Στο φανάρι Ατταλείας και Λαμπράκη λοιπόν , είναι κάθε πρωί ένας γεράκος που ζητιανεύει. Φαίνεται καλά στην υγεία του και στα λογικά του. Τον βλέπω κάθε φορά που πάω για δουλειά και όλο θέλω κάτι να του δώσω γιατί είναι συμπαθητικός και καθόλου ενοχλητικός, αλλά δεν το καταφέρνω γιατί φοράω τα γάντια της μηχανής και το τσαντάκι μέσης είναι κάτω από το αδιάβροχο... Έτσι του λέω απλά καλημέρα, και απαντάει και αυτός όλο χαρά. Σήμερα το φανάρι το έφαγα όλο, οπότε έκατσε δίπλα μου και τα είπαμε λίγο.
- Καλημέρα!
- Καλημέρα αγάπη μου, μου λέει! Αγάπη του με είπε απο τη χαρά του που του μίλησα.
- Έχω ένα μπιτονάκι κρασί που μου έμεινε από τη γιορτή μου, θες να σου το φέρω?
- Να μου το δώσεις ναι....
- Αλλά θα το πίνεις λίγο λίγο ε? με ρέγουλο!
- Ναι λίγο λίγο, τόσο δα πίνω, και μου δείχνει τρία δάχτυλα.
- Καλά είσαι?
- Καλά είμαι, περιμένω να έρθει ο καιρός να πεθάνω. Δεν είναι ζωή αυτή αγάπη μου, κρυώνω, διψάω, βρωμάω, πεινάω, είναι και η περιφρόνηση από όλους, τι να κάνω. Σε ένα αυτοκίνητο κοιμάμαι εδώ στη γωνία...
- Εγώ όμως σε βλέπω δυνατό και χαρούμενο...
- Ε τι να κάνω, αγωνίζομαι, τι να κάνω...
- Θα σου φέρω εκεί το κρασί εντάξει?
Σκύβει ρε παιδιά ο καϋμένος και μου φιλάει το γάντι... "Το έχω ανάγκη" μου λέει όταν τον σήκωσα με τη βία. Τότε θυμήθηκα ότι ον είχα δει μέσα σε ένα έρημο ημιυπόγειο μια νύχτα. Καθόταν και κοίταγε το κενό, τους τοίχους. Από την ώρα που νυχτώνει πρέπει να χώνεται εκεί μέσα και να κάθεται μέχρι να έρθει η ώρα να κοιμηθεί. Σκέψου λίγο, μόνος σου μέσα στα σκοτάδια, για πολλές ώρες, κάθε μέρα για ατέλειωτα χρόνια. Δε θέλω να σας προκαλέσω συναισθήματα, απλά σκέψεις μου γραφω... Καλή σας μέρα.