Φοράω σιγά σιγά το απαραίτητα, μπότες, μπουφάν, κράνος,΄γαντια, αργά αργά, νωχελικά, ποιός βιάζεται? έτσι κι αλλιώς πρέπει να ζεστάνω, δε θα πάρει κανά λεπτό?
Τη στιγμή ο΄μως που βάζω το κράνος και μετά τα σκούρα γυαλιά χάνω κάτι από την ταυτότητά μου, δεν είμαι πια ο Κώστας, σαν κάτι να μου διαγράφει τη μνήμη, αναμνήσεις και κατά κάποιον τρόπο να μου τα αλλάζει. Βάζω το κλειδάκι στη μίζα, μία στροφή και τσουπ φωτάκια πλυμμηρίζουν μπροστά μου, ένα ένα δίνουν το παρών. Συμπλέκτης - νεκρό, άλλο ενα κλακ το κλειδάκι και εκεί για λίγο παγώνει ο χρόνος-πώς περιμένεις σε κάποιο σταθμό να κατέβει από κάποιο τρένο-λεοφορείο (δε γαμιέται), ο,τιδήποτε, η γυναίκα της ζωής σου και για λίγο παγώνουν όλα μέσα σου από ανυπομονησία και αγωνία (οι Άγγλοι το λένε anticipation), και νάτη, παίρνει για άλλη μια φορά ζωή μπροστά σου, τζ τζ τζ, ΒΡΟΥΠ, κοίτα να δεις που τώρα νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει, τελικά αναπνέω κιόλας και τρέχει αίμα στις φλέβες μου.
όχι όπως πριν όμως, τώρα όλα ανταποκρίνονται διαφορετικά, καθαρίζει το πνεύμα και το σώμα από κάθε μορφή δηλητήριου που σου προσφέρει η καθημερινότητα, ξεχνάω, κοιτάζω κάτω, ενδείξεις, βελόνα στο ρελαντί, το πράσινο λαμπάκι, που δεκαετίες τώρα υπάρχει εκεί, πάντα πιστό στη δουλειά του, μόνο του, αλλά εκεί. Μετά τιμόνι - μανέτες, κάπου εκεί δεξιά υπάρχει και ένα κουτάκι, γαμώτο θέλω τακάκια, έχει πέσει η στάθμη, από Δευτέρα έχει ακόμα, και δυο χέρια, σφίγκουν τα γκριπ, δεν είναΙ δικά μου όμως πια, είναι μαύρα με carbon επάνω, δε μου ανήκουν, ανήκουν σε αυτή. Κατεβ΄ζω τη ζελατίνα, κοιτάζω μία κάτω - μια ματιά στη γη- και μετά μία επάνω- ουρανός, μπορεί και να τον κοιτάω για τελευταία φορά, συμπλέκτης ξανά- κουμπώνει η πρώτη, μια ανάσα και φύγαμε.
Μετά απλά δεν υπάρχω, ανήκω σε αυτή, μου λέει τι θέλει και απλά το κάνω, αναπνέουμε μαζί, μοιραζόμαστε γη-αέρα, στροφή μετά από στροφή.
Με κυριεύει, αλλά μερικές φορές δεν της κάνω τα χατήρια, είναι φορές που ζητάει πάρα πολλά, πνίγεται κι αυτή και θέλει να ξεφύγει, θέλει να τρέξει να ξεφύγει από τη σκιά μας, αλλά ξέρουμε και οι δύο ότι δε γίνεται, δε θέλω να τη σκοτώσω αλλά να την έχω για πολλά χιλιόμετρα και να συνυπάρχουμε για πολύ καιρό, θέλω κι εγώ να ανοίξω το γαμμημένο το γκάζι, όλο, όσο πάει, αλλά ξέρω τι συνεπάγεται αυτό.
Μην το κάνετε μάγκες, θέλει αυτοσυγκράτηση το πράγμα, αξίζει να ζεις με τη μοτοσυκλέτα, αλλά δεν αξίζει να πεθάνεις για την ταχύτητα.
Και αν το διάβασε αυτό κανένας "γρήγορος" με 4τροχο παρακαλώ να το ξεχάσει.