Το κείμενο αυτό είναι από το ιστορικό μου αρχείο από το MOTOSPORT του 1981 το έχει γράψει ο θεμος αναστασιαδης για να θυμηθούν οι παλαιοί και να μάθουν οι νέοι.
<< ΟΛΟ ΠΡΟΣΟΝΤΑ >>
Έβλεπα ένα πολύ ωραίο Όνειρο όταν το ξυπνητήρι κτύπησε δαιμονικά. Το κακό με όλα τα ξυπνητήρια είναι οτι δεν ξέρουν τι σημαίνει η λέξη «αρκετά». Θα το έχετε παρατηρήσει κι εσείς. Χτυπάει το ξυπνητήρι, ξυπνάς από τον γλυκό σου ύπνο, αλλά παρ’ ότι το σατανικό όργανο έχει εκπληρώσει την αποστολή του συνεχίζει να βαράει εκνευριστικά. Όμως βαριέσαι να σηκωθείς να το κλίσης και η χώνεσαι κάτω απο το μαξιλάρι η του πετάς το μαξιλάρι. Τίποτα από αυτά δεν έκανα εγώ ,αντίθετα σηκώθηκα χαρούμενος και άνοιξα τα παράθυρα. Ήταν 6.30¨ το πρωί και ο ήλιος το σκεφτότανε να βγει. Σύννεφα δεν φαίνονταν πουθενά και αυτό είναι πολύ σημαντικό όταν πρόκειται να πας εκδρομή. Γιατί εκδρομή θα πήγαινα, και αυτός Ήταν ο λόγος που ήμουν τόσο χαρούμενος και ενεργητικός.
μετά της απαραίτητες πρωινές διαδικασίες ( απαραίτητες για να βγεις ευπρόσωπος στην καθημερινή κοινωνική ζωή ) πήγα στην κουζίνα. Εκεί η καλή μητέρα μου είχε ετοιμάσει από το προιγουμενο βράδυ ( σχετική παροιμία «η καλή νοικοκυρά κλπ κλπ» ) το καλαθάκι μου το οποίο περιλάμβανε τα διάφορα αγαθά που χρειάζεται κάποιος που πάει εκδρομή. Σάντουιτς coca cola σε κουτί ( που αν έχετε παρατηρήσει δεν είναι τόσο καλή όσο του μπουκαλιού), φρούτα και διάφορα άλλα όργανα όπως ανοικτήρια, γλυκά κλπ. Όλοι κοιμόντουσαν ακόμα όταν βγήκα από το σπίτι στις 7 το πρωί ντυμένος εκδρομικά και χαριτωμένα, κρατώντας το καλαθάκι μου και ατενίζοντας με αισιοδοξία την φύση. Η μοτοσικλέτα μου με περίμενε πάντα στο ίδιο σημείο ( παρά την υποσυνείδητες προσπάθειες μου να την αφήνω αφύλακτη, μήπως και ησυχάσω απ’ αυτήν). Στης 7 και πέντε έφτανα στην πρώτη γνώριμη μου στροφή, και η απόσταση από τον τελικό μου προορισμό άρχισε να μικραίνει.
Διασχίζοντας τους μεγάλους δρόμους έμεινα θαμπωμένος από την ομορφιά της φύσις. Τι θαύμα Ήταν θεέ μου όλα αυτά τα χρώματα… τα πορτοκαλί και μπλε των λεωφορείων, το γκρι των ταξί, το μολιβι του ουρανού, το πράσινο και το κίτρινο των ημιφορτηγών και αλλά τέτοια που σαν σύνολο θα έκαναν και τον ποιο εμπνευσμένο ζωγράφο να τα παρατήσει. Η μαγεία Ήταν τόση που δεν πρόσεχα όσο έπρεπε τον δρόμο, αλλά γι’ αυτό φρόντιζαν οι οδηγοί των αυτοκίνητων που με διευκόλυναν αμέσως όταν έκανα κάποια άσχετη κίνηση.
Στις 8 έφτασα στον τόπο προορισμού μου. Εκεί Ήταν και πολύς άλλος κόσμος, και αυτό πολύ με έκανε χαρούμενο μια που οι μοναξιές καθόλου δεν μου αρέσουν. Κατέβηκα από την μοτοσικλέτα, την κλείδωσα και πήρα το καλαθάκι μου. μετά μπήκα στην ουρά.
Δεν θυμάμαι να σας διευκρίνισα ότι ο σκοπός της εκδρομής Ήταν να αγοράσω ανταλλακτικά για την μοτοσικλέτα μου, η οποία είναι μεν «όλο προσόντα» αλλά που και που παθαίνει και καμία βλάβη.
Πρώτα πέρασα από κάτι μεγάλες σιδερένιες πόρτες, οπου σε κάθε μια Ήταν και ένας βλοσυρός υπάλληλος που με ρωτούσε τι ήθελα. Έμειναν ικανοποιημένοι από τις απαντήσεις μου και με άφησαν να περάσω στην αίθουσα (υπόγειο) των ανταλλακτικών. Πίσω από τον πάγκο Ήταν ο μέγας ανταλλακτικοφυλαξ με όλο το ύφος που ταιριάζει σε μια τέτοια θέση. Αλλοι δεκα περίπου Ήταν πριν από εμένα. Η διαδικασία Ήταν η εξής. Όταν κάποτε έφθανες μπροστά στον Μ. Α. (μέγας ανταλλακτικοφυλαξ) αυτός σε κοιτούσε κατάματα, τράβαγε μια ρουφηξιά καφέ και μια τσιγάρο και ρωτούσε παγερά.