λογοκρισία είναι η αυτολογοκρισία, αναδημοσιεύω από την ελευθεροτυπία
Λόγος για έναν ανυπότακτο που έγινε ληστής
Κάποιες σκέψεις για την υπόθεση του Γιάννη Δημητράκη
Γ. Δημητράκης
Το κείμενο αυτό αφορά την υπόθεση του Γιάννη Δημητράκη, ο οποίος συνελήφθη στις 16 Ιανουαρίου 2006, αμέσως μετά τη ληστεία του καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στην οδό Σόλωνος.
Οσοι και όσες το γράφουμε έχουμε διαφορετικές οπτικές ως προς τη ληστεία -και την απειλή βίας ή τη βία που εμπεριέχει- καθώς και τα περιεχόμενα ή τις μορφές της κοινωνικοπολιτικής βίας συνολικά. Ωστόσο, εναντιωνόμαστε στην ηθική απαξίωσή του λόγω της συμμετοχής του στη ληστεία και, παράλληλα, αρνούμαστε να αποδεχτούμε την αυθαίρετη διόγκωση του εναντίον του κατηγορητηρίου και, συνεπώς, την επιχειρούμενη -υποδειγματική- εξοντωτική ποινική αντιμετώπισή του στην επικείμενη δίκη του.
Η σύλληψή του: Τεχνικές βασανισμού και εξόντωσης ενός πολυτραυματία.
Ο Γιάννης Δημητράκης συνελήφθη, τραυματισμένος βαριά στην πλάτη, στην καταδίωξη μετά τη ληστεία. Η φωτογραφία του, αιμόφυρτου, με διαλυμένο από σφαίρα στον αγκώνα και με χειροπέδες να κλωτσιέται στο πρόσωπο από αστυνομικό, αποτελεί μία ακόμη λαμπρή σελίδα στην ιστορία της ΕΛ.ΑΣ. Νοσηλεύτηκε επί μακρόν σε απομόνωση στη Μ.Ε.Ν. του Γενικού Κρατικού Αθήνας. Ευτυχώς όμως, παρ' όλη την αντιτρομοκρατική βουλιμία του κ. Διώτη, χάρη στην αποφασιστική στάση του ίδιου, την κατηγορηματική άρνηση των γιατρών του να μετατραπεί ο θάλαμος της Μονάδας Εντατικής Νοσηλείας σε ανακριτικό κελί της Αντιτρομοκρατικής και την έγκαιρη παρέμβαση νομικών και κοινωνικών οργανώσεων, δεν επανελήφθη, έστω σε μικρογραφία, το έγκλημα του Ευαγγελισμού σε βάρος του Σάββα Ξηρού, το καλοκαίρι του 2002.
Η διόγκωση: Από τον έναν στους τέσσερις και από τη μία στις επτά
Οι αστυνομικές αρχές και το «αντιτρομοκρατικό επιτελείο», αμέσως μετά τη σύλληψη του Δημητράκη, με την αγαστή συνεργασία όλων των τηλεοπτικών και πολλών εντύπων ΜΜΕ, απέδωσαν τη ληστεία του καταστήματος της Εθνικής στη Σόλωνος στη «συμμορία των ληστών με τα μαύρα». Ετσι, προχώρησαν σε πογκρόμ συλλήψεων φίλων του κρατούμενου, με κτηνώδεις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των «προσαγομένων», σε μια ευθεία προσπάθεια ποινικοποίησης του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού χώρου και, βεβαίως, στις πασίγνωστες πλέον διαρροές και φωτογραφίσεις «υπόπτων». Τέλος, λίγες μέρες μετά, εξέδωσαν ένταλμα σύλληψης (με τρομοϋστερικές ιαχές και απειλές αστυνομικής αυτοδικίας ) τριών ακόμα ατόμων του αναρχικού χώρου. Οι τρεις, απέναντι στην προαναγγελθείσα καταδίκη τους και χωρίς καμιά εμπιστοσύνη στην «αστυνομική δικαιοσύνη», επέλεξαν να μην παρουσιαστούν στις αρχές, στάση που κρατούν μέχρι σήμερα. Ετσι κι αλλιώς, παρ' όλα τα διωκτικά αγοραία στερεότυπα, φυγοδικία δεν σημαίνει ενοχή, συχνά δε, όπως απεδείχθη πολλές φορές και στο πρόσφατο παρελθόν, απλώς είναι συμβατή με τη στάση αντίστασης του διωκόμενου.
