Ταξιδευτής
31/07/2008, 23:35
Κωλόδρομος. Μου το είχαν πει ότι είχε χαλάσει πολύ ο δρόμος και δεν ήταν εύκολο να τον περάσω με το δικό μου αυτοκίνητο, παρά μόνο με αγροτικό. Πού να το βρω; Το τελευταίο πράγμα που με ένοιαζε ήταν το αν θα σακατέψω το Πεζώ. Μετά το Παμπλούκι, τα πράγματα έγιναν αληθινά δύσκολα. Κάθε είκοσι μέτρα το αμάξι «εύρισκε» στα ύφαλα του. Ίσως αυτή να ήταν η τελευταία του διαδρομή.
Ο Ελικώνας τον Ιούλιο ζει μεγάλες στιγμές. Έχουν επιστρέψει όλοι οι Βοιωτοί στα χωριά που γεννήθηκαν. Το χειμώνα τα αφήνουν και ρημάζουν. Στοιχειωμένα, πρώην χωριά, όπου από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο δεν μένει κανένας. Υπάρχουν μερικά μερεμετισμένα παλιά σπίτια που φιλοξενούν στις καλές μέρες τους απογόνους των ανταρτών. Κόκκινα χωριά. Στο βουνό που κάποτε έμεναν οι Μούσες και που τώρα σίγουρα δεν μένουν.
Έστριψα στο δρόμο για το Ζερίκι. Το χωριό της μητέρας μου. Του πάππου μου και του παππού του παππού μου. Μια ιδέα του Σαββατοκύριακου, μια ιστορία ζωής -ποιανού, δεν ξέρω-, ένα πείσμα μου, μια χαμένη εξαρχής ευκαιρία για να στήσω το μύθο μου. Το δικό μου και του παππού Οδυσσέα. Γι’ αυτό ανέβηκα ως εδώ. Να μάθω, ή καλύτερα να εξιχνιάσω, μια ιστορία που κανένας δεν την ξέρει ολόκληρη και παραδόξως κανένας δεν έχει προσπαθήσει να τη μάθει. Πέθανε, κάπου μεταξύ του 1944 και 1946, έχοντας ακριβώς την ηλικία που έχω κι εγώ σήμερα, είκοσι επτά χρονών.
Η μητέρα μου ήταν τεσσάρων χρονών, ούτε που τον θυμάται, και η γιαγιά, που κατάφερε να φτάσει μέχρι το 1985, πριν μας κουνήσει το μαύρο της μαντίλι, δεν έλεγε ποτέ την ίδια εκδοχή όταν τη ρωτούσα. Δεν ήθελε να θυμάται, ή είχε πράγματι ξεχάσει, ή ήθελε κι αυτή να φτιάξει ελκυστικό μύθο γύρω από το όνομα εκείνου που δεν είχε καλά καλά προλάβει να τον γνωρίσει, όμως εκείνος είχε καλά καλά προλάβει να της κάνει τέσσερα παιδιά. Άλλη μια φορά έχω έρθει εδώ. Πιτσιρικάς, γύρω στα επτά, θυμάμαι κάτι σαν πανηγύρι, μπάλα σ' ένα ξέφωτο, κοκορέτσι στις σούβλες, να το γυρίζουν μπετατζήδες, και κάτι χοντρά κοριτσάκια σαν μικρές χαριτωμένες μπετονιέρες. Στο καφενείο του Μάνεση -που μαζεύονταν και παίζανε χαρτιά- θα εύρισκα το γέρο Λιάπη. Εκείνος ήταν ο «κολλητός» του παππού. Πήγαινα συστημένος. «Γεια χαρά, είμαι ο εγγονός του Οδυσσέα τού Πούλου και θέλω να μάθω τι ήτανε ο παππούς μου.» Κάπως έτσι θα έλεγα. Τι άλλο; Πενήντα χρόνια πίσω. Να βουτήξει στη λάσπη μιας εποχής που σκέπασε για πάντα ανθρώπους και πράγματα -όπως και κάθε εποχή- και να βγάλει καθαρή, μπροστά στα μάτια μου, πάνω στο τραπέζι, την εικόνα του παππού. Να βγάλει από το καπέλο του τον παππού κρατώντας τον με το 'να χέρι από τ' αυτιά.
