antsoar
23/02/2010, 18:09
Με αφορμή την μη συμετοχή του Ραλλυ Ακρόπολις φέτος στο WRC, αντιγράφω ένα κείμενο που
έγραψα το 2004 μετά των αγώνα
Ράλι ακρόπολις 2004
Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 4:55 , αφού φορτώσαμε περιττά και χρήσιμα στο αυτοκίνητο βγήκαμε εθνική. Πήξιμο με το καλημέρα λόγο έργων ασφαλτόστρωσης (ελέω Ολυμπιάδας έστρωσαν και τα χαρακώματα μπροστά από το σπίτι μου).
Μετά τα φανάρια της Κηφισιάς ο δρόμος είναι ανοικτός και το ταξίδι απόλαυση. Φτάνουμε Θερμοπύλες (εννοείται χωρίς στάση, σε τέτοιες περιπτώσεις και για τέτοιες αποστάσεις το κατούρημα απαγορεύεται δια ροπάλου) . Στρίβουμε για Μπράλο και από `κει για την ειδική Παύλιανη. Το βάρβαρο ξύπνημα δεν πήγε χαμένο, παρκάρουμε 50 μέτρα απ` το κλείσιμο της κοπάνας.
Είμαστε στα 1500 μέτρα υψόμετρο και το κρύο είναι απίστευτο. Φοράμε τα καλά καλοκαιρινά μπουφάν που είχαμε φέρει μαζί για το βράδυ και περιμένουμε. Η ώρα περνάει αργά και ο καθαρός αέρας ανοίγει την όρεξη, «χτυπάμε» τα πρώτα σάντουιτς με φόντο την κορφή της Οίτης. Ο κόσμος που ολοένα πληθαίνει σχηματίζει «εξέδρες» στα αναχώματα πλάι στο δρόμο. Οι πιο αργοπορημένοι φτάνουν λαχανιάζοντας μετά από μακριά ανάβαση, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα έχουν πια δημιουργήσει ουρά χιλιομέτρων.
Τα ελικόπτερα που πετούν με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα πάνω απ` τα κεφάλια μας δείχνουν ότι η στιγμή έφτασε. Το κομμάτι πού βλέπουμε αποτελείται από μια μακριά τεζαρισμένη δεξιά καμπή, σαν ευθεία, σε δεξί εσάκι με νεροφάγωμα στη πρώτη κορυφή και μετά χάνετε σε κατηφορική αριστερή κρατημένη.
Το σόου αρχίζει και πρώτα μπαίνουν τα WRC , ο κόσμος παραληρεί ενώ την παράσταση κλέβει ο Ροβάνπερα που μπαίνει με πολλά στο ες και κάνει το Πεζό να χορεύει. Για το νεροφάγωμα ούτε λόγος, οδηγοί και αναρτήσεις δείχνουν να το αγνοούν επιδεικτικά. Όλα τα λεφτά όμως ήταν οι πιτσιρικάδες του JWRC. Τρελαμένα εικοσάχρονα που έτρωγαν σίδερα (στη κυριολεξία, 5 τερμάτισαν από τα 20 που εκίνησαν των αγώνα). Το γκάζι στο πάτωμα, το κεφάλι κάτω κι ταυτότητα στα δόντια. Ο ήχος του μοτέρ στον κόφτη έρχοντάν χιλιόμετρα πριν.
Ωραία κατηγορία... στην ηλικία που ακόμα ονειρεύεσαι, να είσαι επαγγελματίας στο «μικρό» παγκόσμιο πρωτάθλημα. Με όλη τη καριέρα σου μπροστά, με υλικό διαμάντι – καθαρόαιμα 1600άρια με 220-240 άλογα, πολύστροφα μοτέρ και ήχο που σε στέλνει στα ουράνια – να ανταγωνίζεσαι ομοίους σου σε μια κατηγορία που πέφτουν κορμιά. Κρίμα που η Ελληνική μιζέρια δεν άφησε τελικά να δούμε και έναν δικό μας πιτσιρικά ανάμεσα τους.
Αποφασίζουμε να μείνουμε στη Παύλιανη και για το δεύτερο πέρασμα.
