requiem
27/03/2008, 22:53
Το κύμα που σκάει. Αέναη η κίνησή του. Το ένα κύμα πίσω από το άλλο. Μία διαρκής ώθηση. Ένα αδιάκοπο έργο. Το κύμα γεννιέται σαν τον άνθρωπο, από το πουθενά. Έρχεται από κάπου απροσδιόριστα, προορισμένο να πεθάνει στην ακτή. Άλλοτε το ταξίδι είναι μακρύ κι άλλοτε σύντομο. Άλλοτε το κύμα σβύνει γλυκά και ήσυχα σε μια ήρεμη αμμουδιά. Άλλοτε τερματίζει απότομα, πέφτοντας με κρότο πάνω σε βράχια κοφτερά. Τί άσχημο τέλος. Αλλά σημασία δεν έχει το τέρμα της διαδρομής Μα το ίδιο το "ταξίδι". Η δυστυχία είναι να μη νοιώθεις το ταξίδι παρά μόνο να αγωνιάς για το τέλος του. Έχεις "χάσει".
Αυτό πρέπει να ζήσουμε. Το ταξίδι. Το τέλος του, δεν πρέπει να το σκεφτόμαστε. Κι αν η πορεία μας είναι εύκολη, τότε ας την απολαύσουμε. Αν είναι δύσκολη, ακόμα καλύτερα. Ας αγωνιστούμε για να νοιώσουμε πως σαν άνθρωποι έχουμε ΑΞΙΑ.
«Σπίτι δὲν ἔχω. Σμῆνος δὲν ἔχω. Εἶμαι ἕνας Ἀπόβλητος. Καὶ πετοῦμε τώρα στὴν κορφὴ τοῦ Ἀέρα τοῦ Μεγάλου Βουνοῦ. Λιγοστὲς ἑκατοντάδες πόδια ἀκόμα κι᾿ ὕστερα δὲ θὰ μπορῶ νὰ σηκώσω τὸ γέρικο τοῦτο κορμὶ πιὸ ψηλά».
«Κι᾿ ὅμως μπορεῖς, Ἰωνάθαν. Γιατί ἔμαθες. Ἕνα σχολειὸ τελείωσε κι᾿ ἦρθε ἡ ὥρα ν᾿ ἀρχίσει ἕνα ἄλλο».
Καθὼς τὸν εἶχε φωτίσει ὅλη του τὴ ζωή, ἔτσι ἡ κατανόηση ἄστραψε κείνη τὴ στιγμὴ γιὰ τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο. Εἶχαν δίκιο. Μποροῦσε νὰ πετάξει πιὸ ψηλά, κι᾿ εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ πάει σπίτι.
Ἔριξε μιὰ τελευταία ματιὰ στὸν οὐρανό, πέρα στὴ θαυμάσια ἀσημένια χώρα ὅπου τόσα εἶχε μάθει.
«Εἶμαι ἕτοιμος», εἶπε τελικά. Κι᾿ ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀνυψώθηκε μὲ τοὺς δυὸ φωτεροὺς γλάρους γιὰ νὰ χαθεῖ σ᾿ ἕνα τέλειο σκοτεινὸ οὐρανό.
Την γλυκιά μου Καλημέρα σε όλους...:sun:
http://www.phys.uoa.gr/~nektar/arts/prose/richard_bach_jonathan_livingston_seagull.htm
125307
Αυτό πρέπει να ζήσουμε. Το ταξίδι. Το τέλος του, δεν πρέπει να το σκεφτόμαστε. Κι αν η πορεία μας είναι εύκολη, τότε ας την απολαύσουμε. Αν είναι δύσκολη, ακόμα καλύτερα. Ας αγωνιστούμε για να νοιώσουμε πως σαν άνθρωποι έχουμε ΑΞΙΑ.
«Σπίτι δὲν ἔχω. Σμῆνος δὲν ἔχω. Εἶμαι ἕνας Ἀπόβλητος. Καὶ πετοῦμε τώρα στὴν κορφὴ τοῦ Ἀέρα τοῦ Μεγάλου Βουνοῦ. Λιγοστὲς ἑκατοντάδες πόδια ἀκόμα κι᾿ ὕστερα δὲ θὰ μπορῶ νὰ σηκώσω τὸ γέρικο τοῦτο κορμὶ πιὸ ψηλά».
«Κι᾿ ὅμως μπορεῖς, Ἰωνάθαν. Γιατί ἔμαθες. Ἕνα σχολειὸ τελείωσε κι᾿ ἦρθε ἡ ὥρα ν᾿ ἀρχίσει ἕνα ἄλλο».
Καθὼς τὸν εἶχε φωτίσει ὅλη του τὴ ζωή, ἔτσι ἡ κατανόηση ἄστραψε κείνη τὴ στιγμὴ γιὰ τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο. Εἶχαν δίκιο. Μποροῦσε νὰ πετάξει πιὸ ψηλά, κι᾿ εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ πάει σπίτι.
Ἔριξε μιὰ τελευταία ματιὰ στὸν οὐρανό, πέρα στὴ θαυμάσια ἀσημένια χώρα ὅπου τόσα εἶχε μάθει.
«Εἶμαι ἕτοιμος», εἶπε τελικά. Κι᾿ ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀνυψώθηκε μὲ τοὺς δυὸ φωτεροὺς γλάρους γιὰ νὰ χαθεῖ σ᾿ ἕνα τέλειο σκοτεινὸ οὐρανό.
Την γλυκιά μου Καλημέρα σε όλους...:sun:
http://www.phys.uoa.gr/~nektar/arts/prose/richard_bach_jonathan_livingston_seagull.htm
125307