Το απόγευμα μας βρήκε να κουβεντιάζουμε και να πίνουμε κόκκινο κρασί.
- Σ' αυτήν εδώ την πλατεία έγινε, θα σου το 'χουνε πει. Δεν τόλμησε κανείς να πλησιάσει και να τον βοηθήσει. Εγώ ήμουν στο βουνό, αλλά δεν ξέρω τι θα 'κανα αν ήμουν εδώ. Τι άλλο θέλεις να μάθεις;
- Δεν ξέρω. Νομίζω πως δεν υπάρχει κάτι άλλο. Μέσες άκρες έτσι την ήξερα κι εγώ την ιστορία, θα σταματήσω να ρωτάω πια. Δεκαπέντε χρόνια ρωτάω. Ούτε τα αδέρφια του, μεταξύ τους, δεν έλεγαν την ίδια εκδοχή. Μιλούσαν και βαριόντουσαν. Σαν να μην υπήρξε ο αδερφός τους. -Δεν υπήρξε. Σε πενήντα χρόνια -και τέτοια χρόνια- δεν πιστεύεις ότι υπήρξες ούτε εσύ τότε, πόσο μάλλον ο αδερφός σου ή το παιδί σου.
Ο γέρο Λιάπης, χαϊδεύοντας τα ογδόντα του χρόνια, σαν γερασμένο σκυλί στα πόδια του, μιλούσε και περνούσε από στιγμές παραίτησης σε κορυφές πείσματος. Και από την τρυφερότητα του ανθρώπου που διηγείται τη δύσκολη ζωή του στη σκληρότητα του ίδιου ανθρώπου που διηγείται την ίδια ζωή. Σαν την ύστατη προσπάθεια εκείνου που πνίγεται. Τη μια αφήνεται στο θάνατο και την άλλη χτυπάει για μία ακόμη φορά τα πόδια του για να βγει πάνω. Το ένστικτο της επιβίωσης ή το γαμώτο μιας ζωής που δεν κέρδισε ποτέ ένα χαλάλι. Δεν θα 'θελα να είμαι έτσι στα ογδόντα μου. θέλω να γίνω τρελόγερος. Να βλέπω κοριτσίστικα κωλαράκια και να απλώνω το τρεμάμενο χέρι μου. Και ξαφνικά να εμφανιστεί η θεία Δίκη και αφού με αφήσει να απολαύσω για τελευταία φορά ένα νεανικό κορμί, να μου κόψει σύρριζα τα χέρια και να με αφήσει στην πλατεία να χάνω σιγά σιγά τον κόσμο.
138246
Ο Ελικώνας τον Ιούλιο ζει μεγάλες στιγμές. Έχουν επιστρέψει όλοι οι Βοιωτοί στα χωριά που γεννήθηκαν. Το χειμώνα τα αφήνουν και ρημάζουν. Στοιχειωμένα, πρώην χωριά, όπου από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο δεν μένει κανένας. Υπάρχουν μερικά μερεμετισμένα παλιά σπίτια που φιλοξενούν στις καλές μέρες τους απογόνους των ανταρτών. Κόκκινα χωριά. Στο βουνό που κάποτε έμεναν οι Μούσες και που τώρα σίγουρα δεν μένουν.
Έστριψα στο δρόμο για το Ζερίκι. Το χωριό της μητέρας μου. Του πάππου μου και του παππού του παππού μου. Μια ιδέα του Σαββατοκύριακου, μια ιστορία ζωής -ποιανού, δεν ξέρω-, ένα πείσμα μου, μια χαμένη εξαρχής ευκαιρία για να στήσω το μύθο μου. Το δικό μου και του παππού Οδυσσέα. Γι’ αυτό ανέβηκα ως εδώ. Να μάθω, ή καλύτερα να εξιχνιάσω, μια ιστορία που κανένας δεν την ξέρει ολόκληρη και παραδόξως κανένας δεν έχει προσπαθήσει να τη μάθει. Πέθανε, κάπου μεταξύ του 1944 και 1946, έχοντας ακριβώς την ηλικία που έχω κι εγώ σήμερα, είκοσι επτά χρονών.