Το κρύο τώρα είναι χειρότερο, η γυναίκα μου είναι στο αυτοκίνητο με το καλοριφέρ αναμμένο, ενώ εγώ φοράω το μπουφάν μου, το μπουφάν της και ένα αδιάβροχο που ανακάλυψα στο πορτμπαγκάζ καθώς χοροπηδάω γείρω από μια φωτιά που άναψαν κάτι ντόπιοι. Περιττό να σημειώσω ότι μαζί με το κρύο ανέβηκε κατακόρυφα και η όρεξή μας, αφού καταβροχθίσαμε ότι άλλο φαγώσιμο είχαμε μαζί μας, σάντουιτς κρουασάν μπισκότα, συν κάτι βρώμικα από παρακείμενη καντίνα, ένα αδιόρατο κενό εξακολουθούσε να κάνει αισθητή την παρουσία του στο στομάχι μας. Τι σου είναι ο καθαρός αέρας.
Μετά και το δεύτερο πέρασμα πήραμε το δρόμο για τα Καμένα Βούρλα. Φτάνουμε αργά το απόγευμα. Ύστερα από σύντομη αναζήτηση για ξενοδοχείο, ακολουθεί φαγητό, σχεδιασμός της επόμενης μέρας και ύπνος.
Το άλλο πρωί, ο συνδυασμός αϋπνίας, ταλαιπωρίας από το κρύο και κούρασης, έκαναν τον ήχο από το ξυπνητήρι να ακούγεται στα αυτιά μας σαν γλυκό νανούρισμα. Το πρόγραμμα της ημέρας ήταν πλέον παρελθόν. Αποφασίζουμε να μην αγχωθούμε και αφού «γονατίζουμε» τον πρωινό μπουφέ του ξενοδοχείου (τι σου είναι αυτός ο καθαρός αέρας) ξεκινάμε για ένα κοντινό χωριό.
Το πλάνο ήταν να δούμε τα αγωνιστικά να περνούν σε απλή διαδρομή. Φτάνοντας η κεντρική πλατεία ήταν ήδη γεμάτη κόσμο. Ντόπιοί και ξένοι, καθώς και όλα τα παιδιά του χωριού, δημιουργούσαν ένα πολύχρωμο ανθρωπομάνι που περίμενε την παρέλαση των αγωνιστικών μέσα από τους στενούς δρόμους.
Διαλέξαμε ένα πιο ήσυχο σκιερό σημείο, και ετοιμάσαμε τις φωτογραφικές μηχανές. Όπου να σου και ένας μπάρμπας εμφανίζετε. «Από που είστε παιδιά?» «από Αθήνα ε!» «θα περάσουνε τα ράλλια από εδώ?» «έχω κι εγώ ένα αγροτικό αλλά δεν τρέχει πολύ» «ξέρω και την Αθήνα καλά» «έμεινά δυο χρόνια στα Πατήσια» «μ’ έγραψε και ένα μπάτσος με το αγροτικό» «δεν είχα λέει δίπλωμα ασφάλεια άδεια» «άκου τι πράγματα κοιτάνε στην Αθήνα». Και καθώς η ώρα πέρναγε αργά...αργά...κάποια στιγμή ρωτάμε που έχει ένα καφενείο το χωριό. Τα μάτια του μπάρμπα άστραψαν, «καφενείο...?» «κι εγώ τη κάνω εδώ?».
Πριν προλάβουμε να εκφράσουμε δισταγμό είχε χαθεί. Σε 3 λεπτά τον είδαμε να επιστρέφει, κουβαλώντας πλαστικές πολυθρόνες, και ακολουθούμενος από την κόρη του που κράταγε ασημένιο δίσκο με καφέδες και νερά. Και πριν καλά-καλά το καταλάβουμε βρεθήκαμε να παρακολουθούμε τα αγωνιστικά, σαν τους προύχοντες του χωριού, να περνούν από μπροστά μας. Κάτω από την σκιά των πλατάνων, στις πλαστικές μας πολυθρόνες με τον καφέ και το παγωμένο νερό στο χέρι. Μεγαλείο .
Το απόγευμα μας βρήκε στο δρόμο της επιστροφής, ένα ακόμα ράλι Ακρόπολις ήταν παρελθόν. Το πολύχρωμο τσίρκο του WRC θα μάζευε τα συμπράγκαλά του για τον επόμενο προορισμό. Τεράστιες νταλίκες με ανταλλακτικά, συνεργεία, εστιατόρια, υπερσύγχρονα συστήματα τηλεπικοινωνιών. Μια hi-teak πολιτεία σε ρόδες.
Όσο για `μας, μένουμε με τις αναμνήσεις μας μέχρι τον άλλο χρόνο, είναι ένα ραντεβού που δεν χάνουμε με τίποτα. Εξάλλου για του χρόνου μας έχει κλείσει ο μπάρμπας ρεζερβέ την κεντρική πλατεία του χωριού, μαζί με το δάσκαλο και τον παπά. Έως τότε...
