Κατεβαίνω το απόγευμα που λέτε απ' το σπίτι να ρίξω μια ματιά στον γερο-πάπο---που τον είχα εδώ και καμιά βδομάδα παρατημένο στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας---να δω αν παίρνει ακόμα μπροστά, να τον κάνω και μια γύρα, μπας και αξιωθώ να πάω στην παπιόβολτα της Κυριακής.
Πάπος όμως πουθενά!
"Δεν παίζει ρε συ", λέω από μέσα μου. "Δεν μπορεί κάποιος να είναι τόσο απελπισμένος ώστε να κλέψει αυτό το χάρχαλο. Ο αδελφός μου ή ο ανιψιός μου θα τον έχει πάρει να πεταχτεί σε καμιά δουλειά".
- Έλα ρε μαλάκα, πήρες το παπί?
- Ποιο παπί?
- Ένα είναι το παπί ρε συ!
- Τι? Υπάρχει ακόμη αυτό? Που το 'χεις?
- Κάτω απ' το σπίτι ρε, έξω απ' το Βερόπουλο.
- Έχω να το δω κάτι μήνες ρε, δεν το πήρα εγώ!
- Αει καλά, πάει το παπί, την έκανε γι' αλλού!
Εντάξει, χάρχαλο, χάρχαλο αλλά έχω περάσει τόσα μαζί του και δεν θα γούσταρα να το χάσω έτσι άδοξα! Αφού παίρνω τηλέφωνο και τον ανιψιό μου (ούτε αυτός το είχε πάρει) κάνω την καρδιά μου πέτρα και το κόβω με τα πόδια για το αστυνομικό τμήμα, πέντε τετράγωνα παρακάτω, να δηλώσω την κλοπή.
Δεν προφταίνω να βγω απ' το στενό στην πλατεΐτσα και εκεί, δίπλα στο πεζοδρόμιο, δυο τετράγωνα μακριά απ' το σπίτι μου, παρκαρισμένος κανονικά στο κεντρικό σταντ, να-σου ο πάπος, βρόμικος και λασπωμένος όπως πάντα, ανάμεσα σε ένα χιουντάι και ένα σέατ, με ένα παράπονο σχηματισμένο στο μπροστινό του φανάρι.
Α ρε περασμένα μεγαλεία! Κάποτε όργωνε την Κρήτη (γιατί από 'κει κρατάει η σκούφια του) και την Αττική και τώρα ούτε κλεμμένη βόλτα δεν μπορεί να σταυρώσει! Κάποτε έβγαζε γκομενάκια στα χέρια του πιτσιρικά αφεντικού του, έξω από κάποιο φροντιστήριο στο Ηράκλειο, και τώρα στο φτύσιμο τον έχουν όλοι---μέχρι και τα κλεφτρόνια.
Στ' αλήθεια ρε παιδιά τον λυπήθηκε η καρδιά μου. Από αύριο θα τον πλύνω, θα τον σενιάρω, θα συμαζέψω ότι συμμαζεύεται, και θα πάω μαζί του μια καλή βόλτα... έτσι να ξαναθυμηθεί κάτι λίγο απ' τις παλιές του δόξες!
![]()