Ήταν μόλις η δεύτερη μέρα.
Είχαμε μπροστά μας τόσα και τόσα χιλιόμετρα.
Τόσα και τόσα περάσματα συνόρων. Μέσα μου υπήρχε ένα άγχος. Όσο ήμουν Βουλγαρία δεν με απασχολούσε τίποτα. Με προσωπικό και συνεργεία απλωμένα από δω και από κει ανά την χώρα, με μια μικρή γνώση της γλώσσας, με τοπικό συνάλλαγμα στην τσέπη, με Βουλγάρικο νούμερο στο κινητό, με γνωστούς έτοιμοι και πρόθυμοι να βοηθήσουν, με μέρη λίγο πολύ γνωστά και ταξιδεμένα… Κανένα πρόβλημα. Μετά;
Εντάξει η Ρουμανία. Έχω ξαναπάει τρεις τέσσερις φορές. Έχουμε και κανά δυο γνωστούς εκεί. Είναι και δίπλα βρε αδερφέ.
Μολδαβία; Ουκρανία; Τι παίζει στην Ουκρανία; Εκεί έχουν άλλη κουλτούρα… Ο κουμμουνισμός ζει και βασιλεύει.
Και το άλλο; Αυτή η διαολεμένη Υπερδνειστερία; Τι σκατά θα μας προκύψει σε αυτό το κωλοκρατίδιο;
Και εμείς παίζαμε σήμερα το πρωί με τις λάσπες. Φορτωμένοι σαν γαϊδούρια με τις άχαρες και κακόβολες μηχανές μας για λασπόδρομους και χωματόδρομους. Γιατί οι άλλοι δεν ανησυχούσαν και χασκογελούσαν; Ρε μήπως δεν έχουν ιδέα που πάνε; Μήπως ο Βασίλης δεν τους εξήγησε ποτέ τι πάμε να κάνουμε;
Τέτοιες σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό μου καθώς άκουγα την απόλυτη ησυχία.
Ε και τις καφρίλες των συνταξιδευτών...