Είναι λοιπόν δύο όρθιοι άνθρωποι που στέκονται ο ένας απέναντι από τον άλλον, κοιτάζονται στα μάτια και κρατούν τεντωμένη μια κλωστή σε δεδομένο ύψος. Ο ένας από τους δύο που κρατούν την κλωστή είναι κρυωμένος και φταρνίζεται χωρίς προειδοποίηση με ακανόνιστη περιοδικότητα και ο άλλος έφαγε πριν από τέσσερις ώρες ένα γεμάτο πιάτο φάβα. Ένας τρίτος φέρνει μια μπάλα του μπάσκετ και προσπαθεί να την ισορροπήσει με τα χέρια στο κέντρο της κλωστής. Αυτός ο τρίτος λέγεται μοτοσυκλετιστής και η μπάλα, αν καταφέρει να μείνει στην κλωστή, είναι η ζωή του, ενώ αν πέσει δεν είναι.
Η παραπάνω παραβολή βοηθάει να φέρνουμε κάθε φορά στο νου μας πως η ζωή των μοτοσυκλετιστών είναι τόσο αναπάντεχη, που ο καθένας απ’ αυτούς βρίσκεται με το ένα πόδι στον τάφο και με το άλλο στο κρεματόριο. Παρόλα αυτά και δεδομένου πως το είδος έχει καταφέρει να επιβιώσει (τρόπος του λέγειν) εδώ και κάμποσες εκατοντάδες χρόνια, η ύπαρξη του μοτοσυκλετιστή ορίζεται από απαράβατους μαθηματικούς νόμους που κρατούν την μπάλα του μπάσκετ πάνω στην κλωστή. Τις περισσότερες φορές. Ένας απ’ αυτούς, που θα εξετάσουμε εδώ (και τώρα), έχει να κάνει με την αγορά νέας μοτοσυκλέτας και αναφέρει πως «η ηλικία του μοτοσυκλετιστή είναι αντιστρόφως ανάλογη με το ρυθμό που αγοράζει μοτοσυκλέτες».
Ο μοτοσυκλετιστής αρχίζει την καριέρα του αλλάζοντας κατά μέσο όρο επτά μοτοσυκλέτες ανά δύο χρόνια, όχι μόνο επειδή τις βαριέται μετά από λίγες μέρες, αλλά επειδή του τις κλέβουν, επειδή διαλύονται (μυστηριωδώς πάντα, αφού είναι όλες γιαπωνέζικες) και επειδή χρειάζεται απεγνωσμένα και τα τελευταία ευρώ για να πληρώσει τα νοσοκομεία (εξάλλου μόνο τόσο αξίζουν κατά μέσο όρο, με το ζόρι τριψήφιο αριθμό ευρώ). Στο κάτω όριο του μέσου της ηλικίας του, ο μοτοσυκλετιστής θα αγοράσει την πρώτη του καινούργια μηχανή, την οποία θα οδηγεί νόμιμα, θα έχει στο όνομά του και θα έχει δουλέψει ο ίδιος για να την πληρώσει. Οι προηγούμενες μπορεί (αν και σπάνια) να πληρούσαν κάποιο από αυτά τα κριτήρια, αλλά σίγουρα ποτέ όλα: ως επί το πλείστον έως τότε η μοτοσυκλέτα είναι έβδομο χέρι, είναι «γραμμένη» στον μπαμπά/θείο/γείτονα-που-μένει-από-κάτω, οδηγείται χωρίς δίπλωμα αφού ο μοτοσυκλετιστής είναι μόλις 12 χρονών και έχει πληρωθεί με τα χρήματα από τα κάλαντα και τα συγχαρητήρια των συγγενών για τους καλούς (ή την ελεημοσύνη των ίδιων για τους απαίσιους) βαθμούς στο σχολείο/πανεπιστήμιο/μεταπτυχιακό/διδακτορικό.
η συνέχεια εδώ
![]()
![]()
![]()