έγραψα το 2004 μετά των αγώνα
Ράλι ακρόπολις 2004
Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 4:55 , αφού φορτώσαμε περιττά και χρήσιμα στο αυτοκίνητο βγήκαμε εθνική. Πήξιμο με το καλημέρα λόγο έργων ασφαλτόστρωσης (ελέω Ολυμπιάδας έστρωσαν και τα χαρακώματα μπροστά από το σπίτι μου).
Μετά τα φανάρια της Κηφισιάς ο δρόμος είναι ανοικτός και το ταξίδι απόλαυση. Φτάνουμε Θερμοπύλες (εννοείται χωρίς στάση, σε τέτοιες περιπτώσεις και για τέτοιες αποστάσεις το κατούρημα απαγορεύεται δια ροπάλου) . Στρίβουμε για Μπράλο και από `κει για την ειδική Παύλιανη. Το βάρβαρο ξύπνημα δεν πήγε χαμένο, παρκάρουμε 50 μέτρα απ` το κλείσιμο της κοπάνας.
Είμαστε στα 1500 μέτρα υψόμετρο και το κρύο είναι απίστευτο. Φοράμε τα καλά καλοκαιρινά μπουφάν που είχαμε φέρει μαζί για το βράδυ και περιμένουμε. Η ώρα περνάει αργά και ο καθαρός αέρας ανοίγει την όρεξη, «χτυπάμε» τα πρώτα σάντουιτς με φόντο την κορφή της Οίτης. Ο κόσμος που ολοένα πληθαίνει σχηματίζει «εξέδρες» στα αναχώματα πλάι στο δρόμο. Οι πιο αργοπορημένοι φτάνουν λαχανιάζοντας μετά από μακριά ανάβαση, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα έχουν πια δημιουργήσει ουρά χιλιομέτρων.
Τα ελικόπτερα που πετούν με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα πάνω απ` τα κεφάλια μας δείχνουν ότι η στιγμή έφτασε. Το κομμάτι πού βλέπουμε αποτελείται από μια μακριά τεζαρισμένη δεξιά καμπή, σαν ευθεία, σε δεξί εσάκι με νεροφάγωμα στη πρώτη κορυφή και μετά χάνετε σε κατηφορική αριστερή κρατημένη.
Το σόου αρχίζει και πρώτα μπαίνουν τα WRC , ο κόσμος παραληρεί ενώ την παράσταση κλέβει ο Ροβάνπερα που μπαίνει με πολλά στο ες και κάνει το Πεζό να χορεύει. Για το νεροφάγωμα ούτε λόγος, οδηγοί και αναρτήσεις δείχνουν να το αγνοούν επιδεικτικά. Όλα τα λεφτά όμως ήταν οι πιτσιρικάδες του JWRC. Τρελαμένα εικοσάχρονα που έτρωγαν σίδερα (στη κυριολεξία, 5 τερμάτισαν από τα 20 που εκίνησαν των αγώνα). Το γκάζι στο πάτωμα, το κεφάλι κάτω κι ταυτότητα στα δόντια. Ο ήχος του μοτέρ στον κόφτη έρχοντάν χιλιόμετρα πριν.
Ωραία κατηγορία... στην ηλικία που ακόμα ονειρεύεσαι, να είσαι επαγγελματίας στο «μικρό» παγκόσμιο πρωτάθλημα. Με όλη τη καριέρα σου μπροστά, με υλικό διαμάντι – καθαρόαιμα 1600άρια με 220-240 άλογα, πολύστροφα μοτέρ και ήχο που σε στέλνει στα ουράνια – να ανταγωνίζεσαι ομοίους σου σε μια κατηγορία που πέφτουν κορμιά. Κρίμα που η Ελληνική μιζέρια δεν άφησε τελικά να δούμε και έναν δικό μας πιτσιρικά ανάμεσα τους.
Αποφασίζουμε να μείνουμε στη Παύλιανη και για το δεύτερο πέρασμα.
Το κρύο τώρα είναι χειρότερο, η γυναίκα μου είναι στο αυτοκίνητο με το καλοριφέρ αναμμένο, ενώ εγώ φοράω το μπουφάν μου, το μπουφάν της και ένα αδιάβροχο που ανακάλυψα στο πορτμπαγκάζ καθώς χοροπηδάω γείρω από μια φωτιά που άναψαν κάτι ντόπιοι. Περιττό να σημειώσω ότι μαζί με το κρύο ανέβηκε κατακόρυφα και η όρεξή μας, αφού καταβροχθίσαμε ότι άλλο φαγώσιμο είχαμε μαζί μας, σάντουιτς κρουασάν μπισκότα, συν κάτι βρώμικα από παρακείμενη καντίνα, ένα αδιόρατο κενό εξακολουθούσε να κάνει αισθητή την παρουσία του στο στομάχι μας. Τι σου είναι ο καθαρός αέρας.
