Την τελευταία μου μηχανή την πούλησα το 2009. Συνειδητή επιλογή μετά από αυτά που μου τυχαίνουν ή βλέπω συνέχεια στους (καρό)δρόμους της Κρήτης.
Τόλμησα και οδήγησα ξανά ένα μεγάλο μηχανάκι για μια ώρα περίπου το 2011. Κάπως με την ψυχή στο στόμα από την αγωνία αλλά και την προσμονή να ανέβω ξανά στη σέλλα. Και αν και με τρόμαξε λίγο η εμπειρία μου ξαναξύπνησε το "μικρόβιο".
Προχθές έκαμα το τόλμημα και νοίκιασα ένα μηχανάκι για να πάω μια βόλτα (μαζί με ένα άλλο φίλο με το μηχανάκι του) 750 χλμ περίπου από τέρμα δυτικά σε τέρμα ανατολικά και κάτω της Κρήτης. Σιδερόκωλη εκδρομή με αναχώρηση βράδυ από Φαλάσαρνα και στόχο την Κάτω Ζάκρο της Σητείας.
Κατάφερα και έφτασα μέχρι τον Άγιο Νικόλαο (260 χλμ) και εκεί είπα πως δεν αντέχω/πάει άλλο.
Ξαναβρέθηκα να οδηγάω στους ίδιους δρόμους καρμανιόλες, απαράλαχτοι εδώ και 3 χρόνια. Μάλιστα από 2 σημεία που περάσαμε έγιναν την ώρα που εμείς ταξειδεύαμε 4 τροχαία, το ένα θανατηφόρο (ΚΤΕΟ Ηράκλειο). Το ίδιο μπουρδέλο οδόστρωμα (σαμαράκια, λακούβες, ανάποδες κλίσεις, γυαλί άσφαλτος, ξηλωμένη άσφαλτος με το μηχάνημα με τα δόντια για να στρωθεί (κάποτε) νέα άσφαλτος χωρίς καμία προειδοποίηση, ερασιτεχνισμός στα έργα και στη σήμανσή τους, απουσία στοιχειώδους φωτισμού), οι ίδιοι κακοί και επικίνδυνοι οδηγοί, οι ίδιοι χιλιάδες παράδρομοι που βγάζουν απαυθείας μέσα στην "εθνική"...
Κινδύνεψα αρκετές φορές. Και δεν το ήθελα αυτό. Και κάθε φορά που συνέβαινε κάτι στα μάτια μου ερχόντουσαν οι εικόνες των παιδιών μου.
Και εκεί είπα ότι δε μου κάνει πια η ιδέα, ότι μου έφυγε το μικρόβιο.
Φοβήθηκα...
Έτσι δεν έχω φοβηθεί ποτέ μου. Και έχω κάνει διάφορες μ@λακίες στη ζωή μου. Αλλά έτσι ποτέ δεν έχω φοβηθεί... Σε κάθε στροφή στο μυαλό μου ερχόντουσαν οι λεζάντες από τις ειδήσεις και οι μνήμες. "Να, εδώ σε αυτή τη στροφή στο Φόδελε σκοτώθηκε πέρυσι ο τάδε, και ο τάδε και ο τάδε", "σε αυτό το χαράκι έπεσε και σκοτώθηκε ο τάδε", "σε αυτές τις μπαριέρες εγώ ο ίδιος βρέθηκα την ημέρα που σκοτώθηκε ο τάδε. Στα χέρια μου ξεψύχησε, θυμάμαι την αγωνία στο σακατεμένο του κορμί".
Πανικοβλήθηκα, δε μπορούσα να ηρεμήσω.
Ναι, φτάσαμε -δεν ξέρω και εγώ πως- μέχρι τον Άγιο. Ήπιαμε καφέ και εκεί είπα στο φίλο μου ότι εγώ τα παρατάω.
Οριστικά...
Γύρισα πίσω στα Χανιά με 60 χλμ/ώρα. Χεσμένος μέχρι αηδίας, σχεδόν τρέμοντας από την αγωνία να επιστρέψω ζωντανός. Και αυτό προφανώς έκανε την όλη κατάσταση πολύ πιο δύσκολη και πολύ πιο ψυχοφθόρα. Με χέρια μούσκεμα μέσα στα γάντια, με σβέρκο να σουρώνει, μάτια τόσο ανοιχτά που με έπιασε το κεφάλι μου.
Επιστρέφοντας πήγα επιτόπου στο μαγαζί και παρέδωσα το μηχανάκι. Μου είπαν ότι παρόλο που το επέστρεψα 2 ημέρες ενωρίτερα δε θα μου δώσουνε πίσω τα χρήματά μου. Δε με έγνοιαξε, να τελειώνω με τον εφιάλτη και πράμα άλλο.
Ναι, δε μου κάνει πια... Δεν έχει να μου προσφέρει τίποτα που χρειάζομαι. Το αντίθετο.
Δε γνωρίζω αν κάποια στιγμή στο μέλλον πάρω κάποιο μικρό μηχανάκι για μέσα στην πόλη. Αλλά μεγάλη μηχανή εγώ δεν ξανακαβαλάω.
Και αυτή τη φορά είναι οριστικό!
![]()