requiem
29/04/2008, 16:02
Ο Τσε με την αργεντίνικη ποδοσφαιρική φλέβα· ο Τσε που φλερτάρει με τα κορίτσια, χορεύει τάνγκο· ο Τσε που μεθάει, μπλέκεται σε καβγάδες, πουλάει ύφος στους αστυνομικούς, γίνεται λαθρεπιβάτης· αλλά και ο ευαίσθητος Τσε, που δεν διστάζει να σώσει ένα γατάκι από τη φωτιά...
Ο Αλμπέρτο Γρανάδο, παιδικός φίλος του Γκεβάρα, τον γνώριζε καλά και μας τον αποκαλύπτει μέσα από τα ημερολόγιά του.Ακριβώς σε αυτές τις αναμνήσεις του 81χρονου σήμερα Γρανάδο καθώς και στα ημερολόγια του Τσε βασίστηκε η ταινία του Βάλτερ Σάλες «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας», που καταγράφει τις νεανικές τους περιπέτειες στη Λατινική Αμερική, όταν ταξίδεψαν από την Αργεντινή μέχρι το Περού και τη Βενεζουέλα, καβάλα σε μια 500άρα Νόρτον.
Σε κάθε τους βήμα βλέπουν αυτό που ο Γκεβάρα ονόμαζε «δύο όψεις του ίδιου νομίσματος»: «η ομορφιά του τοπίου και ο φυσικός πλούτος της γης από τη μια, η φτώχεια αυτών που τη δουλεύουν από την άλλη». Συναντήσεις με χωρικούς και γαιοκτήμονες, γιατρούς και λεπρούς, αστυνόμους και μεθυσμένους δίνουν το έναυσμα για συζητήσεις που επιβεβαιώνουν ότι ο Ελ Πελάο (Καραφλάκιας) ή Φούσερ (μαινόμενος) Γκεβάρα -έτσι τον αποκαλεί συνεχώς στο ημερολόγιο ο φίλος του- είχε από μικρός τη στόφα του επαναστάτη.
ΚΟΡΔΟΒΑ, 29/12/1951: Οι δύο φίλοι μελετούν χάρτες, κάνουν σχέδια διαδρομών γι' αυτό το ταξίδι που προετοιμάζουν χρόνια. Η μεγάλη μέρα έχει φτάσει. «Η μηχανή έμοιαζε μ' ένα τεράστιο προϊστορικό ζώο» περιγράφει ο Αλμπέρτο Γρανάδο. «Από κάθε μεριά κρέμονταν αδιάβροχες τσάντες από καραβόπανο και πίσω μια σχάρα ήταν φορτωμένη με ένα σωρό πράγματα -από σχάρα για το ψήσιμο του κρέατος μέχρι σκηνή και υπνόσακους (...) Χωρίς πολλά πολλά έβαλα μπρος τη μηχανή. Ο Ερνέστο ανέβηκε πίσω που και ξεκινήσαμε, με τη μηχανή να τραμπαλίζεται κάτω από το βάρος των αποσκευών. Ο Πελάο στράφηκε για να χαιρετήσει, και για μια στιγμή η απότομη κινησή του με έκανε να χάσω τον έλεγχό της. Σχεδόν τρακάραμε με ένα τραμ που ερχόταν από τη γωνία. Οι κραυγές που ακούστηκαν μ' έκαναν να καταλάβω πόσο πολύ είχαμε κινδυνέψει...»
ΚΟΛΕ ΚΟΕΛ, 25/1/1952: Φεύγουν από την Μπαχία Μπλάνκα χωρίς να ακούσουν τις προειδοποιήσεις των ντόπιων για τους επικίνδυνους αμμόλοφους της διαδρομής που ανατρέπουν πολλές φορές τη μηχανή και προκαλούν ναυτία στον Τσε. Οταν φτάνουν στον σταθμό πρώτων βοηθειών δεν τους καλοδέχονται: «Μας ανέλαβε ένας νοσοκόμος» γράφει ο Γρανάδο. «Ηταν εξαιρετικά αγενής και μας έστειλε να μιλήσουμε στο διευθυντή, που μένει τετράγωνα μακριά. Συστηθήκαμε -ο Ερνέστο ως φοιτητής ιατρικής κι εγώ ως βιοχημικός- και έπειτα από αυτό ο διευθυντής μας έστειλε πίσω με ένα σημείωμα. Οταν ο νοσοκόμος έμαθε πως ήμασταν ένας γιατρός και ένας "σχεδόν γιατρός" η συμπεριφορά του άλλαξε τελείως. Αντί σε μια γωνιά στο γκαράζ όπου είχε σκεφτεί να μας βάλει να κοιμηθούμε αρχικά, μας έδωσε ένα δωμάτιο με δύο κρεβάτια και μπάνιο. Μ' αλλα λόγια ξαφνικά είχαμε μεταμορφωθεί από αλήτες σε λόρδους...»
