PDA

View Full Version : Η ΑΦΡΙΚΑΝΑ (2)



monk
11/10/2007, 23:15
Πάνω εκεί, ο Θανάσης αγόρασε ένα βεσπάκι. «Σκούτερ» του τα λέγανε στα μαγαζιά, αυτός όμως τις ήξερε τις κατασκευές με τις ποδιές. Ετών σαράντα δυο πλέον, είχε συνηθίσει στη ιδέα ότι η επόμενη στάση θα ήταν τα πενήντα, και μολονότι τον πείραζε τον ίδιο, τουλάχιστον αντιδρούσε λιγότερο έντονα. Κόπηκαν τα πολλά νεύρα, μειώθηκε το άγχος, το έριξε κανα δυο φορές έξω, έδωσε κάτι δουλειές σε συναδέλφους για να μην φορτώσει το πρόγραμμά του, ασυνήθιστα πράγματα. Μάλιστα, άρχισε να πηγαίνει και στο πατρικό του να βλέπει τους γονείς του. Και μία και δυο φορές την εβδομάδα. Η μάνα του σταυροκοπιόταν: «Να σε έχει ο Θεός καλά αγόρι μου».
Είχε περάσει ένας χρόνος και ο Θανάσης είχε γίνει ένα με τα «βεσπάκια » του. Έξυπνος άνθρωπος, δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει τι μεγάλο κορόιδο είχε πιαστεί από τον ψεύτικο «καθωσπρεπισμό» όλα αυτά τα χρόνια. Άλλαξε και μοντέλο, πήρε πιο μεγάλο σκούτερ, που ήταν πολύ πιο γρήγορο και έκανε με αυτό μεγαλύτερες διαδρομές. Τώρα ήξερε, το ήξερε καλά, ότι η διάθεσή του οφειλόταν σε αυτό το μαγικό δίκυκλο. Και οι αναμνήσεις άρχισαν να έρχονται πιεστικές, ενοχλητικές, αφόρητες. Η μοτοσυκλέτα του, οι δρόμοι, οι διαδρομές, η μάνα του νέα, ο πατέρας του δυνατός, οι φίλοι, οι χωματόδρομοι, η γειτονιά, οι καθηγητές, το σινεμά, ο Σαββόπουλος, ο ουρανός, η Αίγινα η Θεσσαλονίκη, η ζέστη στις παραλίες, η μοναξιά και ο αέρας στο βράχο του Ακροκόρινθου …
Μαζί με τις αναμνήσεις, ήρθε και η έλλειψη της Λένας.
Και ήταν αφόρητη …
Ο Θανάσης κοιτούσε κάθε πρωί το πρόσωπό του στον καθρέφτη και δυσκολευόταν να πιστέψει ότι η ίδια γνώριμη εικόνα ανήκε τώρα σε έναν άνθρωπο διαφορετικό. Ο συγκρατημένος και επιτηδευμένος σοβαρός δικηγόρος άλλαζε στα σαράντα τόσα του, και έκανε όλα όσα δεν είχε κάνει όταν ήταν είκοσι. Κράτησε λίγους πελάτες, μόνο αυτούς που του άρεσαν και που αισθανόταν καλύτερα και πιο άνετα μαζί τους. Μια μικρή μοτοσυκλέτα είχε γίνει το μόνιμο μεταφορικό του μέσον και το πράσινο mazda ΜΧ-5 σπάνια έβγαινε από το γκαράζ της μικρής πολυκατοικίας της Πεύκης όπου ήταν το διαμέρισμά του. Έκανε μερικές προσπάθειες να βρεί τους παλιούς γνωστούς, χωρίς επιτυχία. Τον Δημήτρη, τον είχε χάσει εδώ και πολλά χρόνια. Η Λένα του έλειπε. Του έλειπε τόσο πολύ, που δεν είχε νόημα να δώσει συνέχεια στο όποιο φλέρτ, στο τυχαίο χαμόγελο μιας από τις τόσες γνωριμίες που έκανε καθημερινά. Του έλειπε τόσο, που δεν είχε νόημα να της τηλεφωνήσει, να ζητήσει να την δεί. Δεν θα τον πίστευε. Οι άνθρωποι σπάνια θέλουν τους άλλους με τόση δύναμη, με τέτοιο πάθος. Η Λένα ήταν για αυτόν η προηγούμενη ζωή του και, εδώ στο κατώφλι της αρχής της Δύσης της νεότητάς του, την ήθελε πίσω και δεν ήξερε πώς να την ζητήσει.
Ο Θανάσης «βγήκε στο δρόμο». Άλλαξε τρείς μικρές μοτοσυκλέτες σε έναν χρόνο, και «ταξίδευε» συνεχώς μαζί τους, χειμώνα-καλοκαίρι, όταν βέβαια ο καιρός ήταν υποφερτός. Ή τουλάχιστον νόμιζε ότι ταξίδευε. Μικρές εκδρομές, κοντινές πόλεις, εξοχικά φίλων, ταβέρνες στα χωριά της Αττικής, αυτοί ήταν οι «ταξιδιωτικοί ορίζοντες» του, που όμως άνοιγαν όλο και περισσότερο καθώς η ανάγκη της αναζήτησης, γινόταν πιο επιτακτική.