Αποτέλεσμα των κατασταλτικών μεθοδεύσεων και του κλίματος που δημιούργησαν: Η «συμμορία των ληστών με τα μαύρα» (μια θολή καταγραφή αποσπασματικών και αντιφατικών μαρτυριών και, μάλλον, ένα διωκτικό εφεύρημα με στόχο την ενοποίηση των υποθέσεων ανεξιχνίαστων ληστειών, χωρίς τη στοιχειώδη οργανωτική, τεχνική ή, έστω, ενδυματολογική ομογένεια -εκτός του αυτονόητου, στα όρια του γελοίου, ότι οι ληστές είναι, κατά τεκμήριο, νέοι και όχι υπερήλικες, φορούν σπορ ρούχα και όχι σμόκιν) ανάγεται σε «εγκληματική οργάνωση» και ο Γιάννης Δημητράκης παραπέμπεται με τον διαβόητο «αντιτρομοκρατικό» νόμο.
Και το γαϊτανάκι ξετυλίγεται: Αν και αποδεδειγμένα δεν έχει πυροβολήσει, κατηγορείται για απόπειρα ανθρωποκτονίας * και μάλιστα, για ληστείες που οι διωκτικές αρχές αποδίδουν στους «ληστές με τα μαύρα», με τις οποίες όμως ο Δημητράκης δεν συνδέεται καθ' οιονδήποτε τρόπο * με την ίδια λογική, κατηγορείται και για το κακούργημα του «ξεπλύματος μαύρου χρήματος», επειδή κατείχε τραπεζική θυρίδα, στην οποία βρέθηκαν 40.000 ευρώ από συναυλίες για εράνους αλληλεγγύης σε κρατούμενους, οπότε, μια και η απόκρυψη χρημάτων δεν συνιστά αδίκημα, διαπράττεται και αυτή η δικονομική ακροβασία.
Η απαξίωση: Η δαιμονοποίηση μιας ληστείας και η παραδειγματική αντιμετώπιση του δράστη
Ο ίδιος ο Γιάννης Δημητράκης, σε επιστολές του από τη φυλακή, εξηγεί τα κίνητρα της συμμετοχής του στη ληστεία και εκθέτει την κοινωνικοπολιτική του θεώρηση. Προφανώς, ούτε το κριτικό προς το σύστημα και το συγκρουσιακό με τους μηχανισμούς του περιεχόμενο των κινήτρων του ούτε η βιωματική ανατρεπτικότητα των πεποιθήσεών του τον απαλλάσσουν από τις υλικές ποινικές ευθύνες της πράξης του, αλλά και την πολιτική (με την έννοια ότι ο Δημητράκης γίνεται ληστής, ενώ είναι ήδη κοινωνικά σκεπτόμενος και ανυπότακτος) κριτική, που μπορεί να του γίνει από διάφορες πλευρές, στην επιλογή του.
