(Μη δικό μου κείμενο. Το παρόν ανευρίσκεται σε πάμπολλους διαδικτυακούς τόπους ως έχει ή με μικρές παραλαγές. Μια μικρή αναδρομή σε άλλες εποχές, με άλλους Ανθρώπους σε πρώτο ρόλο. Μην κολλήσετε, αν θέλετε, στα περί χριστιανισμού ή μουσουλμανισμού. Αλλού είναι το θέμα. Εnjoy! )
Κείνα τα χρόνια, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, τα μεγάλα επιβατικά και φορτηγά πλοία για τα Χανιά δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν το λιμάνι και αναγκαστικά αγκυροβολούσαν απ’ έξω, στον προλιμένα αρόδου και ξεφόρτωναν τα εμπορεύματά τους σε μαούνες.
Συγχρόνως οι επιβάτες για τα Χανιά έπρεπε να μπαρκάρουν ή να ξεμπαρκάρουν με τη βοήθεια βαρκάρηδων που σύχναζαν στην πλατεία μπροστά στο τελωνείο. Ο κάθε βαρκάρης φρόντιζε να είναι ανταγωνιστικός όχι μόνο επιτυγχάνοντας μεγαλύτερες ταχύτητες για να προλάβει να μεταφέρει περισσότερους επιβάτες, αλλά έχοντας βάψει ο καθένας τη δικιά του βάρκα με ένα ιδιαίτερο χρώμα, προφανώς για να την κάνει πιο ελκυστική…
Στη μπλε βάρκα του προέδρου των βαρκάρηδων Σταύρου Τσιριγωτάκη εργαζόταν από παιδί ένας νεαρός μουσουλμάνος ο Σαλή ή Σαλής. Αράπης ψηλός και χειροδύναμος, αλλά συγχρόνως κομψότατος και στυλάτος είχε εξασφαλίσει τη μόνιμη αξιοπιστία του αφεντικού του αφού χάρη στο Σαλή η βάρκα του Σταύρου έφθανε πάντα πρώτη στα πλοία.
Ο συμπαθής και φιλάνθρωπος μουσουλμάνος αράπης, κατάλοιπο κι αυτός της αραβοτουρκοκρατίας ήταν συγχρόνως γνωστός με το ελληνικό επώνυμο Χελιδωνάκης ή Χελιδώνης. Προφανώς γιατί είχε αγνή ψυχή σαν τα πουλιά που βρίσκουν καταφύγιο μεταναστεύοντας σε δύσκολες εποχές σε άλλες χώρες. Αρνήθηκε όμως πεισματικά να αποχωρήσει μαζί με τους Τούρκους. Μάλιστα επί Κρητικής Πολιτείας, πήρε την αγγλική υπηκοότητα, πράγμα που σαράντα χρόνια μετά (γερμανική κατοχή), αντίθετα από άλλους, του προκάλεσε περισσότερα προβλήματα.
Γλυκός, ευγενικός, καθαρός, μειλίχιος και πάλλευκος στην ψυχή στην ουσία σκεπτόταν και συμπεριφερόταν χριστιανικά, όπως και αρκετοί άλλοι ομόθρησκοι συμπολίτες. Αυτός ειδικά, όπως και η γειτόνισσά του Αμπλά με την οποία έμοιαζαν σαν αδέλφια, δεν είχαν μόνο εικόνες έκαναν το σταυρό τους και επικαλούνταν την Παναγία και τον Αη Νικόλα ο πρώτος ή τον Αη Γιώργη η δεύτερη σε κάθε δύσκολη ή χαρούμενη στιγμή, αλλά κυρίως ήσαν πασίγνωστοι για την ευαισθησία τους και τη βοήθεια που προσέφεραν στους πονεμένους και δυστυχείς.
Ακόμη και σήμερα οι Χανιώτες θυμούνται με συγκίνηση τον Σαλή το μαύρο βαρκάρη. Ήρθε μικρός από την Αφρική, σαν τ’ αποδημητικά πουλιά, γι’ αυτό τον έβγαλαν Χελιδωνάκη. Όμως αυτός δε θέλησε να ξαναφύγει, ούτε με την περίφημη ανταλλαγή των πληθυσμών. Τόσο πολύ αγάπησε την πόλη και τους ανθρώπους της.
Τα βράδια άφηνε κρυφά στις πόρτες των φτωχών τρόφιμα, με τους μικρούς του «αγγέλους», τα παιδιά. Φτωχός ήταν κι ο ίδιος, μα χαιρόταν να δίνει το μεροκάματό του για τους άλλους. Κι όταν κάποτε η τύχη του χαμογέλασε και του ΄πεσε το λαχείο, πάλι με τα χρήματα αυτά προίκισε δύο κοπέλες.
Δεν έχει σημασία αν ήταν αλλόφυλος ή αλλόθρησκος. Στο Θεό της Αγάπης πίστευε και το έδειχνε καθημερινά με τις πράξεις του.
Όταν τα χέρια του Σαλή έχασαν τη δύναμή τους και αναγκαστικά σταμάτησε να δουλεύει χρειάστηκε να πουλήσει το σπίτι του στο Κουμ Καπί. Αργότερα όμως ευαισθητοποιήθηκαν πολλοί Χανιώτες που έβλεπαν πλέον όχι μόνο την ευγένεια και την καλοσύνη, αλλά και την περηφάνια του και έστω και αργά τον αποκατέστησαν. Αρχικά χάρη στον καλό του φίλο τυπογράφο, συγγραφέα και ποιητή Γεώργιο Γεωρβασάκη, κατόρθωσε να γίνει Έλληνας πολίτης. Έτσι του απονεμήθηκε από το ΙΚΑ η σύνταξη που δικαιούνταν για τα αμέτρητα χρόνια δουλειάς του σαν Έλληνας λεμβούχος. Ήταν όμως τόσο λιτοδίαιτος ώστε ουδέποτε την κατανάλωσε ολόκληρη, αφού αμέσως μετά άρχισε να τη μοιράζει σε φτωχούς γειτόνους που πίστευε ότι είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από τον ίδιο.
Έσβησε ξαφνικά και ήρεμα σαν σε ένα γλυκό σχεδόν ευτυχισμένο ύπνο, όπως κάποιοι άγιοι της χριστιανοσύνης στο φτωχικό του δωμάτιο το Φλεβάρη του 1967.
Ύστερα από τη δημοσίευση στον τοπικό τύπο ενός ποιήματος του τυπογράφου – ποιητή Γεωργίου Γεωρβασάκη για το Σαλή υπήρξαν αθρόες προσφορές για να γίνει μια ανάλογη με την προσφορά του ταφή.
Ο Σαλής έχει ταφεί στο χριστιανικό νεκροταφείο του Αγίου Λουκά.
Στη μαρμάρινη πλάκα, στον τάφο του Σαλή, χαράχτηκαν οι στίχοι του ποιητή Γεωργίου Γεωρβασάκη:
Ας ήσουν μαύρος
Ας μην ήσουν Χριστιανός.
Ας ήταν μαύρη η μορφή σου.
Μ’ από το χιόνι πιο λευκή ήτανε η ψυχή σου.
![]()