Περπατούσε μια γριούλα στο δρόμο με τη τσάντα της στο χέρι. Ξαφνικά εκεί που προχωρούσε η καημένη στο δρόμο της, βγαίνει ένας τσαντάκιας και της βουτάει τη τσάντα, με όλα της τα λεφτά μέσα.
Όμως, ο τσαντάκιας δεν προλαβαίνει να κάνει ένα βήμα και πετάγεται από ένα θάμνο εκεί δίπλα ένας πράσινος μασκοφόρος και με ένα αριστερό κροσέ, τον σωριάζει κάτω και δίνει τη τσάντα στη γριούλα.
Τότε η γριούλα αρχίζει να τον ευλογεί:
- "Ευχαριστώ παιδάκι μου. Να `σαι καλά. Πες μου το όνομα σου καλέ μου άνθρωπε."
- "Με λένε Χελωνονιτζάκι, γιαγιούλα."
- "Α, ωραία. Και εγώ από την Κρήτη είμαι σύντεκνε."
----------------
Δύο ηλικιωμένοι συζητούν:
- Πώς τα πας με την αμνησία; Σε βοηθάει καθόλου ο γιατρός σου;
- Αρκετά.
- Πώς τον λένε να πάω κι εγώ;
- Εεεεε...πώς λέγανε εκείνον τον πόλεμο που έγινε παλιά;
- Τον πόλεμο του 1940;
- Όχι, πιο παλιά!
- Του 1821;
- Ακόμα πιο παλιά!
- Μήπως τον Τρωικό;
- Ναι αυτόν! Κάποιοι σε αυτόν τον πόλεμο μαλώνανε για μια γυναίκα!
Πώς την έλεγαν;
- Για την Ωραία Ελένη λες;
- Μπράβο αυτήν! ......Ελένηηηηηη, Ελένη, πώς λένε το γιατρό μου;
![]()
![]()