PDA

View Full Version : Η ΑΦΡΙΚΑΝΑ



monk
11/10/2007, 22:13
Το κείμενο που ακολουθεί είναι από έναν φίλο..... παλιο πριν 1985...... απλα άλλαξα λιγα λογια....
ελπίζω να εχει ενδιαφερον για σας που θα κανετε τον κοπο να το διαβασετε

Η ΑΦΡΙΚΑΝΑ

Ο Θανάσης έκανε άλλη μια βόλτα γύρω από την ογκώδη μοτοσυκλέττα. «Πόσο είπες ότι κάνει;», ρώτησε. «Δύο εφτκό », απάντησε ο μυστήτριος νεαρός με το περιποιημένο γενάκι, το διαμαντάκι στο αυτί, τα πολύ κοντά μαλλιά και το εξεζητημένο ντύσιμο.
«Δύο εφτκό», ξανάπε και μετά βυθίστηκε στη μελέτη της σκούρας μπλέ πέτρας του δαχτυλιδιού που φορούσε στο μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού.
Ο Θανάσης δεν ήξερε τι να κάνει. Ντρεπόταν να του πει ότι δεν ήθελε πια την μηχανή γιατί την φοβήθηκε έτσι μεγάλη που την είδε. Η τελευταία μηχανή του Θανάση, το 1971, πριν πέσει με τα μούτρα στις σπουδές του, ήταν πάλι Ηonda και θα έπαιρνε όρκο , ότι κάπως έμοιαζε σε τούτο το θηρίο. Θες όμως η μνήμη να είχε ξεθωριάσει, θες ο Θανάσης να είχε μεγαλώσει, αλλοιώς τα θυμόταν τα πράγματα, πιο εύκολα τα έβρισκε όταν αποφάσιζε ότι θα ξανάπαιρνε μεγάλη μοτοσυκλέττα. Που να το πάει αυτό το τέρας; Και τι να πει στο νεαρό, που τώρα κοίταζε μυστήρια σαν να του έλεγε: «Έλα θείο, έλα τελείωνε!».
«Πως μπορείς να αγοράσεις μηχανή με τέτοια πίεση;», αναρωτήθηκε ο Θανάσης. Α, ρε κακόμοιρε Θανάση. Βουτηγμένος μέχρι το λαιμό στο παρελθόν είσαι. Κρίμα, περνάς για έξυπνος και για ικανός στη δουλειά, στο δικαστήριο, όπως κατατροπώνεις τους αντίδικους και εντυπωσιάζεις τους δικαστές επιχειρηματολογώντας ακατάπαυστα. Μόνο τη Λένα δεν κατάφερες να εντυπωσιάσεις. Και τα όμορφα λόγια που έδεναν και στόλιζαν με λογικό και κατανοητό τρόπο τα στοιχεία που ανακάλυπτες για να κερδίζεις δίκες και μεγάλες υποθέσεις, δεν ήταν αρκετά για την πείσουν να μείνει κοντά σου. Έλα λοιπόν, κάνε άλλη μια βόλτα γύρω από την Άφρικα. Είδες πως τις φτιάχνουν σήμερα; Θυμάσαι στο μπλέ σου Χοντάκι που περνούσαν τα καλώδια για τους διακόπτες μέσα από το τιμόνι, και έτσι και έβγαιναν δεν έμπαιναν ξανά με τίποτα; Τα άφηνες απ’ έξω τότε . έτσι; Ε, μετά από δέκα χρόνια, άρχισαν να κάνουν το ίδιο και οι Γιαπωνέζοι. Αυτό μόνο. Τα άλλα έχουν αλλάξει.
Όπως άλλαξες και συ. Και έχασες τη Λένα.
