MikeG
03/12/2008, 09:27
Διαβάστε το παρακάτω.
Το έχει γράψει ο Λύκος (συντάκτης & στο περιοδικό Μοτο). Το βρήκα εδώ. (http://stoma-tou-lykou.blogspot.com/2008/12/blog-post.html)
Κάθεμέρα
Πρέπεινα ξυπνήσω νωρίς ναπρολάβω [θυμάσαι τι γεύση είχαν οι Κυριακές με τα κοντά παντελόνια;] τέλειωνεμαλάκα μιαώρατονκαφέ, ναμηνξεχάσω ναπάρωτα χαρτιά [θυμάσαι που καθόσουν ώρες και μουτζούρωνες άσκοπα σε χαρτάκια;] το αμάξι, πρέπεινα τοπάω για σέρβις, κάτι δενακούγεται καλά, ναδεις θα μεαφήσει καιθα τρέχω, αμέλειαρεγμτ, πάλι έχεικίνηση, [με το ποδήλατο, άδειοι οι δρόμοι, σούρουπο και να τρέχεις] σκουριάέχει βγάλει, πρέπεινατο σουτάρω όπου νάναι, ποιοςμαλάκας θαβρεθεί να το πάρει [κι είχε ένα χρώμα κόκκινο λες κι ήταν άφθαρτο] εντάξει, ευτυχώςήρθα στηνώρα…
μου…
για να… βαριέμαι….
για… μισή ώρα…
μέχρι….
να κατα…
φέρω… να δουλέψω…
δεν…
περνάει…………..
βαριέμαι.. να ζήσω σήμερα… μια μέρα που θα ξεχαστεί σαν τη χθεσινή, που θα [θυμάσαι πόσα είχες να περιμένεις;] πάω στο κρεβάτι [δεν έφτανε η μέρα, ποτέ δεν έφτανε] και θα νομίζω [έμενα με τα μάτια ανοιχτά ώρες] ότι κι αυτή η μέρα ήταν ένας θάνατος μικρός, και το βράδυ πάλι δε θα ‘χω τίποτα να περιμένω, άδειες μέρες σα σειρά πλαστικά ξεβαμμένα μανταλάκια στο σκοινί που το μόνο που περιμένει είναι να κοπεί για να [θυμάσαι πως ήταν να είσαι με φίλους;]
f fast fast forward ff γρήγορατώρα, να προλάβωνα περάσω, απ’τολογιστή, και να προσποιηθούμεμαζί ότι αυτόπου είναισημαντικό είναιτα
νούμερα
καινα κοροιδέψουμε τους εαυτούςμας για να νομίζουμε ότικαι σήμερα κάναμε το σημαντικό, κι αφήσαμε [οι φίλοι με περίμεναν πάντα στην αλάνα, μέχρι να σουρουπώσει, σα πιστές σκιές] πίσω τακτοποιημένοτο φόβομας σε στήλες εφοριακέςκαι με την ψευδαίσθησηότι είμαστε ασφαλείς [τα γόνατα γδαρμένα, παπούτσια μπαλωμένα, χαμόγελο! χαμόγελο!] ναμην ξεχάσω ναλλάξω μπλούζα, αυτήλερώθηκε, κουράζομαινα, τρέχει έτσι ο χρόνος, θέλωνα
σηκώνομαι απ’την καρέκλα, πιάνω το μπράτσο, νιώθω τα μάτια μου κόκκινα, η φωνή μου βγαίνει σα σφύριγμα, το καταλαβαίνω, αλλά χέστηκα
‘Ρε. ΡΕ! Φεύγω, κάλυψε με μια ώρα.’
‘Που πας;’
‘Πάω λίγο έξω.’
‘Που έξω;’
‘Πρέπει να φύγω.’
‘Τώρα;’
‘Ναι τώρα, πρέπει να φύγω.’
Ακόμαπερνάει, σπασμένακαρέ, [θυμάσαι που άραζες πίσω, έριχνες μια στον ενισχυτή κι έπαιζες δωδεκάμετρα σαν να χες όλο το χρόνο στον κόσμο;] οχρόνος, περνάω ανάμεσααπ’ τ’ αυτοκίνητα, ταμπέλεςμεγάλες διαφημίσειςλες και χυμάνεπάνω μου να μουπουν πως πρέπει ναμαι, και πολιτικοίπου μου γελάνε έξω απ’ τα σουπερμάρκετ γερνάω
α…….
Εθνική…..
Τώρα… ο χρόνος… θα περάσει όπως θέλω εγώ… και..
μια κάτω, σκίζεται το μοτέρ, και
τώρα πούστη θα σε μετρήσω εγώ
μέχρι δέκατο
140
δε θα μου το πηγαίνεις όπως θέλεις
160
θα σε βάλω στη γραμμή παλιο@#όλη
180
και δε θα χεις
200
που να κρυφτείς
220
κι εσύ και οι πουτάνες οι ώρες σου
240
θα περάσετε όπως
245 και σπάει
θέλω εγώ.
Και τώρα
αναστροφή. Πάντα μετά από παύση.
Είναι όπως στη θάλασσα. Καμιά φορά αναρωτιέσαι τι θα γίνει αν συνεχίσεις να κολυμπάς προς τα μέσα.
