Αφού χανόμαστε μια φορά μεταξύ κέντρου – πάρκινγκ (απόσταση 50 μέτρα) και ξαναβρισκόμαστε κατά λάθος στο “σαλέ”, με τη δεύτερη απόπειρα βρίσκουμε τα μηχανάκια. Συμφωνούμε πως θα πηγαίνω εγώ μπροστά και ο Francesco πίσω (λόγω γυαλιών δυσκολεύεται πολύ περισσότερο με την υγρασία από μένα) και ό,τι προκύψει, κορνάρουμε και σταματάμε.
Με αδιάβροχα πια, χοντρά στεγνά γάντια και γνωρίζοντας τι πρόκειται να αντιμετωπίσουμε, το κατέβασμα απ'το ακρωτήρι είναι σημαντικά ευκολότερη υπόθεση. Τουλάχιστον φαντάζει μέσα στα όρια της λογικής, είμαστε και πιο ξεκούραστοι από τις ώρες που περάσαμε στο κέντρο... κατεβαίνουμε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Καμμιά 50αριά χιλιόμετρα αργότερα θα αποχαιρετιστούμε με τον Francesco – αυτός θα μείνει σε ένα ξενοδοχείο εκεί κοντά και από αύριο θα πάρει το συντομότερο δρόμο για Στοκχόλμη. Εγώ αποφασίσω να κατευθυνθώ ΝΑ προς Φινλανδία.
Νιώθω πολύ λίγα πράγματα. Απόλυτη αρμονία με το μηχανάκι, σα να είναι μια προέκταση του εαυτού μου, σα να μην υπάρχουν χιλιόμετρα, σα να παρατηρώ όσα συμβαίνουν έξω απ'το σώμα μου και απλά να νιώθω ένα αμορτισέρ να διαβάζει τις κακοτεχνίες του δρόμου... Κατηφορίζοντας απ΄το Nordkapp τα συναισθήματα είναι τόσο πολλά που με μουδιάζουν και το μυαλό μου παραδίνεται, αφήνεται να νιώσει, δε προσπαθεί πια να ταξινομήσει, να βάλει προτεραιότητες, να αναλύσει. Νιώθω τα πάντα και τίποτα, το τοπίο κυλάει αρμονικά γύρω μου, η ομορφιά είναι αβάσταχτη... μια φωτογραφία δε μπορεί να φυλακίσει τα χρώματα, τις μυρωδιές, τον αέρα, τη θέση του ήλιου, τη κίνηση του νερού και την αίσθηση της ασφάλτου, το πώς ο χρόνος σταματάει και τη γλυκιά μοναξιά του δρόμου. Μόνο η μνήμη μπορεί να μου θυμίσει πόσο δυνατές ήταν εκείνες οι στιγμές.
![]()