requiem
20/04/2008, 23:01
Οι ρόδες της μηχανής του έτρεχαν πάνω στη παγωμένη άσφαλτο. Είχε καιρό να κάνει αυτή τη διαδρομή, μήνες ολόκληρους, σήμερα όμως ένιωθε ότι δεν είχε που αλλού να πάει..
Ανέβαινε στο λόφο, στο καταφύγιο της παιδικής του ηλικίας, εκεί που αυτός και η παρέα του μαζεύονταν με τα ποδήλατα και αργότερα με τα μηχανάκια τους. Εκεί που έκαναν τα πρώτα τους τσιγάρα. Εκεί που ανέβασαν τα πρώτα τους κορίτσια.Πόσες φορές δεν είχε κάτσει με τα φιλαράκια του εκεί πάνω. Η Αθήνα όλη από κάτω, φάνταζε τεράστια. Κάθονταν αμίλητοι μέσα στο σκοτάδι, με μόνο φως τις καύτρες των τσιγάρων τους και χάζευαν τη σκοτεινή πολιτεία, ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του...
Έτσι ήταν εκεί πάνω στο λόφο..Αυτά σκεφτόταν πάνω στη μηχανή του αυτή τη παραμονή Πρωτοχρονιάς, την ώρα που ανέβαινε το φιδογυριστό δρόμο. Έκανε κρύο απόψε, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, ήταν μόνος του.. «Kαλύτερα», σκέφτηκε «όρεξη δεν έχω να δω κανένα, να μιλήσω σε κανένα.».
Έστριψε στη τελευταία στροφή και πάρκαρε τη μηχανή κάτω από τα δέντρα. Έβγαλε το κράνος και ανάσανε το παγωμένο αέρα. Κοίταξε γύρω του. Ερημιά και κρύο γύρω. Βολεύτηκε στο παγωμένο πεζούλι και έβγαλε το πακέτο τα τσιγάρα. Η καύτρα του έστειλε σπίθες στο σκοτάδι και έμεινε να την κοιτάζει για λίγο, σιωπηλός...
Αυτή τη παραμονή θα την πέρναγε εκεί μόνος του, έτσι, για τη πάρτη του..Μακριά από τη φωτισμένη πολιτεία, μακριά από οικογένεια, φίλους, πάρτι και διασκεδάσεις, Γιατί? Γιατί όλα είχαν τελειώσει..
Το τέλος είχε δοθεί εκεί κάτω, στη πολιτεία, λίγες μέρες πριν..Ένα τέλος οριστικό. Άραγε αυτή το είχε πάρει απόφαση? Από εκείνη τη μέρα που χωρίσανε σημεία ζωής δεν είχε δώσει. Ούτε κι αυτός την έψαξε βέβαια ούτε και ρώτησε να μάθει πως είναι τι κάνει, αν είναι καλά.
Σήμερα όμως ήταν διαφορετικά. Ήρθε και τον χτύπησε ο πόνος σαν σουβλιά. Από το πρωί τριγύριζε σαν αγρίμι, δεν τον χωρούσε ο τόπος, όλοι και όλα του έφταιγαν. Αλλά ήξερε. Το μόνο που του έφταιγε πραγματικά ήταν που αυτή δεν ήταν πια μαζί του.
Άναψε και δεύτερο τσιγάρο και έβγαλε το κινητό από τη τσέπη του. Έψαξε στο μενού για τις φωτογραφίες και βρήκε μια που είχε τραβήξει όταν ήτανε μαζί. Χαμογελούσε το κορίτσι του παιχνιδιάρικα. Τότε κορίτσι του, τώρα πια τίποτα..
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα από το παράπονο και το γιατί, έμεινε να κοιτάει τη φωτογραφία ώρα πολλή, δε μπορούσε να σταματήσει να την κοιτάει.
Πέρα κάτω στη πολιτεία ο κόσμος γιόρταζε και πυροτεχνήματα έπεφταν από παντού για το νέο έτος. Η πολιτεία λαμπύριζε, όλοι ήταν στους δρόμους. Αυτός όμως δεν είδε τίποτα, δεν ήθελε να δει τίποτα. Είχε γυρίσει τη πλάτη του στη πολιτεία και κοίταζε τη φωτογραφία της.
