Γεννιέσαι. Μπράβο σου και ζήτω σου και μάγκας είσαι που κατάφερες να αποδειχθείς ο πιο γρήγορος από κάτι δισεκατομμύρια σπερματοζωάρια. Και σε βγάζει ο γιατρός από την κοιλιά της μαμάς σου και σε παίρνει η προϊσταμένη και σε βάζει στη θερμοκοιτίδα και βγαίνει η νοσοκόμα και λέει στον μπαμπά σου ‘Συγχαρητήρια κύριε Παπαρίδη, η γυναίκα σας γέννησε αγοράκι’ . Και ναααα μια χαρά ο μπαμπάς σου, βγάζει και δίνει πουρμπουάρ 50 γιούρα και κερνάει πούρα τους τριγύρω (από το περίπτερο, γιατί τα Cohiba κοστίζουν και κατιτί παραπάνω) και είναι μέσα στην τρελή χαρά γιατί όπως είπε και ο… ο… καλά, κάποιος από τους αρχαίους ημών προγόνους ‘ο γεννών υιό, μηδέ αποθνήσκει’.
Και σε παίρνουν μετά από κάτι μέρες οι γονείς σου από το μαιευτήριο και σε βάζουν σε ένα αυτοκίνητο και σε πηγαίνουν στο σπίτι σου και εσύ είσαι μικρός, τυλιγμένος σε πάνες και ρουφάς το δάκτυλό σου και αδυνατείς να συνειδητοποιήσεις ότι είσαι μόνο στην αρχή των όσων πρόκειται να τραβήξεις, μόνο και μόνο επειδή είχες την ‘ατυχία’ να γεννηθείς με κάτι παραπανίσια γραμμάρια κρέας ανάμεσα στα σκέλια σου.
Σε βλέπει ο μπαμπάς και καμαρώνει και λέει ‘να ο γιος μου, ο Γκουζγκούνης μου, που θα κάνει όσα δεν έκανα εγώ στη ζωή μου’ (βλέπετε, τα παιδιά αποτελούν πάντοτε τον καλύτερο τρόπο για να εκτονώσουν οι γονείς τα δικά τους απωθημένα) και σε βλέπει η μαμά σου και λέει στον πατέρα σου ‘κοίτα φουκαρά μου να μην το κάνεις το παιδί σαν τα μούτρα σου’, ενώ εσύ εξακολουθείς να βυζαίνεις το δάκτυλό σου και να τα κάνεις πάνω σου, όπως κάνουν όλα τα μωρά και μην δίνεις καμία σημασία στα όσα συμβαίνουν γύρω σου.
Και αρχίζουν να περνάνε τα χρόνια και αρχίζεις να μεγαλώνεις. Σε βλέπουν οι θείοι και οι θειάδες και σου τσιμπάνε το μαγουλάκι λέγοντας στους δικούς σου ‘τι παίδαρος θα γίνει αυτός’ και ‘έχει πάρει τα μάτια του μπαμπά του’ και ‘κάτσε να μεγαλώσει, να δεις τι καρδιές έχει να κάψει’, αλλά εσύ είσαι 3 χρονών και το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να παίξεις με τα αυτοκινητάκια σου.
Περνάνε τα χρόνια και αρχίζεις να συνειδητοποιείς τον κόσμο γύρω σου. Σιγά - σιγά βγαίνεις από το σπίτι και γνωρίζεις άλλα παιδάκια στην γειτονιά σου. Και δυστυχώς, ανάμεσα σε αυτά είναι και κοριτσάκια, τα οποία στην αρχή, τα βρίσκεις τελείως αδιάφορα και δεν έχεις καμία διάθεση να συναναστραφείς μαζί τους. Προτιμάς τους φίλους σου, να παίζεις μπάλα, κυνηγητό, ξύλο και όλα αυτά τα τόσο ενδιαφέροντα κει δεν έχεις ιδέα για τα όσα πρόκειται να τραβήξεις στο προσεχές μέλλον.
Τα χρόνια τρέχουν και χωρίς να το πάρεις χαμπάρι βρίσκεσαι ξαφνικά στο γυμνάσιο. Οι όρχεις σου έχουν έρθει στην φυσιολογική τους θέση (για όσους δεν γνωρίζουν, ακριβώς κάτω από το μόριό σου), παρουσιάζεις τις, φυσιολογικές, πρωινές στύσεις και χωρίς να το πάρεις χαμπάρι βρίσκεις τον εαυτό σου να γλυκοκοιτάζει την Μαιρούλα που κάθεται δύο θρανία παραδίπλα σου, χωρίς και εσύ ο ίδιος να ξέρεις το γιατί. Θέλεις να την πλησιάσεις και να περάσεις χρόνο μαζί της, και να της κρατήσεις τα χέρι (τουλάχιστον) χωρίς να έχεις την παραμικρή ιδέα για ποιόν ακριβώς λόγο συμβαίνει αυτό.
