tilo_wolff
17/07/2007, 17:27
Γνωρίζετε πόσες λέξεις � κλειδιά (στην αργκό) έχουν καθιερωθεί σαν κώδικας επικοινωνίας για την μοτοσυκλέτα, τον τρόπο οδήγησης και τους οδηγούς. Πολλές φορές χρησιμοποιούμε αυτές τις λέξεις, ασυνείδητα, και ξέρουμε πως ο συνομιλητής μας, μας καταλαβαίνει απόλυτα (αν είναι οδηγός δικύκλου). Λέξεις περίεργες, άγνωστες και σημαδιακές, που έχουν όμως απόλυτη βάση στην κουβέντα των μοτοσυκλετιστών.
Μία μελέτη του Γιάννη Ντρενογιάννη στο «Auto ΝΕΑ» το Φεβρουάριο του 1999 μας δείχνει πόσες πολλές είναι.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ.
Ινδιάνος: Αναφέρεται σε ριψοκίνδυνο μοτοσυκλετιστή που αψηφά τον κίνδυνο ή έχει παντελή αδυναμία να καταλάβει ότι ο τρόπος που οδηγεί μπορεί να έχει επώδυνα αποτελέσματα. Οι ινδιάνοι συνήθως πηγαίνουν «τάπα» ή «χωρίς αύριο».
Καρεκλάς: αλλο χαρλεάς, άλλο καρεκλάς. Μπορεί και οι δύο να οδηγούν μοτοσυκλέτες κλάστομ ή τσόπερ αλλά ο καρεκλάς δεν έχει το «αυθεντικό». Δημοφιλής μοτοσυκλέτα για καρεκλάδες (καμία σχέση με αυτούς που άκουγαν disco το �70) είναι η Yamaha Virago.
Βρόντακας: Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για ανβάτη που πέφτει συνεχώς, λόγω μειωμένων οδηγικών ικανοτήτων. Για ένα βρόντακα η πτώση είναι κομμάτι της καθημερινότητας. Συνήθως τρώει εξευτελιστικές «χύμες» με λίγα χιλιόμετρα με ελαφρούς τραυματισμούς. Σύντομα αγοράζει αυτοκίνητο και διηγείται «ηρωικά» κατορθώματα.
Σιδεροφάγος: Σπάνιοι αναβάτες που προκαλούν μεγάλες βλάβες ακόμα και σε μηχανές με υποδειγματική αξιοπιστία. Κανείς δεν καταλαβαίνει πως μπορεί να προξενεί τέτοια καταστροφή, ούτε βέβαια και ο ίδιος.
Νεκρόφιλος: Αναφέρεται σε αναβάτες προσκολλημένους σε κλασσικές παλαιές μηχανές. Ο «νεκρόφιλος» έχει μία ή περισσότερες μηχανές της δεκαετίας το �60 ή παλαιότερες. Ποτέ δεν οδηγεί γρήγορα, όχι λόγω περιορισμού από τις επιδόσεις της μοτοσυκλέτας του, αλλά τέτοια είναι η ψυχοσύνθεσή του.
Κότα: Μειωτικός χαρακτηρισμός σε φοβισμένο αναβάτη ο οποίος παρότι έχει γρήγορη μοτοσυκλέτα, την οδηγεί αργά, προσεκτικά και βαρετά. Ένας αναβάτης «κότα» δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν γνήσιος μοτοσυκλετιστής αφού χρησιμοποιεί τα δίτροχα για μετακίνηση και φιγούρα, στερείται πάθους για αυτά και δεν είναι μυημένος στην κουλτούρα του «μηχανόβιου». Ενίοτε ο χαρακτηρισμός «κότα» συνοδεύεται από τον επιθετικό προσδιορισμό «λειράτη».
Φλώρος: Αναβάτης μοτοσυκλέτας με προσεγμένη εμφάνιση και γεμάτος πορτοφόλι. Οδηγεί καλές και γρήγορες μοτοσυκλέτες μόνο που είναι αργός και βαρετός.Παλιότερα οι «φλώροι» δεν ήταν απαραίτητα ευκατάστατοι, αλλά στις ημέρες μας αυτό ισχύει.
Τυρί: Προσπαθεί να το παίξει «κυριλέ», ντύνεται προσεγμένα, αλλά δεν είναι «φλώρος». Δεν είναι απαραίτητα γρήγορος οδηγός, αλλά κάνει τον σπουδαίο.
