Κάθεται ο Άγιος Πέτρος στο γραφείο του στον Παράδεισο έχει μεσημεριάσει δεν είχε και δουλειά εκείνην την μέρα κοντεύει να τον πάρει και ο ύπνος και ξάφνου ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα: τακ-τακ πετάγεται πάνω την ανοίγει τίποτα κανένας από πίσω, τα αυτιά μου θα το έκαναν σκέφτηκε αλλά ώσπου να κάτσει στην καρέκλα πάλι τα ίδια : τακ-τακ στην πόρτα, τρέχει ανοίγει πάλι τίποτα , τι στο καλό σκέφτεται πλάκα μου κάνουν και εκεί που πάει να κάτσει πάλι τα ίδια :τακ-τακ παίρνει φόρα τρέχει προς την πόρτα - ε τώρα θα τον πιάσω τον φούστη - σκέφτεται την ανοίγει και βλέπει από πίσω έναν παππού τρομαγμένο.
- Τι γίνεται παππού πλακίτσες -πλακίτσες ακόμα δεν ήρθαμε;
- Μην με μαλώνεις κύριε Πέτρο δεν φταίω εγώ αυτουνού του κερατά από το ΕΚΑΒ πέστα που κρατούσε τον απινιδωτή.