Σε ειδα χτες το απόγευμα στην Κηφισίας μικρέ παπόβιε.
Το κράνος σου ολοκαίνουργιο ανάμεσα στα γόνατά σου, όταν άρχισε να ψιχαλίζει. Η βρόχη δυνάμωνε και εσύ ακόμη οδηγούσες χωρίς γυαλία, με το προσωπό σου 3/4 απο την ευθεία του δρόμου. Το ένα μάτι σου ήταν κλειστό και έβλεπες με περιφερειακή όραση απο το άλλο, που δεν βρεχόνταν. Σε πλεύρισα εν κινήσει στο Ψυχικό και σου έδειξα με χειρονομία να φορέσεις το κράνος για να βλέπεις που πηγαίνεις. Εσυ απάντησες με μια γκριμάτσα αηδίας και συνέχισες να οδηγάς σαν πίνακας του Πικάσσο.