Δευτέρα πρωί και πρέπει να αρχίσει καλά (και) η εβδομάδα.
Συναλλαγές σε τράπεζες έχει το μενού. Θα κατέβω κέντρο με το ποδήλατο.
Μεγάλη η ουρά έξω από την Εμπορική στα Δικαστήρια στα Χανιά, ανοίγει η πόρτα και χύνωνται όλοι μέσα. Έρχεται με μαούνα-αυτοκίνητο κυράτσα και παρκάρει πάνω στη ράμπα των αναπήρων, κατεβαίνει, κλειδώνει και ανεβαίνει στην τράπεζα. Διαολίζομαι! Της βάζω της φωνές! "Δε θα αργήσω, πως κάνες έτσι;"
-"Αν ήτονε το δικό σου κοπέλι με καροτσάκι και δεν μπορούσε να περάσει θα γούσταρες;"
Δεν της καίγεται καρφί! Ανεβαίνει στην τράπεζα και κάθεται μέσα πάνω από 15 λεπτά.
Συνεχίζω την πριπέτεια στην πόλη. Επόμενη στάση τράπεζα Πειραιώς, Τζανακάκη.
Παρκάρω το ποδήλατο στο πεζοδρόμιο κάθετα στην τράπεζα και παράλληλα σε ένα τοίχο παρακέιμενου κτιρίου. Μπαίνω μέσα και βλέπω μέσα από το τζάμι βλάκα με ένα GN250 ο οποίος αρπάζει το ποδήλατο, το πετάει παραπέρα και παρκάρει αυτός πάνω ατο πεζοδρόμιο εκεί που ήταν το ποδήλατο. Βγαίνω και του ζητώ το λόγο. Τσαμπουκαλεύεται και είναι και μισή μερίδα ανθρωπάκι (κάτι από ήρωα στο Θάνατο του εμποράκου ένα πράμα). Δε μπορώ παρά από τα νεύρα να γελάσω...
Γυρίζω προς Δικαστήρια και μου την πέφτει από STOP στα Ολύμπια ηλικιωμένος με τρισάθλιο παπί, πάω να τον αποφύγω, με κυνηγά, κάβω από την άλλη με αποκυνηγά και εν τέλη με σωριάζει στην άσφαλτο! Μια-δυο τσαφουνιές στον αγκώνα μόνο, όλα καλά. Σηκώνομαι και μου βάζει και κωλόχερο που δεν προσέχω που πάω. Και φεύγει...
Εβίβες!![]()