Η μητέρα μου ήταν τεσσάρων χρονών, ούτε που τον θυμάται, και η γιαγιά, που κατάφερε να φτάσει μέχρι το 1985, πριν μας κουνήσει το μαύρο της μαντίλι, δεν έλεγε ποτέ την ίδια εκδοχή όταν τη ρωτούσα. Δεν ήθελε να θυμάται, ή είχε πράγματι ξεχάσει, ή ήθελε κι αυτή να φτιάξει ελκυστικό μύθο γύρω από το όνομα εκείνου που δεν είχε καλά καλά προλάβει να τον γνωρίσει, όμως εκείνος είχε καλά καλά προλάβει να της κάνει τέσσερα παιδιά. Άλλη μια φορά έχω έρθει εδώ. Πιτσιρικάς, γύρω στα επτά, θυμάμαι κάτι σαν πανηγύρι, μπάλα σ' ένα ξέφωτο, κοκορέτσι στις σούβλες, να το γυρίζουν μπετατζήδες, και κάτι χοντρά κοριτσάκια σαν μικρές χαριτωμένες μπετονιέρες. Στο καφενείο του Μάνεση -που μαζεύονταν και παίζανε χαρτιά- θα εύρισκα το γέρο Λιάπη. Εκείνος ήταν ο «κολλητός» του παππού. Πήγαινα συστημένος. «Γεια χαρά, είμαι ο εγγονός του Οδυσσέα τού Πούλου και θέλω να μάθω τι ήτανε ο παππούς μου.» Κάπως έτσι θα έλεγα. Τι άλλο; Πενήντα χρόνια πίσω. Να βουτήξει στη λάσπη μιας εποχής που σκέπασε για πάντα ανθρώπους και πράγματα -όπως και κάθε εποχή- και να βγάλει καθαρή, μπροστά στα μάτια μου, πάνω στο τραπέζι, την εικόνα του παππού. Να βγάλει από το καπέλο του τον παππού κρατώντας τον με το 'να χέρι από τ' αυτιά.
Το απόγευμα μας βρήκε να κουβεντιάζουμε και να πίνουμε κόκκινο κρασί.
- Σ' αυτήν εδώ την πλατεία έγινε, θα σου το 'χουνε πει. Δεν τόλμησε κανείς να πλησιάσει και να τον βοηθήσει. Εγώ ήμουν στο βουνό, αλλά δεν ξέρω τι θα 'κανα αν ήμουν εδώ. Τι άλλο θέλεις να μάθεις;
- Δεν ξέρω. Νομίζω πως δεν υπάρχει κάτι άλλο. Μέσες άκρες έτσι την ήξερα κι εγώ την ιστορία, θα σταματήσω να ρωτάω πια. Δεκαπέντε χρόνια ρωτάω. Ούτε τα αδέρφια του, μεταξύ τους, δεν έλεγαν την ίδια εκδοχή. Μιλούσαν και βαριόντουσαν. Σαν να μην υπήρξε ο αδερφός τους. -Δεν υπήρξε. Σε πενήντα χρόνια -και τέτοια χρόνια- δεν πιστεύεις ότι υπήρξες ούτε εσύ τότε, πόσο μάλλον ο αδερφός σου ή το παιδί σου.
Ο γέρο Λιάπης, χαϊδεύοντας τα ογδόντα του χρόνια, σαν γερασμένο σκυλί στα πόδια του, μιλούσε και περνούσε από στιγμές παραίτησης σε κορυφές πείσματος. Και από την τρυφερότητα του ανθρώπου που διηγείται τη δύσκολη ζωή του στη σκληρότητα του ίδιου ανθρώπου που διηγείται την ίδια ζωή. Σαν την ύστατη προσπάθεια εκείνου που πνίγεται. Τη μια αφήνεται στο θάνατο και την άλλη χτυπάει για μία ακόμη φορά τα πόδια του για να βγει πάνω. Το ένστικτο της επιβίωσης ή το γαμώτο μιας ζωής που δεν κέρδισε ποτέ ένα χαλάλι. Δεν θα 'θελα να είμαι έτσι στα ογδόντα μου. θέλω να γίνω τρελόγερος. Να βλέπω κοριτσίστικα κωλαράκια και να απλώνω το τρεμάμενο χέρι μου. Και ξαφνικά να εμφανιστεί η θεία Δίκη και αφού με αφήσει να απολαύσω για τελευταία φορά ένα νεανικό κορμί, να μου κόψει σύρριζα τα χέρια και να με αφήσει στην πλατεία να χάνω σιγά σιγά τον κόσμο.
138246