Μετά και το δεύτερο πέρασμα πήραμε το δρόμο για τα Καμένα Βούρλα. Φτάνουμε αργά το απόγευμα. Ύστερα από σύντομη αναζήτηση για ξενοδοχείο, ακολουθεί φαγητό, σχεδιασμός της επόμενης μέρας και ύπνος.
Το άλλο πρωί, ο συνδυασμός αϋπνίας, ταλαιπωρίας από το κρύο και κούρασης, έκαναν τον ήχο από το ξυπνητήρι να ακούγεται στα αυτιά μας σαν γλυκό νανούρισμα. Το πρόγραμμα της ημέρας ήταν πλέον παρελθόν. Αποφασίζουμε να μην αγχωθούμε και αφού «γονατίζουμε» τον πρωινό μπουφέ του ξενοδοχείου (τι σου είναι αυτός ο καθαρός αέρας) ξεκινάμε για ένα κοντινό χωριό.
Το πλάνο ήταν να δούμε τα αγωνιστικά να περνούν σε απλή διαδρομή. Φτάνοντας η κεντρική πλατεία ήταν ήδη γεμάτη κόσμο. Ντόπιοί και ξένοι, καθώς και όλα τα παιδιά του χωριού, δημιουργούσαν ένα πολύχρωμο ανθρωπομάνι που περίμενε την παρέλαση των αγωνιστικών μέσα από τους στενούς δρόμους.
Διαλέξαμε ένα πιο ήσυχο σκιερό σημείο, και ετοιμάσαμε τις φωτογραφικές μηχανές. Όπου να σου και ένας μπάρμπας εμφανίζετε. «Από που είστε παιδιά?» «από Αθήνα ε!» «θα περάσουνε τα ράλλια από εδώ?» «έχω κι εγώ ένα αγροτικό αλλά δεν τρέχει πολύ» «ξέρω και την Αθήνα καλά» «έμεινά δυο χρόνια στα Πατήσια» «μ’ έγραψε και ένα μπάτσος με το αγροτικό» «δεν είχα λέει δίπλωμα ασφάλεια άδεια» «άκου τι πράγματα κοιτάνε στην Αθήνα». Και καθώς η ώρα πέρναγε αργά...αργά...κάποια στιγμή ρωτάμε που έχει ένα καφενείο το χωριό. Τα μάτια του μπάρμπα άστραψαν, «καφενείο...?» «κι εγώ τη κάνω εδώ?».
Πριν προλάβουμε να εκφράσουμε δισταγμό είχε χαθεί. Σε 3 λεπτά τον είδαμε να επιστρέφει, κουβαλώντας πλαστικές πολυθρόνες, και ακολουθούμενος από την κόρη του που κράταγε ασημένιο δίσκο με καφέδες και νερά. Και πριν καλά-καλά το καταλάβουμε βρεθήκαμε να παρακολουθούμε τα αγωνιστικά, σαν τους προύχοντες του χωριού, να περνούν από μπροστά μας. Κάτω από την σκιά των πλατάνων, στις πλαστικές μας πολυθρόνες με τον καφέ και το παγωμένο νερό στο χέρι. Μεγαλείο .
Το απόγευμα μας βρήκε στο δρόμο της επιστροφής, ένα ακόμα ράλι Ακρόπολις ήταν παρελθόν. Το πολύχρωμο τσίρκο του WRC θα μάζευε τα συμπράγκαλά του για τον επόμενο προορισμό. Τεράστιες νταλίκες με ανταλλακτικά, συνεργεία, εστιατόρια, υπερσύγχρονα συστήματα τηλεπικοινωνιών. Μια hi-teak πολιτεία σε ρόδες.
Όσο για `μας, μένουμε με τις αναμνήσεις μας μέχρι τον άλλο χρόνο, είναι ένα ραντεβού που δεν χάνουμε με τίποτα. Εξάλλου για του χρόνου μας έχει κλείσει ο μπάρμπας ρεζερβέ την κεντρική πλατεία του χωριού, μαζί με το δάσκαλο και τον παπά. Έως τότε...