- Ειιι, παλικάρι, τα φώτα σου καίνε, του φώναξε ένας μπάρμπας πάνω σ' ένα ποδήλατο, φορτωμένο με σακούλες γεμάτες ζαρζαβατικά.
- Να 'σαι καλά, του ανταπάντησε χαμογελώντας και σήκωσε το χέρι του να τον χαιρετήσει.
Κοίταγε μπροστά του και είχε μισόκλειστα τα μάτια, γιατί ο αέρας ήταν γεμάτος μυγάκια που τον ενοχλούσαν. Έδωσε λίγο παραπάνω γκάζι και τα 1100 κυβικά της Shadow βρόντηξαν στον απογευματινό ορίζοντα.
Ήταν περιτριγυρισμένος από καλαμποκιές ολοπράσινες γεμάτες καρπούς τυλιγμένους στα φύλλα τους. Έκοβε βόλτες με τη μοτοσυκλέτα του εδώ και λίγα λεπτά, σ' ένα δρόμο στις παρυφές της πόλης.
Ήταν φιδωτός και συνέδεε δυο περιοχές της Δράμας. Το Σπαρτάκο και τον Αρκαδικό. Πήγαινε συχνά εκεί το σούρουπο, μόλις τέλειωνε από τη δουλειά.
Είναι μια ωραία διαδρομή, ανάμεσα σε χωράφια με καλαμπόκια και τεράστια δέντρα πλατύφυλλα, δίπλα στο ποτάμι που βγαίνει από την Αγία Βαρβάρα.
Είναι δροσερά στην περιοχή το καλοκαίρι, αλλά βρωμάει τόσο πολύ, που είναι να πιάνεις τη μύτη σου.
Η ζέστη αφόρητη και ο ιδρώτας να στάζει ακόμα κι όταν κάθεσαι ακίνητος όπως οι σαύρες και τα φίδια.
Τέτοιες ώρες, λίγο πριν ο ήλιος χαθεί εντελώς πίσω από το Μενοίκιο όρος, είναι ωραία να κυκλοφορείς με τη μοτοσυκλέτα σου και να κάνεις βόλτες.
Αυτό έκανε κι ο Φάνης σχεδόν κάθε βράδυ.
Όταν δεν είχε ν' ασχοληθεί με δουλειές, έπαιρνε τη Shadow, άναβε τα 1100 κυβικά της κι αργά την άφηνε να κυλήσει στην άσφαλτο.
Δεν ήταν απ' αυτούς που γκάζωναν μες στην πόλη.
Ο θόρυβος που έβγαζαν οι διπλές εξατμίσεις ξεσήκωνε τον κόσμο, κι αν έδινε λίγο παραπάνω γκάζι, βάραγαν κάτι λεπτεπίλεπτοι συναγερμοί από τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα δεξιά κι αριστερά στους στενούς δρόμους.
Αν ήθελε να γκαζωθεί και να χαθεί στον αέρα, έβγαινε από την πόλη και έτρωγε τα χιλιόμετρα.
Κι αν καμιά φορά το βράδυ του 'ρχονταν να δει το φεγγάρι, ανέβαινε στον Κορύλοβο, πήγαινε κάπου σκοτεινά και κάθονταν εκεί με τις ώρες, να χαζεύει τα φώτα κάτω στον κάμπο της Δράμας, με τα χωριά της και τους δρόμους της.
Αυτό το καλοκαίρι έχει πολλά φίδια στους δρόμους, σκέφτονταν. Πολλά περισσότερα από κάθε άλλη χρονιά, καθώς μόλις απέφυγε ένα που σέρνονταν πάνω στη ζεστή άσφαλτο.
Βγήκε ακριβώς στα φανάρια κάτω από τη νομαρχία και ετοιμαζόταν να γυρίσει πίσω, όταν χτύπησε το κινητό του.
Το νούμερο της Αλεξάνδρας φώτισε την οθόνη του τηλεφώνου και απάντησε.
- Έλα μωρό μου!
- Καλησπέρα, είπε η Αλεξάνδρα από την άλλη άκρη. Πώς είσαι;
- Ωραία! Που βρίσκεσαι; Θεσσαλονίκη;
- Ναι. Τι κάνεις;
- Βόλτες, με τη μηχανή! Ξέρεις. Εσύ.
- Δεν είμαι καλά.
Ακολούθησε σιωπή, τόσο που ο Φάνης ανησύχησε.
- Αλεξάνδρα.
- Εδώ είμαι!
- Τι τρέχει; έγινε κάτι; Δεν σε νοιώθω καλά!
- Κάθεσαι;
- Κάθομαι!
- Ναι, θέλω να πω, κινείσαι ή είσαι σταματημένος?
- Σταματημένος μωράκι μου. τι τρέχει!
- Μόνο αν με βεβαιώσεις ότι είσαι σταματημένος θα σου πω.
- Έλα, σταματημένος είμαι. Λέγε επιτέλους. Με ανησυχείς.
- Ακούω ακόμα τη μηχανή να δουλεύει. Σβήστην σε παρακαλώ.
- Έλα, την έσβησα, λέγε. γύρισε το κλειδί και σίγησε ο τόπος.
Πρόσεξε την ηρεμία γύρω του ο Φάνης και για μια στιγμή κοίταξε στον ορίζοντα.
Ο ήλιος είχε ήδη χαθεί από τον ουρανό κι άφηνε πίσω του ένα ρόδινο χρωματάκι, όλο γλύκα και ζάχαρη.