Για τους Ινδιάνους η πίπα είναι η ενσάρκωση, καθώς επίσης και το κύριο εργαλείο μιας ιερής διδασκαλίας.
Βρισκόμαστε στο 500 μ.Χ., και ο Γκρίζος Λύκος (Gray Wolf) βρίσκεται στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Μπέαρ Μπουτ κοντά στην πόλη Ράπιντ, στη Νότια Ντακότα. Είναι ένα κρύο ανοιξιάτικο πρωινό και αντικρίζει την ανατολή, κρατώντας την ιερή του πίπα. Καθώς ο Ήλιος απλώνει στους μακρινούς λόφους τα ρόδινα χρώματά του, τα ηλικιωμένα του χέρια τοποθετούν την τελευταία ελάχιστη ποσότητα καπνού στην πίπα. Αφού την ανάψει και πάρει την πρώτη ρουφηξιά, φυσά τον ιερό καπνό στον ουρανό –προς τον Δημιουργό– και μετά στέλνει μια ρουφηξιά στη Μάνα-Γη. Κατόπιν φυσά τον καπνό προς τις τέσσερις κατευθύνσεις. Την κρατά έτσι ώστε να δείχνει προς τον ουρανό και ικετεύοντας τον Παππού και τη Γιαγιά Αετό στέλνει τις προσευχές του προς το Μεγάλο Πνεύμα! Ύστερα καπνίζει αργά, δίνοντας ευχαριστίες και ζητώντας βοήθεια και θεραπεία για τον εαυτό του, τη φυλή του και τη γη.
Υπάρχουν αποδείξεις ότι η τελετουργική χρήση της ιερής πίπας χρονολογείται πριν από 600 με 1500 χρόνια. Αλλά μπορεί να είναι και πολύ παλαιότερη. Στην Αμερική, οι πρόγονοι του καλλιεργημένου καπνού υπήρξαν πάνω από 8.000 χρόνια. Πρωταρχικά, η χρήση του καπνού θα μπορούσε να γίνεται για τελετουργικούς σκοπούς, ενώ το ίδιο το φυτό ήταν σε κάποιο βαθμό καθαγιασμένο.1 Αφού οι πρώτες πίπες χρονολογούνται πριν από 3000 με 4000 έτη,2 είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι το μυσταγωγικό κάπνισμα της πίπας δεν ξεκίνησε από νωρίς.
Στους πρώτους καιρούς ο καπνός ήταν πικρός, για αυτό και αναμιγνυόταν με άλλα υλικά, όπως αποξηραμένη φλούδα ιτιάς, η ψίχα από τη φλούδα των δέντρων Cornaceae, τα φύλλα των δέντρων Anacardiaceae, ή της φασκομηλιάς και του γλυκόχορτου. Αυτό το μείγμα ονομάζεται κινικίνικ στη γλώσσα Αλγκόνκουϊναν και μπορεί να αναμειχθεί με καπνό ή να καπνιστεί χωριστά από όσους έχουν πίπες που δε χρησιμοποιούν καπνό.
Από τους αρχαίους χρόνους οι περισσότερες ιερές πίπες των αυτοχθόνων Αμερικανών έχουν φτιαχτεί από την κοκκινόπετρα που βρίσκεται στο Εθνικό Μνημείο Πέτρας της Πίπας στη νοτιοδυτική Μινεζότα. Η συγκεκριμένη πέτρα ονομάζεται κάτλιναϊτ, από τον Τζορτζ Κέιτλιν (George Catlin), αναζητητή, συγγραφέα και καλλιτέχνη, ο οποίος ζωγράφιζε τους αυτόχθονες, τη γη τους, τα ιερά τους αντικείμενα και ήταν ο πρώτος λευκός που αντίκρισε το λατομείο. Η πρώτη εξόρυξη έγινε πιθανά γύρω στο 1600 με 1650.
Οι περισσότερες φυλές χρησιμοποιούν την ιερή πίπα σε τελετουργίες όπως η αναζήτηση του οράματος, η θεραπεία μέσω του ιδρώτα και ο τελετουργικός χορός. Οι Ινδιάνοι των Πεδιάδων χρησιμοποιούν την πίπα στις περισσότερες θρησκευτικές τους τελετές. Ιστορικά χρησιμοποιήθηκε για προσευχή, σε συμφωνίες και συνθήκες, για το καλωσόρισμα επισκεπτών, ή για να εξασφαλίζει τη σίγουρη μετακίνηση μεταξύ των φυλών. Επίσης, χρησιμοποιείτο ως επισφράγιση της αλήθειας σε ό,τι λεγόταν σε συναντήσεις ή εμπορικές συναλλαγές.