Κουλός: Πλήρως αρτιμελής αναβάτης ο οποίος όμως αδυνατεί να οδηγήσει γρήγορα την μοτοσυκλέτα του. Ένας «κουλός» ή «κουλάντζα» ξεχωρίζει από μακριά από τις νευρικές κινήσεις που κάνει στην οδήγηση, από το σφίξιμο στις εκφράσεις και στο σώμα. Οδηγεί συνήθως κορδωμένος και όρθιος σε μία απελπισμένη προσπάθεια να ελέγξει τον φόβο του.
Εντουράς: Αναβάτης του βουνού και της στάνης. Αναζητά την περιπέτεια έξω από τους ασφάλτινους δρόμους και καυχιέται τις ηρωικές διαδρομές που έχει κάνει. Το λασπωμένο μηχανάκι αποτελεί τιμητική διάκριση για την προσπάθεια. Οι «εντουράδες» του Σαββατοκύριακου συνήθως συχνάζουν σε καφετέριες και ταβέρνες των περιοχών γύρω από την πόλη.
Στριτάς: Διαθέτει μοτοσυκλέτα δρόμου και κινείται αναλόγως.
Τσοπεράς ή biker: Συνομοταξία μοτοσυκλετιστών που οδηγούν κάστομ ή τσόπερ από πεποίθηση, υιοθετώντας το ανάλογο στυλακί και προσπαθώντας να το ανάγουν σε τρόπο ζωής.
Ζητάς: Όργανο της Τάξης, αναβάτης της Τροχαίας και μάλιστα της ομάδας Ζ. Το «Ζητάς» βγαίνει και από το ότι σου ζητά συνήθως άδεια, δίπλωμα και ότι άλλο έχει υπ� όψιν του.
ΟΔΗΓΗΣΗ.
Χωρίς αύριο: Επικίνδυνη οδήγηση μηχανής που ξεπερνάει τα όρια του αναβάτη. Αντίστοιχο είναι και το «Ζω � Πεθαίνω».
Τσίτα: Συνήθως λέμε «πάει τσίτα» ή «τσίτα τα γκάζια». Χρησιμοποιείται όταν η μηχανή πιάνει την τελική της ταχύτητα και φτάνει στο όριο από πλευράς ιπποδύναμης. Επίσης χρησιμοποιείται το «τελικιάζω» ή το εξελιγμένο «τάπα».
Με τα χίλια: Μια βαθμίδα πιο κάτω από το «τσίτα», αλλά με την ίδια έννοια. Ταυτόσημο με το «αέρα» ή το πιο καλό «αέρα πατέρα».
Φέτα: Όταν ο αναβάτης παίρνει θεαματικά μεγάλη κλίση στη στροφή, τότε λέμε «μπήκε φέτα». Αν όμως γλιστρήσει και πέσει τότε� «μπήκε φέτα και βγήκε τρίμματα».
Χώνω: Ανοίγω τέρμα το γκάζι και μάλιστα βίαια. Αντίστοιχα και το «δίνω».
Σέρνεται: Φυσικά, μιλάμε για αργό αναβάτη και το ρήμα χρησιμοποιείτε μόνο στην παθητική φωνή.
Κοσκινίζει (ή κοσκινάει): Το εμπρός σύστημα ταλαντώνεται επικίνδυνα.
Κλάνω: Συνήθως «μαλλί» ή «μέντες». Χρησιμοποιείται κυρίως σε αυτοσχέδιες κόντρες, όταν κάποιος κόψει το γκάζι πρώτος.
Ψαλιδίζει: το πίσω σύστημα της μηχανής ταλαντώνεται είτε λόγω κατασκευής είτε λόγω οδήγησης στο όριο.
Ζεμπεκιές: Από το ζεϊμπέκικο. Επικίνδυνες ταλαντώσεις των αναρτήσεων ή στρεβλώσεις του πλαισίου. Τον όρο χρησιμοποιούν περισσότερο οι αναβάτες του εντούρο. Οι «ζεμπεκιές» οφείλονται είτε σε κακή κατασκευή είτε σε λάθος ρυθμίσεις.