ΜΠΑΡΙΛΟΚΕ, 11/2/1952: Αποχαιρετούν τους εργάτες που κουρεύουν πρόβατα, ενώ ακούν για κάποιο επικίνδυνο πούμα που κυκλοφορεί στην περιοχή. Βρίσκοντας κατάλυμα σε ένα αγρόκτημα νομίζουν ότι είναι ασφαλείς: «Οταν έπεσε η νύχτα, ανεβήκαμε στο πατάρι του αχυρώνα και μας πήρε αμέσως ο ύπνος, τόσο εξαντλημένοι ήμασταν από τις δοκιμασίες της μέρας. Ξαφνικά ξυπνήσαμε από έναν παράξενο θόρυβο. Πάνω από το κούφωμα της πόρτας είδαμε δύο μάτια να λάμπουν στο σκοτάδι. Μισοκοιμισμένος ακόμη, άκουσα έναν πυροβολισμό από τον Ερνέστο, που -γρήγορος και αποτελεσματικός όπως πάντα- είχε βγάλει το ρεβόλβερ από την τσάντα που χρησιμοποιούσε για μαξιλάρι. Αμέσως μετά ακούσαμε ένα αλύχτημα και είπα: "Το γάμησες το πούμα, Πελάο" και ξανακοιμήθηκα. Ξυπνήσαμε την αυγή από τις κραυγές θρήνου της ιδιοκτήτριας. Μόλις είχε βρει το σκυλάκι της άψυχο με μια σφαίρα στο κεφάλι...»
ΛΟΣ ΑΝΧΕΛΕΣ, Φεβρουάριος 1952. Διασχίζουν τις Ανδεις «χωρίς φρένα» και τα κατορθώματά τους γίνονται θέμα στην τοπική εφημερίδα του Τεμούκο. Θα τα βρουν όμως σκούρα από κάποιους μεθυσμένους Χιλιανούς, σ' ένα κακόφημο μπαρ: «Δεν πέρασε πολλή ώρα και η γυναίκα ενός απ' αυτούς άρχισε να γουστάρει τον Πελάο. Παρά τη βρόμικη φόρμα εργασίας που φορούσε και το αντιαισθητικά αξύριστο πιγούνι του, το ότι ήταν ξένος και αρκετά όμορφος τον έκανε κελεπούρι (...) Μια ξαφνική αναταραχή με έβγαλε βίαια από τους φιλοσοφικούς μου στοχασμούς. Στο επίκεντρο της προσοχής ήταν ο Ερνέστο, που είχε προσπαθήσει να τραβήξει έξω τη θαυμάστριά του. Εκείνη στην αρχή είχε συμφωνήσει, αλλά ξαφνικά είχε αλλάξει γνώμη και άρχισε να φωνάζει. Ο άντρας της κατέφθασε αμέσως, οπλισμένος με μια μποτίλια, και ετοιμαζόταν να χτυπήσει τον Φούσερ από πίσω. Οταν είδα τι γινόταν παράτησα τη ντάμα μου, έτρεξα προς τον άντρα και τον άρπαξα από πίσω. Τον έριξα κάτω ή μάλλον -περισσότερο εξαιτίας του κρασιού- έπεσε μόνος του. Μερικά λεπτά αργότερα, πίσω στο δωμάτιό μας και λαχανιασμένοι ακόμη, ο Φούσερ είπε: «Αν πάμε σε άλλους τέτοιους χορούς, πρέπει να ορκιστούμε πως δεν θα επιτρέψουμε στις γυναίκες να θαμπωθούν από μας».
