Σαν πιτσιρικάδες, θεωρούσαμε τόλμημα να πάμε με τα ποδήλατα 100 μέτρα παραπέρα απ το σπίτι μας.
Μεγαλώνοντας, τα 100 μέτρα έγιναν βαθμιαία η βόλτα ( στα μοπυλωχτά και γρήγορα) ως τα Δικαστήρια, μετά ως την Αγορά και το τόλμημα του τολμήματος: από το σπίτι ως τη Σούδα και πίσω.
Κάτι το μαγικό είχε αυτή η τελευταία διαδρομή. Θες ο προορισμός, το λιμάνι της Σούδας όπου φεύγαν τα βαπόρια για μακρίνα μέρη, θες η η διαδρομή μέσα από ένα δρόμο απίστευτης ομορφιάς, γεμμάτος πλατάνια και ευκάλυπτους...
Ο Σουδιανός δρόμος περνάει ακόμα και σήμερα από αυτό που οι ντόπιοι ονομάζουμε Σούδα ή Λίμνη οι παλαιότεροι. Και είναι αλήθεια ότι κάποτε ήταν πλυμμηρισμένο στα νερά για μεγάλο χρονικό διάστημα του έτους, έτσι εξηγείται και η φοβερή ικανότητα καρποφορίας του μικρού αυτού κάμπου...Και εκεί βρήκε γόνιμο το έδαφος και θέριεψε ο πλάτανος και ο ευκάλυπτος. Λένε ότι όταν οι Τούρκοι ήθελαν να κάμουν εκτέλεση προς παραδειγματισμό κρεμώντας κάποιον, χρησιμοποιούσαν τα εν λόγω δένδρα καθότι και ψηλά ήταν και βρίσκονταν σε πέρασμα που οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν αναγκαστικά για την μετακίνησή τους...
Έτσι θυμάμαι το Σουδιανό δρόμο σαν κοπέλι, ένα δρόμο που μοσχοβολούσε ευκάλυπτο και δροσιά από πλατάνι. Το καλοκαίρι μια όαση αναψυχής η διαδρομή, το χειμώνα παράτολμο επιχείρημα λόγο του κρύου. Αλλά τα ποδήλατα αρχικά, όπως και τα πρώτα μηχανάκια αργότερα, δεν δείλιαζαν ποτέ!
Με τα πρώτα μας μηχανάκια, ακράνωτοι και με παντόφλα στο πόδι, πάντα κόβαμε ταχύτητα στο Σουδιανό δρόμο. Τα σπίτια κατα μήκος της διαδρομής των 5 χιλιομέτρων λιγοστά, τα δένδρα πανύψηλα και αγέρωχα! Ιδανική διαδρομή για πολύ χαλαρή βόλτα με τους πνεύμονες να γεμμίζουν καθαρό δροσερό αέρα. Η καλύτερή μας...
Μετά μεγαλώσαμε. Και μαζί μεγάλωσαν και τα χρόνια...και η ανάγκη των ανθρώπων...
Μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση όταν είχα πρωτοδεί άκαρδα πριόνια να κατακόβουν τα υπερήλικα δένδρα και στη θέση τους να πέφτει τσιμέντο και να σηκώνονται μαγαζιά, μάντρες και αντιπροσωπείες. Λίγο πριν φύγω στρατιώτης -λες και ήξερα ότι θα έκανα χρόνια να τα ξαναδώ- πέρασα με τη Vespa που είχα τότε αργά και με τα ρουθούνια ορθάνοικτα από το Σουδιανό το δρόμο να ρουφήξω όσο περισσότερο άρωμα και ηρεμία από μια ζωγραφιά που ξέφτιζε...
Ξαναμετοικώντας στα πάτρια εδάφη, δικάβαλος πάνω σε ένα 850 αυτή τη φορά και με τον ήλιο ακόμα να μην έχει φέξει, τολμώ τη διαδρομή των μικράτων μου. Υπάρχει βεβήλωση, υπάρχει ασχήμια αλλά η εδική μου εικόνα είναι πολύ ζωντανή και δεν σκύπτει το κεφάλι. Πρόλαβα! Έζησα! Γεύθηκα!
Ζώντας εδώ πια, αναγκαστικά η παιδική μου περιπετειώδης διαδρομή γίνεται ρουτίνα, περνάω πλέον καθημερινά από το Σουδιανό το δρόμο. Ό,τι και αν αντικρύζω πια δε μου κάνει αίσθηση, δε με συγκινεί. Δεν έχουν απομείνει και πολλά που θα έπειθαν κάποιον τι υπήρχε κάποτε εδώ...
Σήμερα το πρωί, είδα και κρεμμασμένα κινέζικά φαναράκια σε ένα έυκάλυπτο που τα κλαδιά του λες και θα 'γγίξουν τον ουρανό...
...πρόλαβα!
![]()