Σκασμένη: Χρησιμοποιείται με συγκεκριμένη σχέση στο κιβώτιο ταχυτήτων, για να δηλώσει την υπέρβαση ορίου στροφών του κινητήρα. Π.χ. «Με σκασμένη δευτέρα το κοντέρ χτυπάει τα 120».
Κούφια: Η γκαζιά δίχως αντίκρυσμα, γιατί δεν έχει μπει ταχύτητα στο κιβώτιο ή γιατί είναι πατημένος ο συμπλέκτης.
Ταρζανιές: Γυμναστικές επιδείξεις με μοτοσυκλέτα. Θεαματική και κάπως επικίνδυνη οδήγηση. Οι ταρζανιές περιλαμβάνουν σούζες, κωλιές, endo κ.λ.π.
Παντιλίκι: Ηθελημένο και σχετικά ελεγχόμενο γλίστρημα του πίσω τροχού. Στην Ελλάδα με την άσφαλτο � γυαλί, παντιλίκια κάνουν ακόμα και τα παπιά, χωρίς μάλιστα να το θέλει ο αναβάτης τους.
Ξεκαπνίζω: Γρήγορη οδήγηση για μικρό χρονικό διάστημα, με σκοπό το «καθάρισμα» της εξάτμισης. Το ξεκάπνισμα γίνεται κυριολεκτικά στις δίχρονες μηχανές, όπου στο τελικό τμήμα κυρίως, έχει «καθίσει» το λάδι. Ανάλογο και το «ξεμπουκώνω».
Σούπα: Πτώση ανώδυνη με μικρή ταχύτητα. Αντίστοιχο και το «σουπάρω».
Χύμα: Πτώση με μικρές απώλειες όπως γρατζουνιές, στραμπουλήγματα, γδαρσίματα στο ντεπόζιτο ή το φέρινγκ, σπασμένα φλας κ.λ.π. Γενικά η χύμα γίνεται από τη μία μεριά της μοτοσυκλέτας. Το ρήμα είναι «χυμάρω».
Σαβούρδα: Πτώση επώδυνη, αλλά όχι τρομερή. Συνήθως η μηχανή τρώει αρκετές τούμπες όπως και ο αναβάτης. Οι απώλειες είναι γενικά σημαντικές. Το ρήμα είναι το «σαβουρντιάζομαι».
Στούκα: ʼσχημη πτώση, συνήθως σε σταθερό αντικείμενο. Εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά και για τον αναβάτη και για την μοτοσυκλέτα. Ύστερα από την στούκα η μηχανή γίνεται «σώβρακο». Το αντίστοιχο ρήμα είναι «στουκάρω». Μακριά από όλους μας.
Σούζα: Ο εμπρός τροχός στον αέρα και το κοντέρ δεν γράφει χιλιόμετρα. Στις καλές σούζες κολλάνε και οι προσδιορισμοί «λαμπάδα» ή «καντηλάτη».
Καπάκι: Ανατροπή σε σούζα, όταν κάποιος το παρακάνει. Τα αποτελέσματα είναι πάντα επώδυνα.
Πέφτω � δεν πέφτω: Οριακή κατάσταση. Την χρησιμοποιούν οι αγωνιζόμενη στην ταχύτητα. Κοροϊδευτική φράση για τους φοβισμένους πρωτόπειρους ή ηλικιωμένους μοτοσυκλετιστές.
Σουβλάκι: Προσπέραση πολλών με σφήνα ανάμεσά τους. Χρησιμοποιείται σηνύθως στους αγώνες ταχύτητας (π.χ. πέρασα σουβλάκι τέσσερις αργούς στα φρένα).
Βούτα: Κατηφορικό και ευθύ τμήμα λεωφόρου, ιδανικό για διεξαγωγή αυτοσχέδιων αγώνων (κόντρες). Η «βούτα» βγαίνει από το βουτάω. Η «βούτα» ποτέ δεν προσδιορίζεται τοπικά, όλοι οι μυημένοι ξέρουν ποια απ� όλες έχει επιλεγεί.
Τα τσάγια: Οι ηττημένοι σε κόντρα έχουν «πιει τα τσάγια τους». Υποδηλώνει την ψυχική κατάπτωση που βρίσκεται ο ηττημένος μετά την αναμέτρηση. Συνήθης φράση «μου κουνήθηκε στο φανάρι, του έριξα 2 κολώνες και τον έστειλα σπίτι του για τσάγια». (σημείωση: η κολώνα είναι «αρχαία» μονάδα μέτρησης μήκους των μοτοσυκλετιστών. Η διαφορά στην κόντρα υπολογιζόταν σε κολώνες της ΔΕΗ, αφού οι στύλοι ήταν ανά τακτά διαστήματα τοποθετημένοι).
