Σάββατο ήταν λοιπόν, είχα ξυπνήσει πρωί, το μηχανάκι ήταν στο γκαράζ, πλυμένο, φουλαρισμένο και ετοιμοπόλεμο. Tι καλύτερο από μια βόλτα? Μοναχική, χαλαρή, ούτε πολύ μεγάλη, ούτε πολύ μικρή. Βραδάκι να ‘μαστε πίσω. Για που όμως? Έστω ένας γενικός προορισμός, τα άλλα τα βρίσκουμε.
Κοιτάω έξω από το παράθυρο, συννεφιά και κάνα-δυο ψιχάλες. Από εδώ και στο εξής, όμως, έτσι θα ‘ναι πάντα ο καιρός, σιγά μην κλειστούμε και μέσα. Ρίχνω καλού κακού μια ματιά στον Ποσειδώνα: Εντάξει, μπορεί να ψιλορίχνει μέχρι το μεσημέρι, αλλά μετά καθαρίζει.
Είχαμε μείνει όμως στο “για που”. Βάζω το μπρίκι για καφέ και όπως συμβαίνει συχνά τέτοιες ώρες και μέρες δύσκολες μου βγαίνει στην επιφάνεια η διχασμένη προσωπικότητα και πιάνω την κουβέντα με τον εαυτό μου (εντάξει δεν είναι κακό παιδί αν τον γνωρίσεις, αλλά μιλάει πολύ)…
- Εύβοια?
- Μπα, άσε, πολύ κοντά και τώρα τελευταία το ‘χουμε ξεσκίσει.
- Στεραιά Ελλάδα?
- Χμμ… μετά τη σιδερώκολη βόλτα, καλύτερα κάπου αλλού. Έτσι για αλλαγή.
- Θεσσαλία, Μακεδονία και Ήπειρος είναι μάλλον μακριά για μονοήμερη που ξεκινάει σχεδόν μεσημέρι.
- Οπότε αναγκαστικά Πελοπόννησος.
- Λες να πάμε μία Επίδαυρο?
- Τρε κλισέ!
- Ναι αλλά να κάνουμε μικροαλλαγές στη διαδρομή, έτσι για να πάρει χρώμα?
- Εγώ πάντως Στορκ δεν πάω. Όχι ξανά πάλι!
- Καλά δεν θα πάμε Στορκ, θα πάμε αλλού για καφέ. Θα περάσουμε και από το Θέατρο που έχεις χρόνια να πας.
- Πάμε και γαλατά μετά να περάσουμε απέναντι Πόρο, να πάρουμε ένα τηλεφωνάκι τον Βαγγέλη, μήπως τον πετύχουμε για καφέ?
- Χαλαρά!
- Εν’ κακό! Πάμε!