Οι δύο ταξιδιώτες διανυκτέρευαν στον πυροσβεστικό σταθμό της πόλης. Δεν φαντάζονταν όμως ότι θα βρισκόταν πάνω στην πυροσβεστική, με κράνη και στολές: «Επειτα από κάνα δυο χιλιόμετρα αρχίσαμε να διακρίνουμε τη λάμψη από τις φλόγες, και μετά νιώσαμε τη χαρακτηριστική μυρωδιά του καμένου ρετσινιού που πάντα αναδίδουν τα κωνοφόρα (...). Δούλευα μία από τις μάνικες, ενώ ο Φούσερ απομάκρυνε τα αποκαΐδια. Οταν η φωτιά τέθηκε υπό έλεγχο, ακούσαμε το νιαούρισμα μιας γάτας που ήταν παγιδευμένη σε ό,τι είχε απομείνει από την οροφή που κάπνιζε. Ο Φούσερ πήγε να τη βοηθήσει, παρά τις διαμαρτυρίες των άλλων πυροσβεστών, που ήθελαν να επιστρέψουν στα κρεβάτια τους. Αλλά όταν επέστρεψε με το γατάκι στα χέρια του, όλοι χειροκρότησαν και αποφάσισαν να το κρατήσουν ως μασκότ του πυροσβεστικού σταθμού».
ΣΑΝ ΝΤΙΑΓΚΟ, 2/3/1952: Η μηχανή παθαίνει ανεπανόρθωτη βλάβη και οι δύο ταξιδιώτες την εγκαταλείπουν, αφού τη σκεπάσουν με ένα πανί, «σαν σάβανο». Καθώς τα χρήματα λιγοστεύουν επιβιβάζονται λαθραία σε ένα πλοίο για την Αντοφαγκάστα: «Το πλήρωμα έφτασε κατά τις εννιά και έστησαν μια ράμπα για να ανέβουν στο καράβι. Μπήκαμε αμέσως στην ουρά. Μόλις ανεβήκαμε στο κατάστρωμα, χώσαμε τα σακίδιά μας κάτω από έναν μουσαμά που κάλυπτε μια σωσίβια λέμβο και κλειστήκαμε στην τουαλέτα. Η πρώτη μας εντύπωση δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη. Η τουαλέτα ήταν βρομερή και ξεχειλισμένη στα σκατά, αλλά δεν είχαμε χρόνο για ευαισθησίες, έτσι κλειδώσαμε την πόρτα. Δεν τολμούσαμε ούτε καν να πάρουμε ανάσα. Οταν κάποιος χτυπούσε την πόρτα, φώναζα πως ήταν άλλος μέσα και έφευγε».
Επειτα από δύο ώρες, όταν αποφάσισαν να βγουν, τους... καλωσόρισε ο καπετάνιος: «Τι νομίζετε πως κάνετε εδώ; Δεν ξέρετε ότι εκθέτετε τους αξιωματικούς αυτού του πλοίου;» τους κατσάδιασε και τους έστρωσε να καθαρίσουν κρεμμύδια...
Ο Αλμπέρτο Γρανάδο, παιδικός φίλος του Γκεβάρα, τον γνώριζε καλά και μας τον αποκαλύπτει μέσα από τα ημερολόγιά του.Ακριβώς σε αυτές τις αναμνήσεις του 81χρονου σήμερα Γρανάδο καθώς και στα ημερολόγια του Τσε βασίστηκε η ταινία του Βάλτερ Σάλες «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας», που καταγράφει τις νεανικές τους περιπέτειες στη Λατινική Αμερική, όταν ταξίδεψαν από την Αργεντινή μέχρι το Περού και τη Βενεζουέλα, καβάλα σε μια 500άρα Νόρτον.
Σε κάθε τους βήμα βλέπουν αυτό που ο Γκεβάρα ονόμαζε «δύο όψεις του ίδιου νομίσματος»: «η ομορφιά του τοπίου και ο φυσικός πλούτος της γης από τη μια, η φτώχεια αυτών που τη δουλεύουν από την άλλη». Συναντήσεις με χωρικούς και γαιοκτήμονες, γιατρούς και λεπρούς, αστυνόμους και μεθυσμένους δίνουν το έναυσμα για συζητήσεις που επιβεβαιώνουν ότι ο Ελ Πελάο (Καραφλάκιας) ή Φούσερ (μαινόμενος) Γκεβάρα -έτσι τον αποκαλεί συνεχώς στο ημερολόγιο ο φίλος του- είχε από μικρός τη στόφα του επαναστάτη.