Ο χρόνος είναι αδυσώπητο πράγμα. Πριν καν προλάβεις να το καταλάβεις, είσαι στο λύκειο, οι ορμές σου έχουν βαρέσει κόκκινα και πλέον είσαι 100% σίγουρος για το τι θέλεις να κάνεις στην Μαιρούλα που εξακολουθεί να κάθεται στο παραδίπλα θρανίο όταν θα πάτε στην 5ήμερη. Προσπαθείς να την πλησιάσεις, να της μιλήσεις, αλλά αυτό είναι κομμάτι δύσκολο, καθότι αυτή γουστάρει τον Μπάμπη με το στρογγυλοφάναρο 50άρι παπάκι, ο οποίος έχει μείνει 7 φορές στην ίδια τάξη και το παίζει μάγκας σε παιδιά που είναι 7 χρόνια μικρότερά του. Τον βλέπεις να την παίρνει με το μηχανάκι μετά το σχολείο και πηγαίνεις σπίτι σου μόνος και απογοητευμένος, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσεις τι ακριβώς έχει αυτός ο μ*λάκας παραπάνω από εσένα. Πολύ καλή ερώτηση αυτή και αν κάποιος από τους φίλους αναγνώστες έχει την απάντηση ας μου την πει και μένα γιατί με έχει φάει η απορία τα τελευταία 14 χρόνια (έλα ρε παιδί μου; Πέρασαν τόσα.
Από αυτή την ηλικία, το λοιπόν, και μετά η μοναδική σου επιδίωξη είναι να καταφέρεις την εκάστοτε Μαιρούλα να βγάλει τα Victoria’s Secret της. Και τι κάνεις γι’ αυτό; Χμ, να μια πολύ καλή ερώτηση… Εδώ οι γνώμες διίστανται και πολλές εργατώρες έχουν καταναλωθεί από τις ανδροπαρέες πάνω στο φλέγον ζήτημα: ‘Οι σχέσεις με το ωραίο φύλο’ (ή ‘Πώς να την ρίξω στα τέσσερα, γ*μώ το σπίτι μου γ*μώ;’)
Η απευθείας προσέγγιση
Την βλέπεις. Την γουστάρεις. Την πλησιάζεις. Την κοιτάς όλο νόημα στα μάτια και της λες: ‘Τι θα έλεγες να σε τσακώσω, να σε πετάξω κατάχαμα και να σου κάνω ότι έκανε ο Θεός στα Σόδομα και στα Γόμορα μαζί;’. Όταν σταματήσει να βουίζει το κεφάλι σου από το χαστούκι που έφαγες αναλογίζεσαι ότι μάλλον αυτός δεν ήταν και ο καταλληλότερος τρόπος για να εκφράσεις τις καυ… ε, τα συναισθήματά σου. Διότι, ναι μεν οι γυναίκες σκίζουν τα ιμάτιά τους ότι σε έναν άνδρα εκτιμούν την ειλικρίνεια, αλλά και εσύ ρε μεγάλε το μάμησες και ψόφησε. Είπαμε, είμαστε ειλικρινείς σε άλλα πράγματα, όπως τι ομάδα είμαστε, πότε γεννηθήκαμε, που μένουμε (αν και τώρα που το ξανασκέφτομαι καλό είναι να μην δίνουμε και πολλά στοιχεία σχετικά με τον τόπο διαμονής μας. Θα σου άρεσε να σου κουβαλιέται η κάθε λεγάμενη και να σου βαράει τα κουδούνια στις 5 το πρωίκαι γενικότερα σε ερωτήσεις του τύπου ‘να περνάει η ώρα’ ή ‘άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε’. Οπότε, με την χρήση της απαγωγής εις άτοπον, αυτός ο τρόπος προσέγγισης πάει περίπατο.