Καλημέρα, καλή βδομάδα και καλές γιορτές να έχουμε όλοι μας.
Πάντα Υγιείς και Ευτυχισμένοι!
128163
Ανέβαινε στο λόφο, στο καταφύγιο της παιδικής του ηλικίας, εκεί που αυτός και η παρέα του μαζεύονταν με τα ποδήλατα και αργότερα με τα μηχανάκια τους. Εκεί που έκαναν τα πρώτα τους τσιγάρα. Εκεί που ανέβασαν τα πρώτα τους κορίτσια.Πόσες φορές δεν είχε κάτσει με τα φιλαράκια του εκεί πάνω. Η Αθήνα όλη από κάτω, φάνταζε τεράστια. Κάθονταν αμίλητοι μέσα στο σκοτάδι, με μόνο φως τις καύτρες των τσιγάρων τους και χάζευαν τη σκοτεινή πολιτεία, ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του...
Έτσι ήταν εκεί πάνω στο λόφο..Αυτά σκεφτόταν πάνω στη μηχανή του αυτή τη παραμονή Πρωτοχρονιάς, την ώρα που ανέβαινε το φιδογυριστό δρόμο. Έκανε κρύο απόψε, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, ήταν μόνος του.. «Kαλύτερα», σκέφτηκε «όρεξη δεν έχω να δω κανένα, να μιλήσω σε κανένα.».
Έστριψε στη τελευταία στροφή και πάρκαρε τη μηχανή κάτω από τα δέντρα. Έβγαλε το κράνος και ανάσανε το παγωμένο αέρα. Κοίταξε γύρω του. Ερημιά και κρύο γύρω. Βολεύτηκε στο παγωμένο πεζούλι και έβγαλε το πακέτο τα τσιγάρα. Η καύτρα του έστειλε σπίθες στο σκοτάδι και έμεινε να την κοιτάζει για λίγο, σιωπηλός...
Αυτή τη παραμονή θα την πέρναγε εκεί μόνος του, έτσι, για τη πάρτη του..Μακριά από τη φωτισμένη πολιτεία, μακριά από οικογένεια, φίλους, πάρτι και διασκεδάσεις, Γιατί? Γιατί όλα είχαν τελειώσει..
Το τέλος είχε δοθεί εκεί κάτω, στη πολιτεία, λίγες μέρες πριν..Ένα τέλος οριστικό. Άραγε αυτή το είχε πάρει απόφαση? Από εκείνη τη μέρα που χωρίσανε σημεία ζωής δεν είχε δώσει. Ούτε κι αυτός την έψαξε βέβαια ούτε και ρώτησε να μάθει πως είναι τι κάνει, αν είναι καλά.
Σήμερα όμως ήταν διαφορετικά. Ήρθε και τον χτύπησε ο πόνος σαν σουβλιά. Από το πρωί τριγύριζε σαν αγρίμι, δεν τον χωρούσε ο τόπος, όλοι και όλα του έφταιγαν. Αλλά ήξερε. Το μόνο που του έφταιγε πραγματικά ήταν που αυτή δεν ήταν πια μαζί του.
Άναψε και δεύτερο τσιγάρο και έβγαλε το κινητό από τη τσέπη του. Έψαξε στο μενού για τις φωτογραφίες και βρήκε μια που είχε τραβήξει όταν ήτανε μαζί. Χαμογελούσε το κορίτσι του παιχνιδιάρικα. Τότε κορίτσι του, τώρα πια τίποτα..
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα από το παράπονο και το γιατί, έμεινε να κοιτάει τη φωτογραφία ώρα πολλή, δε μπορούσε να σταματήσει να την κοιτάει.
Πέρα κάτω στη πολιτεία ο κόσμος γιόρταζε και πυροτεχνήματα έπεφταν από παντού για το νέο έτος. Η πολιτεία λαμπύριζε, όλοι ήταν στους δρόμους. Αυτός όμως δεν είδε τίποτα, δεν ήθελε να δει τίποτα. Είχε γυρίσει τη πλάτη του στη πολιτεία και κοίταζε τη φωτογραφία της.
Καλημέρα, καλή βδομάδα και καλές γιορτές να έχουμε όλοι μας.
Πάντα Υγιείς και Ευτυχισμένοι!
128163