Ήταν το 1971, κάπου στην ορεινή κορινθία. Ο θανάσης ζούσε τη στιγμή μ’ όλο του είναι. Είχε ένα μπλέ χόντα, ο Δημήτρης οδηγούσε το κίτρινο γιαμάχα. Ανέβηκαν απ’ το σούλι, πήραν τον δρόμο με τις στροφές και πέρασν χωριά έρημα, μες την ψύχρα της πρώτης μέρας της Άνοιξης. Σ’ ένα απ’ αυτά σταμάτησαν για ψώνια. Τυρί, ψωμί, μορταδέλα, τα σάντουιτς του δημοτικού, τα πιο νόστιμα απ’ όλα, τα «καύσιμα» των πεινασμένων νεαρών που έχτιζαν το μέλλον της ζωής τους και ζούσαν το παρόν της καρδιάς τους. Στην άκρη του δρόμου ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, με ξύλινη εξέδρα μπροστά του. Ο Θανάσης που πήγαινε πρώτος σταμάτησε, έριξε μια ματιά και ένεψε στους άλλους. Ένα ποταμάκι κυλούσε πλάι στη δημοσιά και γύριζε, κάποτε ένα νερόμυλο. Τα νερά άφριζαν όπως έπεφταν στα χαλασμένα χτένια. Ένας μικρός καταρράχτης, ένας μικρός κόσμος ομορφιάς.
Έφαγαν εκεί, στην ξύλινη εξέδρα πάνω απ’ το ρυάκι και έμειναν μέχρι αργά το απόγευμα χωρίς καφέ και χωρίς τσιγάρο.
Ο Θανάσης και η Λένα δεν θα χώριζαν ξανά, για τις επόμενες δύο δεκαετίες. Και το μικρό ποταμάκι στην ορεινή κορινθία, θα έμενε στην μνήμη τους για πάντα, μολονότι δεν κατάφεραν να το ξαναβρούν ποτέ. Τον άλλο κιόλας χρόνο πέρασαν από εκεί και δεν υπήρχε ούτε σπίτι, ούτε νερόμυλος, ούτε τίποτα. «Ποτάμι πλάι στο δρόμο; Όχι παιδάκι μου», απαντούσαν οι ντόπιοι που ρωτούσαν. «Αλλού θα ήταν. Μα πώς μπερδευτήκαμε έτσι;», μονολογούσε ο Θανάσης κάθε φορά που ταξίδευε σ’ αυτά τα μέρη. Και όμως, μέσα του ήξερε πολύ καλά ότι δεν έκανε λάθος. Το ποταμάκι ήταν εκεί, ίσως μόνο γι’ αυτήν τη μέρα, ίσως για να βοηθήσει τις καρδιές τους να κυλήσουν πιο γρήγορα η μια δίπλα στην άλλη.
Μαζί τους, κύλησε και ο καιρός, τα χρόνια. Σπουδές στο εξωτερικό, επιστροφή, δουλειά, καριέρα, ο Θανάσης και η Λένα ήταν πάντα μαζί δίνοντας τη μία μάχη πίσω από την άλλη. Στην αρχή πάνω απ’ τα βιβλία, μετά σε ξένες χώρες και σε μικροδουλειές, στην συνέχεια επιστροφή στην πατρίδα μετά τα μεταπτυχιακά, κατόπιν «ασκούμενοι», μια αγωνία σκέτη ήταν η ζωή, με κοστούμια γυαλισμένα στους αγκώνες και στα γόνατα και με πορτοφόλια γεμάτα χαρτόσημα για τα θελήματα των μεγαλοδικηγόρων. Και όλα αυτά τα χρόνια, η Λένα σύντροφος και κολώνα, ούτε απαίτησε, ούτε ζήτησε τίποτα. Ανύπαντροι είχαν μείνει. Τι να προσθέσει ο γάμος σε μια κοινή ζωή;
Η Λένα έφυγε ένα καλοκαίρι, είκοσι χρόνια και τρείς μήνες μετά την εκδρομή στο «άγνωστο» ποταμάκι της ορεινής κορινθίας.
Ο Θανάσης σχεδόν δεν το πρόσεξε! Η δουλειά, πάντα η δουλειά. Η σύζυγος και η ερωμένη. Το φαγητό και η διασκέδαση. Η κούραση και η ανάπαυση. Το καλό και το κακό.
