Είσαι ένα καθημερινό βράδυ σπιτι σου, απολαβμάνεις ενα τσιγάρο, λίγο κρασάκι, με μόνη παρέα όμορφη μουσική και δροσερό βραδυνό ουρανό, σε μια μπαμπού καρέκλα, στη βεράντα της μονοκατοικίας σου, λες και δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο γύρω σου...
Κοιτάς το βουνό πέρα μακριά, που τα μαρμαρα του είχαν χτίσει τον παρθενώνα, που έχει ζήσει τόσα, και τόσα ξέρει, και ξεκινάς το ταξίδι, ένα ταξίδι που ξέρεις πως δεν έχει τέλος, που δεν θα σε πάει ποτέ στην ιθάκη σου...
τα θέλω σου είναι μια χαλασμένη πυξίδα, τα μπορώ σου, τα μπαλωμένα πανιά, σε κάθε σκέψη τα λύνεις, σε κάθε αμφιβολία τα μαζεύεις, διορθώνεις την πορεία σου, και συνεχίζεις το δρόμο μέσα απο τους ύφαλους και τα συντρήμια, τρεμόμενος μη έχεις την ίδια μοίρα. και αποφέυγεις και αποκλίνεις. Και πάλι χάνεις το δρόμο, το δρόμο που δεν πάει πουθενά.
Και ξανά λοιπόν ρωτάς: ο φόβος είναι εχθρός? πρέπει να πέσω να βυθιστώ? φταίει το σκαρί μου? πρέπει να σπάσει για να διορθωθώ?
είναι τόσοι όσοι φαίνονται να ξεψύχησαν? εγώ θα τα καταφέρω?
μήπως ο φόβος είναι φίλος? μήπως είναι ενστικτο? μήπως μου λέει: "δεν είσαι έτοιμος και θα φάς τα μούτρα σου" ? μηπως δεν φταίει το σκαρί μα ο καπετάνιος? μήπως πρέπει σιγά σιγά να μάθω?
και αν είναι και τα δύο απο λίγο? έχω φτάσει λοιπόν τα όρια μου? αν θέλω να προχωρίσω πρέπει να παλέψω σε όλα τα πεδία, καλύτερος καπετάνιος σε βελτιωμένο σκαρί?
αν είναι έτσι... αν έχω φτάσει τα όρια μου, τότε... πόσο μακριά ακόμα θα πάω? πόσο μπορώ να τα ξεπεράσω? αν αυτά είναι τα όρια μου, τοσό κοντά στην αρχή, τότε... δεν θα φτάσω ποτέ στην ιθάκη. που πάω λοιπόν?
μα δεν ήξερα απο την αρχή οτι ποτέ μου δεν θα φτάσω?
ανθρώπινο χάρισμα, αιώνια κατάρα...
μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι...
...οι υπόλοιποι ας πάμε να γαμηθούμε...
κακά τα ψέματα... ο μεσσίας... απέτυχε.