Μικρός και΄γώ κάποτε στο χωρίο ανοίγαμε τα χέρια και με δύναμη έβγαινε από το στόμα ο ήχος της αγαπημένης μας μηχανής. Ρέματα, φαράγγια, χώματα, λάσπες, άσφαλτο όλοι μαζί χωρίς να ξεχωρίζουμε το είδος της μηχανής που καβαλούσαμε. Τσόπερ, εντούρο, στρητ, όλες μαζί αρκεί παρέα να έιμασταν και τι στον κόσμο.
Αργότερα ήρθανε και οι νεανικοί έρωτες με αρχηγούς αυτούς που ο μπαμπάς τους, τους αγαπούσε "λιγότερο". Δανεικά μηχανάκια της πυρκαγιάς και΄μεις τσίτα τα γκάζια για παραλία και καμάκι με Καρβέλα και "μεγάλα στήθια".
Το όνειρο χανότανε στην πραγματικότητα με τον λόγο "να μην" και όλα τα υπόλοιπα που δηλώνουν πόνο και στεναχώρια. Η "ευχή" του πατέρα που κόστιζε κάποιες χιλιάδες δραχμές και η ατάκα που φύτρωνε στο στομάχι από τα χείλη της μάνας, θα πεθάνω, που κανείς νέος δεν την καταλαβαίνει στο βωμό του ενθουσιασμού και της ηδονής που σου προσφέρει το γκάζι και η μυρωδιά των ελαστικών.
Τα χρόνια περνούσαν και το μεράκι κατέβαινε σαν την μπουκιά στο στομάχι.
Η στιγμή της επανάστασης και του μανιφέστου γραμμένο δεν άργησε να΄ρθει. Η πρώτη αγάπη ήτανε πραγματικότητα, μεταχειρισμένη αλλά με την ευχή και του πατέρα.
Η ιστορία γράφονταν με μεγάλα γράμματα και μεγάλες υποσχέσεις. Ο άνθρωπος από την φύση του ξέρει πολύ καλά πως ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Δεν άργησε να έρθει και η δεύτερη αγάπη και η τρίτη νομίζοντας ότι θα είναι πάντα έτσι και πάντα προς το καλύτερο....
Μέχρι που το όνειρο τελείωσε απότομα και η προσγείωση ήρθε.....με την κρίση.
Όταν έκοβα το τσιγάρο μου είχε πει ένας φίλος ότι καλύτερα να το κόψεις μόνος σου παρά να στο κόψει ο γιατρός...έτσι και με την μηχανή. Δεν την πούλησα για το όνειρο και το καλύτερο αλλά γιατί κάποιος μου το επέβαλε, και η αλήθεια είναι ότι πόνεσα πολύ.
Tώρα μαζεύω κομμάτια και η ιστορία θα δείξει αν το όνειρο ζωντανέψει ξανά....
με εκτίμηση σε όλους
πάντα όρθιοι................τα λέμε.