Ομως, η περίπτωση του Γιάννη Δημητράκη άπτεται ενός, πρωτίστως, ηθικού ζητήματος, το οποίο εγείρει (ή, ορθότερα, οφείλει να εγείρει), συνακόλουθα, μια σειρά από κοινωνικοπολιτικά ερωτήματα:
Μπορούμε να θεωρήσουμε την «ατομική εξέγερση» του Δημητράκη ιδιοτελή ατομικισμό και να αγνοήσουμε τα ασφυκτικά διλήμματα και τις πολώσεις της εποχής μας, να μη διακρίνουμε την απόπειρα υπέρβασής τους που συμπυκνώνεται στο εγχείρημα «ληστεία» -καθ' όλα γνωστό στη διεθνή κοινωνική ιστορία αλλά και την ελληνική;
Μπορούμε να ξεχάσουμε ότι η ληστεία με κοινωνικά ή πολιτικά κίνητρα, ανεξάρτητα από τις συνθήκες ή τα υποκείμενα που την πραγματοποιούν, αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι τις μέρες μας μια από τις πρακτικές του ανταγωνιστικού κινήματος.
Μπορούμε να αγνοήσουμε την αμιγώς πολιτική (προφανώς αποϊδεολογικοποιημένη αλλά απροκάλυπτα υποδειγματική) αντιμετώπιση που επιφυλάσσουν στον Δημητράκη οι διωκτικοί μηχανισμοί; Οπότε να τον αντιμετωπίσουμε ως τυπικό ποινικό κρατούμενο, επιτρέποντας έτσι την εκδικητική και εκφοβιστική ποινική μεταχείρισή του επειδή ακριβώς δεν είναι τυπικός ποινικός κρατούμενος, αλλά ένας ανυπότακτος που συγκρούστηκε έμπρακτα με μια από τις πλέον εμπεδωμένες πλευρές της νομιμότητας - την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας;
Και τέλος, σε αυτή την αλλόκοτη και αντιφατική εποχή που ζούμε, όπου η απελπισία και η ελπίδα βαλτώνουν και μαζί απογειώνουν τη ζωή όλων μας, έχουμε το δικαίωμα να αδιαφορήσουμε για το εάν ένας 28άχρονος βγει νέος ή (για λόγους που υπερβαίνουν κατά πολύ τη συμμετοχή του στη ληστεία) ηλικιωμένος από τη φυλακή; Και μάλιστα, όταν οι θεματοφύλακες του νόμου και της τάξης εγκληματούν κατά συρροήν χωρίς καμία επίπτωση, απολαμβάνοντας την ασυλία και τις παροτρύνσεις του πολιτικού τους προϊσταμένου;
Διά ταύτα: Μια ληστεία, ένας κατηγορούμενος, μια κατηγορία
Διατυπώνοντας αυτές τις σκέψεις, δηλώνουμε την πρόθεσή μας να σταθούμε στο πλευρό του Γιάννη Δημητράκη ως ανυπότακτου ανιδιοτελούς ανθρώπου και να μην επιτρέψουμε την εξόντωση των τριών φυγόδικων αναρχικών. Να αγωνιστούμε για να μην παραπεμφθεί με τον τρομονόμο, να δικαστεί μόνο για τη ληστεία της Σόλωνος και για καμία άλλη, να απαλλαγεί για την απόπειρα ανθρωποκτονίας και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, να ακυρωθεί, εν τέλει, η απόπειρα υποδειγματικής εξόντωσής του.
Αν μας ενοχλεί ότι οι κυρίαρχοι αναγορεύουν σε «τρομοκρατία» ό,τι δεν συμβαδίζει με τις εντολές τους, αν μας εξοργίζει η άνεση των μηχανισμών καταστολής να επιβάλλουν τις επιλογές τους ως «κοινωνικό συμφέρον» και αν μας αγανακτεί η λεηλασία των Ταμείων των εργαζομένων από τις τράπεζες και ασφαλιστικές, θεωρούμε ότι το μπρεχτικό «Είναι μεγαλύτερο έγκλημα το να ιδρύεις μια τράπεζα από το να τη ληστεύεις» διατηρεί την ισχύ του.
Νίκος Γιαννόπουλος, Μάκης Παρίσης, Παναγιώτης Ασπιώτης, Γιώργος Καλαϊτζίδης, Γιάννης Ξύδας