Ήτανε μια φορά δύο χασικλήδες, πήγανε ψωνίσανε και πήγανε στο σπίτι του ενός και κάτσανε και στρίβανε και πίνανε και στρίβανε και πίνανε. Σε μια φάση την ώρα που είχανε ανάψει το τελευταίο τσιγάρο χτυπάει η πόρτα. "ΑΝΟΙΞΤΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ!" Πετάγονται πάνω οι τύποι σαλταρισμένοι. Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε... Η πόρτα εντωμεταξύ να πάει να σπάσει από τα χτυπήματα "Ανοίξτε ξέρουμε ότι είσαστε μέσα!" Κοίταζε ο ένας τον άλλο φρικαρισμένοι. "Ανοίξτε θα σπάσουμε τη πόρτα!" Βλέπει ο ένας ένα ρολόι αντίκα στο τοίχο απ' αυτά με τον κούκο u know, ανοίγει το πορτάκι πετάει το τσιγάρο μέσα όπως ήτανε αναμένο. Πάει ο άλλος ανοίγει τη πόρτα, μπουκάρουνε μέσα ίσαμε δεκαπέντε ασφαλίτες -"Πού είναι το μαύρο, ξέρουμε ότι έχετε μαύρο". -"Μα τι είναι αυτά που λέτε, τι είναι "μαύρο";" -"Κάνεις τον άσχετο, ε; Γιατί αργήσατε να ανοίξετε;" - Ξύνοντας το κεφάλι του και με ένα διακριτικό χασμουρητό "Μα εμείς κοιμόμασταν" - "Φέρτε το μαύρο, θα ψάξουμε το σπίτι". Τέλοσπάντων ενώ οι τύποι προσπαθούσαν να τους πείσουν ότι ουδεμία σχέση έχουν με το αντικείμενο ανοίγει το πορτάκι και βγαίνει έξω ο κούκος... - "Τι έγινε ρε μοοοόρτες, τι ώωρα είναι; με μπάσα και αργή συρτή φωνή. - "Εννιά και είκοσι" - Δε γαμιέται... Κουκού κουκού"