Ο Γιάννης προσκάλεσε τη μητέρα του για φαγητό. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, η μητέρα δεν έπαψε να κοιτάζει τη συγκάτοικο του γιου της, μια πολύ όμορφη κοπέλα. Από καιρό "μυριζότανε" ότι υπήρχε σχέση ανάμεσά τους και αυτή η υποψία της κέντριζε περισσότερο την περιέργεια.
Τους παρατηρούσε όλο το βράδυ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μεταξύ τους σχέση ήταν κάτι περισσότερο απ' ό,τι άφηναν να φαίνεται.
Σαν να διάβασε τις σκέψεις της μητέρας του ο Γιάννης, προσφέρθηκε να της λύσει την απορία και της είπε:
- Ξέρω τι θα πρέπει να σκέφτεσαι, αλλά η Πόπη κι εγώ είμαστε ΜΟΝΟ συγκάτοικοι, και το τόνισε το "μόνο".
Τρεις-τέσσερις ημέρες αργότερα η Πόπη λέει στο Γιάννη:
- Από τότε που η μητέρα σου ήρθε για φαΐ, έχω χάσει την ασημένια κουτάλα σερβιρίσματος και δε μπορώ να τη βρω πουθενα, αν και έχω φάει τον τόπο.
Λες να μας την πήρε; Αλλά πάλι... δεν το πιστεύω.
- ! Ούτε εγώ το πιστεύω, της λέει ο Γιάννης, αλλά, για να 'μαστε 100% σίγουροι, θα της γράψω, να τη ρωτήσω.
Κάθεται λοιπόν και γράφει ένα γραμματάκι στη μητέρα του:
Αγαπητή μητέρα,
Δε λέω ότι πήρες την ασημένια κουτάλα σερβιρίσματος, τις προάλλες που είχες έρθει για φαΐ, ούτε λέω ότι δεν την πήρες. Αλλά η κουτάλα χάθηκε τη βραδιά που ήσουνα εδώ. Μπορείς να μου πεις τι έγινε;
Ο γιος σου.
Μερικές ημέρες αργότερα φτάνει η απάντηση:
Αγαπητέ Γιάννη,
Δε λέω ότι έχεις σεξουαλικές σχέσεις με την Πόπη, ούτε λέω ότι δεν έχεις. Αν όμως κοιμόσουν στο κρεββάτι σου, θα την είχες βρει την κουτάλα μέχρι τώρα.
Με αγάπη.
Η μαμά σου