Μία μελέτη του Γιάννη Ντρενογιάννη στο «Auto ΝΕΑ» το Φεβρουάριο του 1999 μας δείχνει πόσες πολλές είναι.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ.
Ινδιάνος: Αναφέρεται σε ριψοκίνδυνο μοτοσυκλετιστή που αψηφά τον κίνδυνο ή έχει παντελή αδυναμία να καταλάβει ότι ο τρόπος που οδηγεί μπορεί να έχει επώδυνα αποτελέσματα. Οι ινδιάνοι συνήθως πηγαίνουν «τάπα» ή «χωρίς αύριο».
Καρεκλάς: αλλο χαρλεάς, άλλο καρεκλάς. Μπορεί και οι δύο να οδηγούν μοτοσυκλέτες κλάστομ ή τσόπερ αλλά ο καρεκλάς δεν έχει το «αυθεντικό». Δημοφιλής μοτοσυκλέτα για καρεκλάδες (καμία σχέση με αυτούς που άκουγαν disco το �70) είναι η Yamaha Virago.
Βρόντακας: Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για ανβάτη που πέφτει συνεχώς, λόγω μειωμένων οδηγικών ικανοτήτων. Για ένα βρόντακα η πτώση είναι κομμάτι της καθημερινότητας. Συνήθως τρώει εξευτελιστικές «χύμες» με λίγα χιλιόμετρα με ελαφρούς τραυματισμούς. Σύντομα αγοράζει αυτοκίνητο και διηγείται «ηρωικά» κατορθώματα.
Σιδεροφάγος: Σπάνιοι αναβάτες που προκαλούν μεγάλες βλάβες ακόμα και σε μηχανές με υποδειγματική αξιοπιστία. Κανείς δεν καταλαβαίνει πως μπορεί να προξενεί τέτοια καταστροφή, ούτε βέβαια και ο ίδιος.
Νεκρόφιλος: Αναφέρεται σε αναβάτες προσκολλημένους σε κλασσικές παλαιές μηχανές. Ο «νεκρόφιλος» έχει μία ή περισσότερες μηχανές της δεκαετίας το �60 ή παλαιότερες. Ποτέ δεν οδηγεί γρήγορα, όχι λόγω περιορισμού από τις επιδόσεις της μοτοσυκλέτας του, αλλά τέτοια είναι η ψυχοσύνθεσή του.
Κότα: Μειωτικός χαρακτηρισμός σε φοβισμένο αναβάτη ο οποίος παρότι έχει γρήγορη μοτοσυκλέτα, την οδηγεί αργά, προσεκτικά και βαρετά. Ένας αναβάτης «κότα» δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν γνήσιος μοτοσυκλετιστής αφού χρησιμοποιεί τα δίτροχα για μετακίνηση και φιγούρα, στερείται πάθους για αυτά και δεν είναι μυημένος στην κουλτούρα του «μηχανόβιου». Ενίοτε ο χαρακτηρισμός «κότα» συνοδεύεται από τον επιθετικό προσδιορισμό «λειράτη».
Φλώρος: Αναβάτης μοτοσυκλέτας με προσεγμένη εμφάνιση και γεμάτος πορτοφόλι. Οδηγεί καλές και γρήγορες μοτοσυκλέτες μόνο που είναι αργός και βαρετός.Παλιότερα οι «φλώροι» δεν ήταν απαραίτητα ευκατάστατοι, αλλά στις ημέρες μας αυτό ισχύει.
Τυρί: Προσπαθεί να το παίξει «κυριλέ», ντύνεται προσεγμένα, αλλά δεν είναι «φλώρος». Δεν είναι απαραίτητα γρήγορος οδηγός, αλλά κάνει τον σπουδαίο.
