Όταν εγγίζει το χνούδι της ημέρας το πουλί
Η σκόνη πέφτει και στην θέση της πηδά γυμνός ο ήμερος
Δεν αναλίσκονται τα πρωινά τεχνάσματα της επιούσης
Φωνάζουν αύριο αύριο και μετατρέπουν την ιδική τους ευστοχιά
Σε θαλπωρή μαστών που δεν ξεχνά ποτέ ο ούριος άνεμος
Την στρογγυλάδα τους και τους αναπαλμούς που προκαλούνε οι θωπείες
Κ' έτσι η αύριο γίνεται σήμερα
Και πέφτουν μονομιάς τα στόρια της επαύλεως
Πέφτουν οι πέπλοι και αποκαλύπτεται ο θύσανος
Της κεντρικής επιθυμίας
Ενώ στη μέση της πλατείας
Χειρονομούν ομάδες ανθρώπων σιωπηλά
Και σφίγγουν μέσ' στα χέρια τους τα γάντια.
Ανδρέας Εμπειρίκος, ''Η φιλία'', Ενδοχώρα, Αθήνα, εκδ. 'Aγρα, 1991, σ. 65.