Δε με βλέπεις αλλά είμαι δίπλα σου.
Το πρωί όταν ξυπνάς και αναδεύεσαι στα σκεπάσματα, το μαξιλάρι δίπλα σου δεν είναι κενό. Είμαι και εγώ εκεί, αφήνω το άρωμα μου και το σχήμα του κορμιού μου. Σκύβεις και μυρίζεις τα σκεπάσματα, με χαϊδεύεις νοητά και εγώ σου χαμογελώ.
Μετά σηκώνεσαι για να πιεις καφέ και να κάνεις τσιγάρο, κοιτάς τη καρέκλα δίπλα σου και σκέφτεσαι. Σε βλέπω που σκέφτεσαι, σε «διαβάζω». Είμαι εκεί.
Ντύνεσαι και φεύγεις, φοράς το κράνος και καβαλάς τη μηχανή. Ο αέρας χτυπάει το πρόσωπο σου, σταματάς στο φανάρι και κοιτάς δίπλα. Ένα κορίτσι στην διπλανή μηχανή σε κοιτάει και σου χαμογελάει. Την κοιτάς μπερδεμένος, κάτι σου θυμίζει, δε ξέρεις ακριβώς τι. Εγώ είμαι, δε με κατάλαβες ακόμα?
Στις ατέλειωτες ώρες της δουλειάς συχνά η σκέψη σου σταματάει, κολλάει. «Που να είναι? Τι να κάνει άραγε?». Βγαίνω μέσα από το καπνό του τσιγάρου και κάθομαι δίπλα σου, σε κοιτάω στα μάτια, γελάω περιπαικτικά, θέλω να σου ανακατέψω τα μαλλιά, να σε πειράξω. Σαν να το νιώθεις, κοιτάς γύρω σου παραξενεμένος. Δεν είναι κανείς. Κανείς? Είμαι εγώ εκεί.
Όταν επιστρέφεις έχει πέσει η νύχτα. Η πόλη κρυώνει, ο χειμώνας βαρύς ακόμα. Σφίγγεσαι μέσα στο δερμάτινο μπουφάν και ψάχνεις γύρω σου. Κάτι νομίζεις ότι βλέπεις, κάτι νομίζεις ότι ακούς. Αυτό το βλέμμα, αυτή η φωνή, είναι δυνατόν? Το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια μερικές φορές. Κουνάς το κεφάλι σου και συνεχίζεις το δρόμο σου, ξεχνάς ότι είδες, ότι άκουσες.
Αργότερα το βράδυ με παίρνεις τηλέφωνο. «Ξέρεις τι έπαθα σήμερα? Νόμιζα ότι σε έβλεπα παντού, ότι άκουγα τη φωνή σου», μου λες. Από την άλλη άκρη του ακουστικού χαμογελώ αινιγματικά. «Που ξέρεις, ίσως και να είναι έτσι.»
καλημέρες...
![]()