Μια νταλίκα σταματάει στα διόδια. Η πόρτα του συνοδηγού ανοίγει απότομα και μια κοπέλα μ' ένα σάκο πηδάει έξω.
Προσγειώνεται πάνω στα μποτάκια της. Με μια νευρική κίνηση τινάζει πίσω τα μακριά σγουρά μαλλιά της. Το πρόσωπο της ξαναμμένο, αποφασιστικό. Στραμμένο κατά τη μεριά μου.
- Άντε και γαμήσου! διάβασα στα χείλια της. Δεν το απηύθυνε όμως σε μένα αλλά στο φορτηγατζή.
Η νταλίκα πέρασε τα διόδια κι έφυγε.
Ξεκίνησα κι εγώ, κι όπως σταμάτησα για να πληρώσω, βρέθηκε στο πλάι μου. Ο υπάλληλος μου 'κλεισε το μάτι να περάσω τζάμπα. Το πήρα για καλό σημάδι, γύρισα και την κοίταξα:
- Πάντως αν δεν κρυώνεις, υπάρχει δεύτερο κράνος.
Με κοίταξε σαν χαμένη στην αρχή, σαν να μη μ' έβλεπε. Μετά τα μάτια της άλλαξαν απότομα.
Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι.
Έκοψα δεξιά στο πλάτωμα μετά τα διόδια.
Ξεκαβάλησα, έβγαλα το κράνος και την παρακολούθησα καθώς ερχόταν. Έσερνε τα βήματα της κι έγερνε κουρασμένα προς το πλάι το κεφάλι της κάνοντας πως χαμογελάει με το ζόρι.
Αναρωτήθηκα αν ήταν το μόνιμο υφάκι της αυτό ή αν ήταν όντως τόσο μεγάλη η ταλαιπωρία της.
Τα λεία πεταχτά μάγουλα της έμοιαζαν κόκκινα από φυσικού τους. Μικρή γύρω στα είκοσι. Φορούσε ένα πολύ στενό τζιν, τα πόδια της λίγο στραβά.
Πού την είχα ξαναδεί; Την ήξερα; Με κοίταξε πίσω απ' τα μαλλιά της.
- Πού πας; ρώτησα.
- Αλεξανδρούπολη. Μη γελάς, γαμώτο!
Τα μάτια της πέταγαν σπίθες. Ερχόταν από Αθήνα και πήγαινε Αλεξανδρούπολη που σπούδαζε δασκάλα. Θεσσαλονικιά. Πόντια, ΠΑΟΚ, Καλαμαριά. Φορούσε ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν και χειρονομούσε όπως τα μορτάκια. Πρόσωπο με κατάλευκη επιδερμίδα, παμπόνηρο κι αφελές συγχρόνως. Όπως η Χιονάτη.
![]()