Κουλός: Πλήρως αρτιμελής αναβάτης ο οποίος όμως αδυνατεί να οδηγήσει γρήγορα την μοτοσυκλέτα του. Ένας «κουλός» ή «κουλάντζα» ξεχωρίζει από μακριά από τις νευρικές κινήσεις που κάνει στην οδήγηση, από το σφίξιμο στις εκφράσεις και στο σώμα. Οδηγεί συνήθως κορδωμένος και όρθιος σε μία απελπισμένη προσπάθεια να ελέγξει τον φόβο του.
Εντουράς: Αναβάτης του βουνού και της στάνης. Αναζητά την περιπέτεια έξω από τους ασφάλτινους δρόμους και καυχιέται τις ηρωικές διαδρομές που έχει κάνει. Το λασπωμένο μηχανάκι αποτελεί τιμητική διάκριση για την προσπάθεια. Οι «εντουράδες» του Σαββατοκύριακου συνήθως συχνάζουν σε καφετέριες και ταβέρνες των περιοχών γύρω από την πόλη.
Στριτάς: Διαθέτει μοτοσυκλέτα δρόμου και κινείται αναλόγως.
Τσοπεράς ή biker: Συνομοταξία μοτοσυκλετιστών που οδηγούν κάστομ ή τσόπερ από πεποίθηση, υιοθετώντας το ανάλογο στυλακί και προσπαθώντας να το ανάγουν σε τρόπο ζωής.
Ζητάς: Όργανο της Τάξης, αναβάτης της Τροχαίας και μάλιστα της ομάδας Ζ. Το «Ζητάς» βγαίνει και από το ότι σου ζητά συνήθως άδεια, δίπλωμα και ότι άλλο έχει υπ� όψιν του.
ΟΔΗΓΗΣΗ.
Χωρίς αύριο: Επικίνδυνη οδήγηση μηχανής που ξεπερνάει τα όρια του αναβάτη. Αντίστοιχο είναι και το «Ζω � Πεθαίνω».
Τσίτα: Συνήθως λέμε «πάει τσίτα» ή «τσίτα τα γκάζια». Χρησιμοποιείται όταν η μηχανή πιάνει την τελική της ταχύτητα και φτάνει στο όριο από πλευράς ιπποδύναμης. Επίσης χρησιμοποιείται το «τελικιάζω» ή το εξελιγμένο «τάπα».
Με τα χίλια: Μια βαθμίδα πιο κάτω από το «τσίτα», αλλά με την ίδια έννοια. Ταυτόσημο με το «αέρα» ή το πιο καλό «αέρα πατέρα».
Φέτα: Όταν ο αναβάτης παίρνει θεαματικά μεγάλη κλίση στη στροφή, τότε λέμε «μπήκε φέτα». Αν όμως γλιστρήσει και πέσει τότε� «μπήκε φέτα και βγήκε τρίμματα».
Χώνω: Ανοίγω τέρμα το γκάζι και μάλιστα βίαια. Αντίστοιχα και το «δίνω».
Σέρνεται: Φυσικά, μιλάμε για αργό αναβάτη και το ρήμα χρησιμοποιείτε μόνο στην παθητική φωνή.
Κοσκινίζει (ή κοσκινάει): Το εμπρός σύστημα ταλαντώνεται επικίνδυνα.
Κλάνω: Συνήθως «μαλλί» ή «μέντες». Χρησιμοποιείται κυρίως σε αυτοσχέδιες κόντρες, όταν κάποιος κόψει το γκάζι πρώτος.
Ψαλιδίζει: το πίσω σύστημα της μηχανής ταλαντώνεται είτε λόγω κατασκευής είτε λόγω οδήγησης στο όριο.
Ζεμπεκιές: Από το ζεϊμπέκικο. Επικίνδυνες ταλαντώσεις των αναρτήσεων ή στρεβλώσεις του πλαισίου. Τον όρο χρησιμοποιούν περισσότερο οι αναβάτες του εντούρο. Οι «ζεμπεκιές» οφείλονται είτε σε κακή κατασκευή είτε σε λάθος ρυθμίσεις.
Σκασμένη: Χρησιμοποιείται με συγκεκριμένη σχέση στο κιβώτιο ταχυτήτων, για να δηλώσει την υπέρβαση ορίου στροφών του κινητήρα. Π.χ. «Με σκασμένη δευτέρα το κοντέρ χτυπάει τα 120».
Κούφια: Η γκαζιά δίχως αντίκρυσμα, γιατί δεν έχει μπει ταχύτητα στο κιβώτιο ή γιατί είναι πατημένος ο συμπλέκτης.