Δεν υπήρχαν πια δύο φύσεις, δυο αποχρώσεις, δυο έννοιες, στο μυαλό του Θανάση. Μόνο η δουλειά. Η Λένα δεν χώραγε εκεί μέσα.
«Θα την πάρω», είπε αποφασιστικά στο νεαρό με τη γραβάτα και το πέτσινο γελέκο. «Θα την πάρω, αν μου την αφήσεις δύο … πεντακό», και αμέσως αηδίασε με τον εαυτό του για την κουβέντα και για το παζάρι. Και μετά, εκνευρίστηκε που αηδίασε. «Άντε ρε, άντε», είπε μέσα του. «Πούρεψες με το ζόρι με την παλιοδουλειά που κάνεις. Εδώ είναι τα ωραία, Θανάση», και για δες, η μηχανή είχε αρχίσει να του ανεβάζει ξανά την ψυχολογία, ακόμα δεν την είχε καβαλήσει. Λές;
Ο Θανάσης είχε πουλήσει τη μπλέ χόντα το 1973. Δεν είχε καταλάβει ποτέ τι σήμαινε για αυτόν. Τότε, ήταν απλώς ένας γρήγορος τρόπος για εκδρομές και για βόλτες. Ούτε που τον πολυενδιέφεραν οι παρέες και οι ομάδες. Έβλεπε τους νεαρούς της ηλικίας του με μηχανές, και μηχανάκια και δεν ένοιωθε τίποτα κοινό με αυτούς, μάλλον τον απωθούσε η επιθετική συμπεριφορά, ο τρόπος που οδηγούσαν και που έφτιαχναν τις μοστοσυκλέτες, η αναίδεια και η πρόκληση που έβλεπε στα βλέμματά τους. Έτσι το χοντάκι έφυγε και δεν άφησε κανένα κενό. Έτσι γίνεται μ’ αυτά τα πράγματα. Δεν τα καταλαβαίνεις παρά μόνο όταν περάσουν μερικά χρόνια.
Ο Θανάσης έφτασε και πέρασε τα 40. Καλοντυμένος, κομψός λεπτός, πέρναγε και για παρακάτω, με όλο που δεν το επιδίωκε. Δεν ήταν καλό για τη δουλειά. Οι πελάτες και οι δικαστές, δεν θέλουν παιδαρέλια. Θέλουν άντρες ακόμα νέους, αλλά σοβαρούς ψημένους. Να ένας ακόμα λόγος που έμεινε όλα αυτά τα χρόνια μακριά από τη μοτοσυκλέττα να βλαστημάει φυλακισμένος στα ακριβά του αυτοκίνητα, φτάνοντας σχεδόν πάντα αργοπορημένος στα ραντεβού του. Δεν μπορούσε να συμβιβάσει την μοτοσυκλέτα με τη σοβαρότητα. Του ήταν αδύνατον. Έβλεπε κάποιους συναδέλφους του να φτάνουν άνετοι στα δικαστήρια με βέσπες και παπιά και από τη μία τους ζήλευε, από την άλλη όμως δεν του καθόταν σωστό να δένει την ακριβή του τσάντα και να ανεμίζουν τα μπατζάκια με την κολλαριστή τσάκιση και να κουβαλάει γάντια και κράνος.
Α, ρε Θανάση. Που τα βράδια κυνηγάς την ψυχή σου στους ορίζοντες της χαμένης νιότης σου, και πηγαίνεις εσύ μπροστά και πίσω ο Δημήτρης με το κίτρινο γιαμάχα, και η Λένα σε αγκαλιάζει περνώντας τα χέρια της κάτω από τις μασχάλες σου, και χώνει το πρόσωπό της στο λαιμό σου, και …

εχει στην συνέχεια στο επομενο........