ΚΟΡΔΟΒΑ, 29/12/1951: Οι δύο φίλοι μελετούν χάρτες, κάνουν σχέδια διαδρομών γι' αυτό το ταξίδι που προετοιμάζουν χρόνια. Η μεγάλη μέρα έχει φτάσει. «Η μηχανή έμοιαζε μ' ένα τεράστιο προϊστορικό ζώο» περιγράφει ο Αλμπέρτο Γρανάδο. «Από κάθε μεριά κρέμονταν αδιάβροχες τσάντες από καραβόπανο και πίσω μια σχάρα ήταν φορτωμένη με ένα σωρό πράγματα -από σχάρα για το ψήσιμο του κρέατος μέχρι σκηνή και υπνόσακους (...) Χωρίς πολλά πολλά έβαλα μπρος τη μηχανή. Ο Ερνέστο ανέβηκε πίσω που και ξεκινήσαμε, με τη μηχανή να τραμπαλίζεται κάτω από το βάρος των αποσκευών. Ο Πελάο στράφηκε για να χαιρετήσει, και για μια στιγμή η απότομη κινησή του με έκανε να χάσω τον έλεγχό της. Σχεδόν τρακάραμε με ένα τραμ που ερχόταν από τη γωνία. Οι κραυγές που ακούστηκαν μ' έκαναν να καταλάβω πόσο πολύ είχαμε κινδυνέψει...»
ΚΟΛΕ ΚΟΕΛ, 25/1/1952: Φεύγουν από την Μπαχία Μπλάνκα χωρίς να ακούσουν τις προειδοποιήσεις των ντόπιων για τους επικίνδυνους αμμόλοφους της διαδρομής που ανατρέπουν πολλές φορές τη μηχανή και προκαλούν ναυτία στον Τσε. Οταν φτάνουν στον σταθμό πρώτων βοηθειών δεν τους καλοδέχονται: «Μας ανέλαβε ένας νοσοκόμος» γράφει ο Γρανάδο. «Ηταν εξαιρετικά αγενής και μας έστειλε να μιλήσουμε στο διευθυντή, που μένει τετράγωνα μακριά. Συστηθήκαμε -ο Ερνέστο ως φοιτητής ιατρικής κι εγώ ως βιοχημικός- και έπειτα από αυτό ο διευθυντής μας έστειλε πίσω με ένα σημείωμα. Οταν ο νοσοκόμος έμαθε πως ήμασταν ένας γιατρός και ένας "σχεδόν γιατρός" η συμπεριφορά του άλλαξε τελείως. Αντί σε μια γωνιά στο γκαράζ όπου είχε σκεφτεί να μας βάλει να κοιμηθούμε αρχικά, μας έδωσε ένα δωμάτιο με δύο κρεβάτια και μπάνιο. Μ' αλλα λόγια ξαφνικά είχαμε μεταμορφωθεί από αλήτες σε λόρδους...»
ΜΠΑΡΙΛΟΚΕ, 11/2/1952: Αποχαιρετούν τους εργάτες που κουρεύουν πρόβατα, ενώ ακούν για κάποιο επικίνδυνο πούμα που κυκλοφορεί στην περιοχή. Βρίσκοντας κατάλυμα σε ένα αγρόκτημα νομίζουν ότι είναι ασφαλείς: «Οταν έπεσε η νύχτα, ανεβήκαμε στο πατάρι του αχυρώνα και μας πήρε αμέσως ο ύπνος, τόσο εξαντλημένοι ήμασταν από τις δοκιμασίες της μέρας. Ξαφνικά ξυπνήσαμε από έναν παράξενο θόρυβο. Πάνω από το κούφωμα της πόρτας είδαμε δύο μάτια να λάμπουν στο σκοτάδι. Μισοκοιμισμένος ακόμη, άκουσα έναν πυροβολισμό από τον Ερνέστο, που -γρήγορος και αποτελεσματικός όπως πάντα- είχε βγάλει το ρεβόλβερ από την τσάντα που χρησιμοποιούσε για μαξιλάρι. Αμέσως μετά ακούσαμε ένα αλύχτημα και είπα: "Το γάμησες το πούμα, Πελάο" και ξανακοιμήθηκα. Ξυπνήσαμε την αυγή από τις κραυγές θρήνου της ιδιοκτήτριας. Μόλις είχε βρει το σκυλάκι της άψυχο με μια σφαίρα στο κεφάλι...»