Το έχει γράψει ο Λύκος (συντάκτης & στο περιοδικό Μοτο). Το βρήκα εδώ. (http://stoma-tou-lykou.blogspot.com/2008/12/blog-post.html)
Κάθεμέρα
Πρέπεινα ξυπνήσω νωρίς ναπρολάβω [θυμάσαι τι γεύση είχαν οι Κυριακές με τα κοντά παντελόνια;] τέλειωνεμαλάκα μιαώρατονκαφέ, ναμηνξεχάσω ναπάρωτα χαρτιά [θυμάσαι που καθόσουν ώρες και μουτζούρωνες άσκοπα σε χαρτάκια;] το αμάξι, πρέπεινα τοπάω για σέρβις, κάτι δενακούγεται καλά, ναδεις θα μεαφήσει καιθα τρέχω, αμέλειαρεγμτ, πάλι έχεικίνηση, [με το ποδήλατο, άδειοι οι δρόμοι, σούρουπο και να τρέχεις] σκουριάέχει βγάλει, πρέπεινατο σουτάρω όπου νάναι, ποιοςμαλάκας θαβρεθεί να το πάρει [κι είχε ένα χρώμα κόκκινο λες κι ήταν άφθαρτο] εντάξει, ευτυχώςήρθα στηνώρα…
μου…
για να… βαριέμαι….
για… μισή ώρα…
μέχρι….
να κατα…
φέρω… να δουλέψω…
δεν…
περνάει…………..
βαριέμαι.. να ζήσω σήμερα… μια μέρα που θα ξεχαστεί σαν τη χθεσινή, που θα [θυμάσαι πόσα είχες να περιμένεις;] πάω στο κρεβάτι [δεν έφτανε η μέρα, ποτέ δεν έφτανε] και θα νομίζω [έμενα με τα μάτια ανοιχτά ώρες] ότι κι αυτή η μέρα ήταν ένας θάνατος μικρός, και το βράδυ πάλι δε θα ‘χω τίποτα να περιμένω, άδειες μέρες σα σειρά πλαστικά ξεβαμμένα μανταλάκια στο σκοινί που το μόνο που περιμένει είναι να κοπεί για να [θυμάσαι πως ήταν να είσαι με φίλους;]
f fast fast forward ff γρήγορατώρα, να προλάβωνα περάσω, απ’τολογιστή, και να προσποιηθούμεμαζί ότι αυτόπου είναισημαντικό είναιτα
νούμερα
καινα κοροιδέψουμε τους εαυτούςμας για να νομίζουμε ότικαι σήμερα κάναμε το σημαντικό, κι αφήσαμε [οι φίλοι με περίμεναν πάντα στην αλάνα, μέχρι να σουρουπώσει, σα πιστές σκιές] πίσω τακτοποιημένοτο φόβομας σε στήλες εφοριακέςκαι με την ψευδαίσθησηότι είμαστε ασφαλείς [τα γόνατα γδαρμένα, παπούτσια μπαλωμένα, χαμόγελο! χαμόγελο!] ναμην ξεχάσω ναλλάξω μπλούζα, αυτήλερώθηκε, κουράζομαινα, τρέχει έτσι ο χρόνος, θέλωνα
σηκώνομαι απ’την καρέκλα, πιάνω το μπράτσο, νιώθω τα μάτια μου κόκκινα, η φωνή μου βγαίνει σα σφύριγμα, το καταλαβαίνω, αλλά χέστηκα
‘Ρε. ΡΕ! Φεύγω, κάλυψε με μια ώρα.’
‘Που πας;’
‘Πάω λίγο έξω.’
‘Που έξω;’
‘Πρέπει να φύγω.’
‘Τώρα;’
‘Ναι τώρα, πρέπει να φύγω.’
Ακόμαπερνάει, σπασμένακαρέ, [θυμάσαι που άραζες πίσω, έριχνες μια στον ενισχυτή κι έπαιζες δωδεκάμετρα σαν να χες όλο το χρόνο στον κόσμο;] οχρόνος, περνάω ανάμεσααπ’ τ’ αυτοκίνητα, ταμπέλεςμεγάλες διαφημίσειςλες και χυμάνεπάνω μου να μουπουν πως πρέπει ναμαι, και πολιτικοίπου μου γελάνε έξω απ’ τα σουπερμάρκετ γερνάω
α…….
Εθνική…..
Τώρα… ο χρόνος… θα περάσει όπως θέλω εγώ… και..
μια κάτω, σκίζεται το μοτέρ, και
τώρα πούστη θα σε μετρήσω εγώ
μέχρι δέκατο
140
δε θα μου το πηγαίνεις όπως θέλεις
160
θα σε βάλω στη γραμμή παλιο@#όλη
180
και δε θα χεις
200
που να κρυφτείς
220
κι εσύ και οι πουτάνες οι ώρες σου
240
θα περάσετε όπως
245 και σπάει
θέλω εγώ.
Και τώρα
αναστροφή. Πάντα μετά από παύση.
Είναι όπως στη θάλασσα. Καμιά φορά αναρωτιέσαι τι θα γίνει αν συνεχίσεις να κολυμπάς προς τα μέσα.