Ταρζανιές: Γυμναστικές επιδείξεις με μοτοσυκλέτα. Θεαματική και κάπως επικίνδυνη οδήγηση. Οι ταρζανιές περιλαμβάνουν σούζες, κωλιές, endo κ.λ.π.
Παντιλίκι: Ηθελημένο και σχετικά ελεγχόμενο γλίστρημα του πίσω τροχού. Στην Ελλάδα με την άσφαλτο � γυαλί, παντιλίκια κάνουν ακόμα και τα παπιά, χωρίς μάλιστα να το θέλει ο αναβάτης τους.
Ξεκαπνίζω: Γρήγορη οδήγηση για μικρό χρονικό διάστημα, με σκοπό το «καθάρισμα» της εξάτμισης. Το ξεκάπνισμα γίνεται κυριολεκτικά στις δίχρονες μηχανές, όπου στο τελικό τμήμα κυρίως, έχει «καθίσει» το λάδι. Ανάλογο και το «ξεμπουκώνω».
Σούπα: Πτώση ανώδυνη με μικρή ταχύτητα. Αντίστοιχο και το «σουπάρω».
Χύμα: Πτώση με μικρές απώλειες όπως γρατζουνιές, στραμπουλήγματα, γδαρσίματα στο ντεπόζιτο ή το φέρινγκ, σπασμένα φλας κ.λ.π. Γενικά η χύμα γίνεται από τη μία μεριά της μοτοσυκλέτας. Το ρήμα είναι «χυμάρω».
Σαβούρδα: Πτώση επώδυνη, αλλά όχι τρομερή. Συνήθως η μηχανή τρώει αρκετές τούμπες όπως και ο αναβάτης. Οι απώλειες είναι γενικά σημαντικές. Το ρήμα είναι το «σαβουρντιάζομαι».
Στούκα: ʼσχημη πτώση, συνήθως σε σταθερό αντικείμενο. Εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά και για τον αναβάτη και για την μοτοσυκλέτα. Ύστερα από την στούκα η μηχανή γίνεται «σώβρακο». Το αντίστοιχο ρήμα είναι «στουκάρω». Μακριά από όλους μας.
Σούζα: Ο εμπρός τροχός στον αέρα και το κοντέρ δεν γράφει χιλιόμετρα. Στις καλές σούζες κολλάνε και οι προσδιορισμοί «λαμπάδα» ή «καντηλάτη».
Καπάκι: Ανατροπή σε σούζα, όταν κάποιος το παρακάνει. Τα αποτελέσματα είναι πάντα επώδυνα.
Πέφτω � δεν πέφτω: Οριακή κατάσταση. Την χρησιμοποιούν οι αγωνιζόμενη στην ταχύτητα. Κοροϊδευτική φράση για τους φοβισμένους πρωτόπειρους ή ηλικιωμένους μοτοσυκλετιστές.
Σουβλάκι: Προσπέραση πολλών με σφήνα ανάμεσά τους. Χρησιμοποιείται σηνύθως στους αγώνες ταχύτητας (π.χ. πέρασα σουβλάκι τέσσερις αργούς στα φρένα).
Βούτα: Κατηφορικό και ευθύ τμήμα λεωφόρου, ιδανικό για διεξαγωγή αυτοσχέδιων αγώνων (κόντρες). Η «βούτα» βγαίνει από το βουτάω. Η «βούτα» ποτέ δεν προσδιορίζεται τοπικά, όλοι οι μυημένοι ξέρουν ποια απ� όλες έχει επιλεγεί.
Τα τσάγια: Οι ηττημένοι σε κόντρα έχουν «πιει τα τσάγια τους». Υποδηλώνει την ψυχική κατάπτωση που βρίσκεται ο ηττημένος μετά την αναμέτρηση. Συνήθης φράση «μου κουνήθηκε στο φανάρι, του έριξα 2 κολώνες και τον έστειλα σπίτι του για τσάγια». (σημείωση: η κολώνα είναι «αρχαία» μονάδα μέτρησης μήκους των μοτοσυκλετιστών. Η διαφορά στην κόντρα υπολογιζόταν σε κολώνες της ΔΕΗ, αφού οι στύλοι ήταν ανά τακτά διαστήματα τοποθετημένοι).