ΛΟΣ ΑΝΧΕΛΕΣ, Φεβρουάριος 1952. Διασχίζουν τις Ανδεις «χωρίς φρένα» και τα κατορθώματά τους γίνονται θέμα στην τοπική εφημερίδα του Τεμούκο. Θα τα βρουν όμως σκούρα από κάποιους μεθυσμένους Χιλιανούς, σ' ένα κακόφημο μπαρ: «Δεν πέρασε πολλή ώρα και η γυναίκα ενός απ' αυτούς άρχισε να γουστάρει τον Πελάο. Παρά τη βρόμικη φόρμα εργασίας που φορούσε και το αντιαισθητικά αξύριστο πιγούνι του, το ότι ήταν ξένος και αρκετά όμορφος τον έκανε κελεπούρι (...) Μια ξαφνική αναταραχή με έβγαλε βίαια από τους φιλοσοφικούς μου στοχασμούς. Στο επίκεντρο της προσοχής ήταν ο Ερνέστο, που είχε προσπαθήσει να τραβήξει έξω τη θαυμάστριά του. Εκείνη στην αρχή είχε συμφωνήσει, αλλά ξαφνικά είχε αλλάξει γνώμη και άρχισε να φωνάζει. Ο άντρας της κατέφθασε αμέσως, οπλισμένος με μια μποτίλια, και ετοιμαζόταν να χτυπήσει τον Φούσερ από πίσω. Οταν είδα τι γινόταν παράτησα τη ντάμα μου, έτρεξα προς τον άντρα και τον άρπαξα από πίσω. Τον έριξα κάτω ή μάλλον -περισσότερο εξαιτίας του κρασιού- έπεσε μόνος του. Μερικά λεπτά αργότερα, πίσω στο δωμάτιό μας και λαχανιασμένοι ακόμη, ο Φούσερ είπε: «Αν πάμε σε άλλους τέτοιους χορούς, πρέπει να ορκιστούμε πως δεν θα επιτρέψουμε στις γυναίκες να θαμπωθούν από μας».
Οι δύο ταξιδιώτες διανυκτέρευαν στον πυροσβεστικό σταθμό της πόλης. Δεν φαντάζονταν όμως ότι θα βρισκόταν πάνω στην πυροσβεστική, με κράνη και στολές: «Επειτα από κάνα δυο χιλιόμετρα αρχίσαμε να διακρίνουμε τη λάμψη από τις φλόγες, και μετά νιώσαμε τη χαρακτηριστική μυρωδιά του καμένου ρετσινιού που πάντα αναδίδουν τα κωνοφόρα (...). Δούλευα μία από τις μάνικες, ενώ ο Φούσερ απομάκρυνε τα αποκαΐδια. Οταν η φωτιά τέθηκε υπό έλεγχο, ακούσαμε το νιαούρισμα μιας γάτας που ήταν παγιδευμένη σε ό,τι είχε απομείνει από την οροφή που κάπνιζε. Ο Φούσερ πήγε να τη βοηθήσει, παρά τις διαμαρτυρίες των άλλων πυροσβεστών, που ήθελαν να επιστρέψουν στα κρεβάτια τους. Αλλά όταν επέστρεψε με το γατάκι στα χέρια του, όλοι χειροκρότησαν και αποφάσισαν να το κρατήσουν ως μασκότ του πυροσβεστικού σταθμού».
ΣΑΝ ΝΤΙΑΓΚΟ, 2/3/1952: Η μηχανή παθαίνει ανεπανόρθωτη βλάβη και οι δύο ταξιδιώτες την εγκαταλείπουν, αφού τη σκεπάσουν με ένα πανί, «σαν σάβανο». Καθώς τα χρήματα λιγοστεύουν επιβιβάζονται λαθραία σε ένα πλοίο για την Αντοφαγκάστα: «Το πλήρωμα έφτασε κατά τις εννιά και έστησαν μια ράμπα για να ανέβουν στο καράβι. Μπήκαμε αμέσως στην ουρά. Μόλις ανεβήκαμε στο κατάστρωμα, χώσαμε τα σακίδιά μας κάτω από έναν μουσαμά που κάλυπτε μια σωσίβια λέμβο και κλειστήκαμε στην τουαλέτα. Η πρώτη μας εντύπωση δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη. Η τουαλέτα ήταν βρομερή και ξεχειλισμένη στα σκατά, αλλά δεν είχαμε χρόνο για ευαισθησίες, έτσι κλειδώσαμε την πόρτα. Δεν τολμούσαμε ούτε καν να πάρουμε ανάσα. Οταν κάποιος χτυπούσε την πόρτα, φώναζα πως ήταν άλλος μέσα και έφευγε».
Επειτα από δύο ώρες, όταν αποφάσισαν να βγουν, τους... καλωσόρισε ο καπετάνιος: «Τι νομίζετε πως κάνετε εδώ; Δεν ξέρετε ότι εκθέτετε τους αξιωματικούς αυτού του πλοίου;» τους κατσάδιασε και τους έστρωσε να καθαρίσουν κρεμμύδια...