Η οικονομική προσέγγιση
Δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν όντως είσαι large και κιμπάρης τύπος. Όλοι μπορούμε να το παίξουμε έτσι για λίγο χρονικό διάστημα (άσχετο αν μετά δεν θα έχουμε φράγκο ούτε για τσίχλες). Η συγκεκριμένη στρατηγική βασίζεται στην τακτική του αιφνιδιασμού και της παραπλάνησης. Βασικός σκοπός είναι να κινηθείς γρήγορα και έξυπνα, φλομώνοντας το κάθε επίδοξο αντικείμενο του πόθου σου με αυτά που πραγματικά επιθυμεί κάθε γυναίκα. ‘Π*ύτσα, λούσα και χορό’. Για να φτάσεις στο πρώτο όμως, πρέπει υποχρεωτικά να περάσεις από τα άλλα δύο. Την πηγαίνεις στα μπουζούκια όπου και αδειάζεις container με γαρούφαλλα πάνω της, δείπνα σε ακριβά μαγαζιά, κοσμήματα, βόλτες και εκδρομές. Απαραίτητο αξεσουάρ, το χορτασμένο ύφος που θα πρέπει να έχεις για να δείξεις ότι ναι μεν γουστάρεις, αλλά από την άλλη δεν πεθαίνεις κιόλας. Πριν καλά - καλά το καταλάβεις θα σε έχει βιάσει αυτή. Μετά ακολουθείς την εξίσου επιτυχημένη στρατηγική ‘Μην είδατε τον Παναή’ και περνάς το υπόλοιπο του βίου σου δουλεύοντας, προσπαθώντας να ξοφλήσεις όσα ξόδεψες για να ‘αλευρώσεις τον μπακαλιάρο’.
Η προσέγγιση ‘καρδιά παραπονιάρα’
Σε αυτή την πολύ δημοφιλή μέθοδο, ουσιαστικά γίνεται έκκληση στο μητρικό ένστικτο που κάθε γυναίκα κρύβει μέσα της. Ξεσηκώνεις όλες τις πονεμένες ιστορίες χωρισμών που έχεις ακούσει ή έχεις διαβάσει ή έχεις δει στο σινεμά, τις ανακατεύεις όλες μαζί και τις σερβίρεις μαζί με μπόλικη σάλτσα στο ανυποψίαστο θύμα σου. Βέβαια, είπαμε ότι η μέθοδος αυτή είναι δημοφιλής, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι - σώνει και καλά - και επιτυχής. Έτσι, είτε η λεγάμενη θα συγκινηθεί από τα δράματα που έχεις περάσει στο παρελθόν και θα κάνει ένα ψυχικό (και μια Φιλοθέη) για να σε φέρει στα ίσα σου, είτε θα αποφανθεί ότι για να σου κάνανε τόσα, καλός μαλάκας είσαι και θα αποχωρήσει γελώντας και κάνοντας σε ρόμπα (ξεκούμπωτη) σε σχετικούς και άσχετους. Πάντως αν το φάει, αυτός που αποχωρεί γελώντας θα είσαι εσύ. Προσοχή χρειάζεται στην περίπτωση που η λεγάμενη έχει αδερφό boxer.
Η προσέγγιση ‘Amour - Amour, Je t’ aime, Monaco, ah, ouch’
Εδώ βρίσκει την ακριβή της εφαρμογή η έκφραση ‘Φύκια για μεταξωτές κορδέλες’. Αυτό που καλούμαστε να εκμεταλλευτούμε στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η έμφυτη τάση που έχουν τα θηλυκά να τρώνε τα παραμύθια και ειδικότερα το παραμύθι του ευαίσθητου και ρομαντικού άντρα (καλά, ποιος την έχασε την ευαισθησία για να την βρεις εσύ. Έτσι, ξεκίνα μιλώντας για ουρανούς. Έπειτα, συνέχισε μιλώντας για άστρα και ολοκλήρωσε μιλώντας για ουρανούς και άστρα μαζί. Έχε πάντα υπόψιν σου ότι θα πρέπει να αναφέρεσαι στα άστρα που βρίσκονται στο ουράνιο στερέωμα και ουχί σε αυτά που παράγει γνωστή αυτοκινητοβιομηχανία, καθότι ελάχιστες θα εκτιμήσουν τα δεύτερα. Κατόπιν προχώρα στο στάδιο ‘τα λελούδια στην κυρία από μένα και τα δέοντα στην ματμαζέλ μητέρα σας’. Στείλε λουλούδια στο γραφείο, στο σπίτι, στο εξοχικό, εκεί που κάνει διακοπές, το βράδυ που βγαίνει έξω, την ώρα που πάει να χέσει και γενικότερα, πήξε την στο κόκκινο τριαντάφυλλο το οποίο θα συνοδεύεται και απαραίτητα από κάρτα με μελιστάλακτη αφιέρωση. Για τους μη μυημένους υπάρχουν βιβλία με έτοιμες κάρτες στο εμπόριο. Αν δεν σε πει γελοίο, την έψησες και σίδερο στην μέση σου.
Η προσέγγιση ‘είμαι ο εαυτός μου’
Καλά, άλλαξε κατηγορία και πάρε αθλητικά. Είσαι σίγουρος ότι οποιαδήποτε γυναίκα θα γούσταρε να σου κάτσει στα χάλια στα οποία βρίσκεσαι; Οπότε καλά θα κάνεις να ξεχάσεις αυτή την μέθοδο και να δοκιμάσεις κάτι άλλο.