, αν τον μετράς σε δευτερόλεπτα, αλλά όταν είσαι με μοτοσυκλέτα, τον ευχαριστιέσαι πολύ περισσότερο καθώς γέρνεις το σώμα σου στις στροφές αντί να κοπανιέσαι από την μια πλευρά στην άλλη όπως γίνεται όταν είσαι με το αυτοκίνητο.
Οι δρόμοι με την μικρότερη κίνηση είναι πιο απολαυστικοί και πιο ασφαλείς. Δρόμοι χωρίς ντραιβ-ιν και διαφημιστικές ταμπέλες είναι καλύτεροι, δρόμοι όπου τα δάση και τα λιβάδια και τα οπωροφόρα δένδρα φτάνουν μέχρι τη άκρη τους, όπου τα πιτσιρίκια σε χαιρετάνε όταν περνάς δίπλα τους, όπου οι άνθρωποι κοιτούν από τις βεράντες τους για να δουν ποιος περνάει, όπου, όταν σταματήσεις να ζητήσεις οδηγίες ή κάποια πληροφορία, η απάντηση που σου δίνουν είναι μεγαλύτερη απ' όσο χρειάζεσαι, όπου οι άνθρωποι σε ρωτάνε από που είσαι και πόσο καιρό ταξιδεύεις...
Πρόκειται για ένα υπέροχο πάντρεμα φιλοσοφικού δοκιμίου και ταξιδιωτικού με μοτοσικλέτα. Γραμμένο από τον Robert Pirsig (http://en.wikipedia.org/wiki/Pirsig) το 1974, επιχειρεί να γεφυρώσει το δυτικό ρασιοναλισμό με τον ανατολικό μυστικισμό χρησιμοποιώντας σαν μοντέλο κομβικού-σημείου τον δυισμό που ενυπάρχει στο μοτοσικλετιστικό αρχέτυπο: μοτοσυκλέτα ως τεχνολογικό επίτευγμα έναντι στην μοτοσυκλέτα ως μέσο εσωτερικής εξερεύνησης.
Το πλήρες κείμενο (στο πρωτότυπο) υπάρχει στο διαδίκτυο (http://virtualschool.edu/mon/Quality/PirsigZen/). Κυκλοφορεί επίσης και μεταφρασμένο στα Ελληνικά. Είναι ένα κείμενο που αξίζει τον κόπο να διαβάσει κάθε μοτοσικλετιστής.
Έτσι, για να σας ανοίξω την όρεξη, παραθέτω τις πρώτες μια-δυο σελίδες...
------------------------------------------------------------------
Ρίχνω το βλέμμα μου στο ρολόι χωρίς να σηκώσω το χέρι μου από την αριστερή λαβή της μοτοσυκλέτας, και βλέπω ότι είναι οκτώμισι το πρωί.
Ο άνεμος, παρά τα εξήντα μίλια τη ώρα που τρέχω, είναι ζεστός και υγρός.
Αφού κάνει τόσο αποπνικτική ζέστη στις οκτώμιση το πρωί, σκέψου τι θα κάνει το απόγευμα.
Ο αέρας είναι γεμάτος διαπεραστικές μυρωδιές από τους βάλτους δίπλα στο δρόμο. Βρισκόμαστε σε μια περιοχή των Σέντραλ Πλέηνς, γεμάτη λασπότοπους όπου κυνηγάνε πάπιες, και κατευθυνόμαστε βορειοδυτικά προς την Ντακότα.
Ο αυτοκινητόδρομος είναι παλιός, τσιμεντένιος, με δύο λουρίδες, που δεν έχει και πολύ κυκλοφορία από τότε που έγινε ένας άλλος, παράλληλα με αυτόν, με τέσσερις λουρίδες.
Όταν περνάμε έναν βάλτο, ο αέρας γίνεται απότομα δροσερός. Μετά, μόλις τον περάσουμε, απότομα ξαναζεσταίνεται.
Χαίρομαι που ταξιδεύω ξανά σε αυτήν την περιοχή. Είναι κάπου στο πουθενά και δεν είναι ξακουστή για τίποτα απολύτως και η γοητεία της έγκειται ακριβώς σ' αυτό. Όλη η ένταση σ' αφήνει όταν ταξιδεύεις σ' αυτούς τους παλιούς δρόμους.
Η μηχανή χοροπηδάει στις λακούβες του φθαρμένου δρόμου που ξεδιπλώνεται ανάμεσα σε βούρλα και λουρίδες από λιβάδια και μετά κι' άλλα βούρλα και πάλι βάλτοι. Εδώ και 'κει συναντάς μικροσκοπικές λιμνούλες και αν κοιτάξεις προσεκτικά μπορείς να δεις αγριόπαπιες στις όχθες... Και χελώνες... Να κι ένα μαυροπούλι με κόκκινα φτερά.
Σκουντάω το γόνατο του Κρις και του το δείχνω.
"Τι ' ναι;" ξεφωνίζει.
"Μαυροπούλι".
Λέει κάτι που δεν τ' ακούω. "Τι;" ξεφωνίζω και γω με τη σειρά μου.
Γραπώνει το πίσω μέρος του κράνους μου και ξεφωνίζει: "Έχω δει πολλά τέτοια μπαμπά!"
"Α!" Ξαναξεφωνίζω. Και μετά κουνάω το κεφάλι μου με κατανόηση. Όταν είσαι δώδεκα χρονών δεν εντυπωσιάζεσαι πολύ από κοκκινόφτερα μαυροπούλια.