Έχασε βάρος, «ομόρφηνες» του είπε μια γλυκιά δικηγορίνα τις προάλλες. Αγόρασε και δερμάτινο τζάκετ, φόρεσε μπλού-τζήν – αυτός!- παραμέλησε κάπως το κούρεμά του. Ο Θανάσης. Το μόνο που δεν ήξερε ήταν η κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει. Ήταν κάτι «καινούριο», αυτό το καταλάβαινε. Και ένοιωθε ότι του άρεσε και του έδινε πίσω τον χαμένο χρόνο, μόνο που δεν ήξερε πώς να το κάνει.
Ήθελε και άλλο. Περισσότερο. Τώρα καταλάβαινε ότι η μοτοσυκλέτα δεν ήταν αυτό που είχε ζήσει στα είκοσι, δεν ήταν το γρήγορο φροντιστήριο και η Κυριακάτικη βόλτα, δεν ήταν το μπλέ χόντα και ο μάστορας της γειτονιάς, που τον κοιτούσε και έλεγε «που πάει ο Θεός και δίνει τις μηχανές και αφήνει τους σωστούς με τα ποδήλατα!». Η μοτοσυκλέτα ήταν αυτό που έκαναν οι πιστιρικάδες της εποχής του. Και οι σούζες, και οι κόντρες και τα αλαζονικά βλέμματα και το «φευγιό» γενικά και αόριστα. Αυτός ο τόσο έξυπνος, δεν είχε μπορέσει να νοιώσει τα όσα καταλάβαιναν αμέσως με το που πέρναγαν το πόδι στη σέλλα. Η μοτοσυκλέτα είναι το καλαμάκι που ρουφάς το γλυκό ποτό της ζωής. Και ο Θανάσης ρούφαγε, ρούφαγε αχόρταγα. Και κοιτούσε το πρόσωπό του στον καθρέφτη του ασανσέρ και έβλεπε ένα ψηλό νέο άτομο, με μαύρο μπουφάν, κράνος στο χέρι και λαμπερά μάτια. «Εγώ είμαι αυτός;», χασκογελούσε ευχαριστημένος. Και μετά, ερχόταν στο μυαλό του η εκδρομή και ο νερόμυλος και το ποταμάκι.
Λένα.
Μήνας Δεκέμβριος του 1995 και ο Θανάσης πάντα ήξερε ότι όταν γυρίσει ο αιώνας θα είναι ακριβώς πενήντα. Το ήξερε, γιατί το υπολογίσει από το Δημοτικό, μόλις έμαθε να μετράει. Μπορεί και αργότερα, πάντως ήταν αρκετά μικρός όταν τα είχε λογαριάσει. Και είχε όλη την άνεση να πιστεύει ότι αυτή η στιγμή δεν θα έφτανε ποτέ. Αφούς συμφώνησε στα «στα δυο εξακό», με τον αλητογιάππι και έδωσαν συνάντηση για την άλλη μέρα να τελειώσουν τη δουλειά με τα χαρτιά, άρχισε να σκέφτεται τι θα έκανε αυτά τα λίγα χρόνια που τον χώριζαν από το οριακό σημείο. Γιατί ο Θανάσης, ΤΩΡΑ ΠΙΑ, δεν είχε κανένα σκοπό , καμια διάθεση να φτάσει τα πενήντα. Όχι τίποτα δραματικά και αυτοκαταστροφικά πράγματα. Όχι.
Έτσι απλά, ένοιωθε ότι ο χρόνος έπρεπε να σταματήσει εδώ.Γιατί δεν υπήρχε άλλος χρόνος για αυτόν.
Λένα.
¨εξω από την εφορία του νεαρού, που είχε φύγει με τα λεφτά στη τσάντα της ψηλής φιλενάδας του, ο Θανάσης έφερε άλλο ένα γύρο από το τέρας. «Εδώ αρχίζουν όλα», σκέφτηκε. «Η αφρικάνα», είπε μέσα του. «Η αφρικάνα, η αφρικάνα», επανέλαβε.
Το όνομα δεν του πολυάρεσε, τα παρατσούκλια γενικά τον απωθούσαν. Εδώ όμως υπήρχε κάτι το γοητευτικό. Εδώ έβλεπε την συνέχεια της ζωής του κρυμμένη στις μπλέ και κόκκινες ανταύγειες της μεγάλης μοτοσυκλέτας. «Η αφρικάνα», ξανά είπε , και η περιπέτεια ήρθε και σφράγισε τα κύτταρα της μνήμης του. Ο κόσμος, που μοιάζει με την Αφρική. Έρημος συχνά άγριος, με το μεγαλύτερο κομμάτι απολίτιστο και εχθρικό. Η μεγάλη χόντα θα τον βοηθούσε να περάσει και αυτή την εποχή, και αυτή την έρημη και άγρια χώρα της ηλιακής του ηπείρου.
Λένα.