Πρέπει να 'χεις μεγαλώσει για κάτι τέτοιο. Για μένα όλα αυτά είναι συνδεδεμένα με αναμνήσεις που αυτός δεν έχει. Κρύα πρωινά, πριν από χρόνια, όταν το γρασίδι γινόταν καστανό και τα βούρλα λικνίζονταν στον βορειοδυτικό άνεμο. Οι διαπεραστικές μυρωδιές τότε ήταν από τη λάσπη, που ανακατεύονταν από τις ψηλές μας μπότες, καθώς παίρναμε θέσεις περιμένοντας τον ήλιο ν' ανέβει και ν' αρχίσει η εποχή της πάπιας.
Ή το χειμώνα, που οι λασπότοποι πάγωναν και νέκρωναν και περπατούσα πάνω στον πάγο και το χιόνι ανάμεσα σε ξερά βούρλα και δεν έβλεπα παρά γκρίζους ουρανούς και θάνατο και κρύο. Τα μαυροπούλια ήταν φευγάτα τότε. Αλλά τώρα είναι Ιούλιος κι έχουν γυρίσει κι όλα είναι ολοζώντανα και κάθε σπιθαμή αυτού του λασπότοπου σιγομουρμουρίζει και βουίζει και κελαιδάει και τρίζει, μια ολόκληρη κοινωνία εκατομμυρίων ζωντανών πλασμάτων που ζουν τη ζωή τους σ' ένα αρμονικό συνεχές.
Όταν κάνεις διακοπές με μοτοσυκλέτα βλέπεις τα πράγματα μ' ένα τελείως διαφορετικό τρόπο. Όταν είσαι μ' αυτοκίνητο, είσαι συνέχεια σε ένα κλειστό θάλαμο κι επειδή το έχεις συνηθίσει δε συνειδητοποιείς πως, ό,τι βλέπεις από το παράθυρο του αυτοκινήτου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά περισσότερη τηλεόραση. Είσαι ένας παθητικός παρατηρητής και όλα κινούνται γύρω σου, βαρετά, μέσα σε πλαίσιο.
Με τη μοτοσυκλέτα το πλαίσιο λείπει. Είσαι σε απόλυτη επαφή με τα πάντα. Είσαι μέσα στην εικόνα. Δεν την παρακολουθείς απλώς και η αίσθηση της παρουσίας σε συγκλονίζει. Το τσιμέντο που σφυρίζει, καθώς περνάει πάνω του η ρόδα είκοσι πόντους κάτω απ' τα πόδια σου, είναι αληθινό, είναι το ίδιο που περπατάς πάνω του. Είναι εκεί, φλουταρισμένο λόγω της ταχύτητας, αλλά έτσι και κατεβάσεις το πόδι σου, το ακουμπάς ό,τι ώρα θέλεις, κι όλη αύτη η αίσθηση, όλη αυτή η εμπειρία δεν απομακρύνεται στιγμή από την άμεση συνειδητότητά σου.
Ο Κρις κι εγώ, ταξιδεύουμε για την Μοντάνα με κάτι φίλους που είναι πιο μπροστά από 'μας και ίσως να 'χουν προχωρήσει και πέρα από την Μοντάνα. Τα σχέδιά μας είναι επίτηδες αόριστα. Ταξιδεύουμε πιο πολύ για το ταξίδι παρά για να φτάσουμε κάπου. Απλώς κάνουμε διακοπές. Προτιμάμε τους δευτερεύοντες δρόμους. Οι λιθόστρωτοι εξοχικοί δρόμοι είναι οι καλύτεροι και δεύτεροι στη σειρά έρχονται οι λεωφόροι των Πολιτειών. Οι εθνικές οδοί είναι οι χειρότεροι. Θέλουμε να κάνουμε καλό χρόνο, αλλά για 'μας πια αυτό μετριέται με έμφαση στο "καλός" παρά στο "χρόνος". Όταν κάνεις αυτή την αλλαγή στην έμφαση, όλη σου η προσέγγιση στο θέμα αλλάζει. Φιδογυριστά δρομάκια στους λόφους τρώνε χρόνο, αν τον μετράς σε δευτερόλεπτα, αλλά όταν είσαι με μοτοσυκλέτα, τον ευχαριστιέσαι πολύ περισσότερο καθώς γέρνεις το σώμα σου στις στροφές αντί να κοπανιέσαι από την μια πλευρά στην άλλη όπως γίνεται όταν είσαι με το αυτοκίνητο.
Οι δρόμοι με την μικρότερη κίνηση είναι πιο απολαυστικοί και πιο ασφαλείς. Δρόμοι χωρίς ντραιβ-ιν και διαφημιστικές ταμπέλες είναι καλύτεροι, δρόμοι όπου τα δάση και τα λιβάδια και τα οπωροφόρα δένδρα φτάνουν μέχρι τη άκρη τους, όπου τα πιτσιρίκια σε χαιρετάνε όταν περνάς δίπλα τους, όπου οι άνθρωποι κοιτούν από τις βεράντες τους για να δουν ποιος περνάει, όπου, όταν σταματήσεις να ζητήσεις οδηγίες ή κάποια πληροφορία, η απάντηση που σου δίνουν είναι μεγαλύτερη απ' όσο χρειάζεσαι, όπου οι άνθρωποι σε ρωτάνε από που είσαι και πόσο καιρό ταξιδεύεις...