Ο ταξίδι το είχε αποφασίσει από την πρώτη κιόλας μέρα που την πήγε στο σπίτι. «Δεν κάνεις εσύ για μέσα εδώ», της είχε πει. «Κάτσε λίγες μέρες να τελείωσω τις δουλειές μου και αν βοηθήσει και ο καιρός , τα Χριστούγεννα, φύγαμε». Ναι, Θα έφευγε. Χιλιόμετρο, το χιλιόμετρο, είχε παρακολουθήσει τον εαυτό του να αλλάζει, είχε νοιώσει τις διαφορές μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, είχε δει, όλοι είχαν δει, τις διαφορές στη ζωή του, στη δουλειά του, στην εμφάνισή του. Διατηρώντας την μεθοδικότητα του –ακόμα επιτυχημένου- επαγγελματία, δεν είχε παραδοθεί τυφλά στο νέο του πάθος. Έτσι άλλαξε σταδιακά τους κυβισμούς και ένοιωσε πρώτα σίγουρος και ικανός πρίν βγεί στην αγορά να ψάξει για τούτην εδώ , την μεγάλη, με την οποία σκόπευε να περάσει τα τελευταία χιλιόμετρα πού τον χώριζαν από την – όπως νόμιζε –αποκάλυψη του πραγματικού εαυτού του, από την εκπλήρωση της βαθύτερης και ειλικρινέστερης επιθυμίας του. Βέβαια , δεν ήταν έτοιμος για τον όγκο της άφρικα. Την φήμη της όμως την είχε ακούσει. Μοντέλο cult, μοντέλο χρήσης αλλά και φιγούρας και επίδειξης , άλλοι έλεγαν ότι είναι άχρηστη, άλλοι ορκίζονταν σ’ αυτήν κρέμαγαν τη ζωή τους στο τιμόνι της σαν χάντρες που έβαζαν το 1960 στα γερμανικά μηχανάκια. Ο Θανάσης βούτηξε με το κεφάλι μεσα στο μυστήριο της άφρικα αλλά τίποτα δεν κατάλαβε και από όλες τις βόλτες που έκανε μαζί της μέσα στην πόλη. Τώρα ετοίμαζε το ταξίδι.
Η μοναξιά ήταν ένα θέμα, που δεν τον είχε αποσχολήσει. Στη ζωή του δεν είχε βρεθεί μόνος. Στην αρχή οι γονείς, μετά η Λένα, στη συνέχεια οι φίλοι, οι συνάδελφοι, οι πελάτες, οι υποθέσεις… Τώρα όμως τους τελευταίους μήνες , ο χρόνος άρχισε να περισσεύει και η μοναξιά ήρθε και κούρνιασε πάνω στο μεγάλο ρολόι, βαραίνοντας και καθυστερώντας τον δείχτη των λεπτών και κάνοντας τις ώρες δύσκολες και αργές. Οι παρέες του τον είχαν χάσει, οι φίλοι οι παλιοί, είχαν χαθεί από μόνοι τους.
Λένα.
Την πήρε τηλέφωνο, με την καρδιά να χτυπάει γοργά και μια κάψα σαν φτερούγισμα να ανεβοκατεβαίνει στο στήθος. Το άφησε να χτυπήσει τρείς φορές , είπε στον εαυτό του ότι δεν θα ήταν σπίτι, και το έκλεισε. «Αλλά για στάσου. Τρείς φορές είναι λίγες», σκέφτηκε και ξανασχημάτισε τον αριθμό. «Ναι», άκουσε την φωνή της Λένας στο δεύτερο κουδούνισμα. «Λένα;», είπε. Σιωπή. «Λένα;», επανέλαβε πιο δυνατά.
Πέρασν δυο μέρες, και ο Θανάσης δεν είχε ακόμη συνέλθει από εκείνο τηλεφώνημα. Όταν εκείνη δεν του απάντησε, θεώρησε περιτό να συνεχίσει. Έπρεπε; Ίσως. Φοβόταν όμως. Δεν ήθελε να ακούσει αυτό που περίμενε. Δεν το ήθελε το όχι, δεν μπορούσε να το δεχτεί, όχι σήμερα, όχι τώρα, όχι αυτή τη στιγμή την εποχή, όχι αυτό το χρόνο, όχι σε αυτή τη ζωή, όχι με αυτό τον τρόπο, όχι με τη δική της φωνή, όχι από το τηλέφωνο, όχι οπωσδήποτε όχι. «Άφρικα», είπε, «Άφρικα, άφρικα», επανέλαβεκαι έστριψε τη μοτοσυκλέτα στο μεγάλο λιβάδι με το λεπτό, νεαρό γρασίδι του χειμώνα, πατώντας πάνω στο στρώμα από πευκοβελόνες. Το τηλέφωνο ακόμα χτυπούσε στα αυτιά του: «Λένα». «Λένα;» Η φωνή του, του φαινόταν τόσο ψεύτικη. Ήταν η δική του φωνή; «άφρικα». Βγήκε πάλι στο στενό δρόμο, τραβώντας για εκεί που τα σύννεφα συναντούσαν το βουνό, ακούγοντας τον ήχο που έκαναν τα κομματάκια της λάσπης στα φτερά.

συνεχεια στο επομενο........