Κανονικά θα πήγαινε στο "σε είδα..." αλλά βγήκε μεγάλο οπότε το βάζω μόνο του εδώ...
Μερικές φορές το σύμπαν κάνει ότι μπορεί για να σε ρεζιλέψει...
Είναι πρωί και έχω βγει μετά από καιρό βόλτα με το VFR. Έχω όλο κι όλο σκάρτη μια ώρα στη διάθεσή μου, όποτε διαλέγω διαδρομή κοντινή, δυο βήματα απ' το σπίτι μου. Ανεβαίνω το βουνό απ' τον δρόμο που πάει προς Ν. Μάκρη, περνάω την κορυφή και κατεβαίνοντας στρίβω στο Πανόραμα αριστερά προς Διόνυσο για να βγω Κηφισιά και να γυρίσω προς τα πίσω. Καμιά 20 χιλιόμετρα όλο μαζί. Το ξέρετε το κομμάτι. Έχω απολαύσει το ανεβοκατέβασμα στο βουνό όσο δεν παίρνει: Κίνηση μηδέν, δρόμος στεγνός, έχει μια πολύ ελαφρά ομίχλη, βέβαια, και μπόλικο κρύο, αλλά μετά τις πρώτες δυο στροφές τα έχω ξεχάσει όλα. Είναι μια από αυτές τις φάσεις που σε κάνουν να αισθάνεσαι σε απόλυτη αρμονία με το μηχανάκι και με τα πάντα γύρω σου. Δεν συμβαίνει συχνά, αλλά όταν συμβαίνει είναι πολύ γαμάτο. Τίποτα δεν σε ενοχλεί, τίποτα δεν σε ξενίζει. Ανοίγεις το γκάζι και αισθάνεσαι το μοτέρ πιο γεμάτο απ΄ ότι συνήθως. Νιώθεις την επιτάχυνση πιο απολαυστική από άλλες φορές. Τα πάντα γύρω σου δείχνουν καθαρά, σαν φρεσκοπλυμένα...
Έχω περάσει το Πανόραμα και βρίσκομαι στο κλειστό κομμάτι πλησιάζοντας στον Διόνυσο. Έχω πλέον χαλαρώσει εντελώς. Πάω σιγά, χαζεύω γύρω και ακούω το μοτέρ να γουργουρίζει. Τη Νιρβάνα μου τη χαλάει ένας μεταλλικός ορυμαγδός που έρχεται κάπου από πίσω---κάτι σαν πολλά τετζερέδια να κατρακυλάν στην κατηφόρα. Κοιτάω τους καθρέφτες και βλέπω απ' την στροφή πίσω μου να βγαίνει κάτι μικρό και ροζ και να πλησιάζει γρήγορα. Ο σαματάς δυναμώνει και πριν καλά-καλά καταλάβω τι έγινε, με περνάει ένα ζετάκι με καμιά κατοσταριά χιλιόμετρα, αφήνοντας πίσω του κάργα μπουχό και μυρωδιά από καμένο διχρονόλαδο. Καβάλα στο ΡΟΖ μηχανάκι η επιτομή του κάγκουρα πιτσιρικά: Τυπάκι ψηλό και αδύνατο, τζίν παντελόνι και σπορτέξ (να πατάν στις μύτες τα μαρσπιέ στην χαρακτηριστική καγκουροστάση), μπουφάν μπαλόνι απ' τον αέρα, ξεκράνωτος, καμπουριαστός πάνω στο μηχανάκι, με τα μάτια να έχουν γίνει κουμπότρυπες απ' το κρύο. Ενστικτωδώς ανοίγω το γκάζι να τον προφτάσω. 80, 90, 100, και η στροφή να πλησιάζει---κλειστή, τυφλή, αριστερή. "Θα κόψει, δεν μπορεί". Εμ, έλα που δεν κόβει! Το παπί κάργα πλαγιασμένο, να ξύνει σχεδόν τα μαρσπιέ στην άσφαλτο, το πίσω λαστιχάκι να γλυστράει μανιασμένα και να λες "πάει... αυτό ήταν, έφυγε σούμπιτος στο χαντάκι" και το τυπάκι, εκεί, να δίνει κι άλλο. Και δώστου τετζερέδια, και δώστου μπουχός. Τσιμπάω τα φρένα (κώλωσα, το παραδέχομαι) και μπαίνω στην στροφή. Βγαίνοντας ανοίγω γκάζι και τον ξαναπλησιάζω. Αυτός εκεί... ακατέβατα. Γκάζι να μην έχει κλείσει ούτε για ένα νανοδευτερόλεπτο. Στην επόμενη στροφή τα ίδια και χειρότερα. Τον ακολουθώ και έχω αρχίσει να ιδρώνω. Αν δεν είχα το παραπάνω γκάζι να τον μαζεύω ανάμεσα στις στροφές θα με είχε αφήσει πίσω (να ψάχνω τα κομμάτια του κουρελιασμένου μου εγωισμού) και θα είχε χαθεί στο ηλιοβασίλεμα. Το ινδιανιλίκι συνεχίζεται, κόντρα σε κάθε νόμο της λογικής και της φυσικής. Ρε παιδιά, μάρτυς μου ο Νεύτωνας, αλλά τι κρατούσε το παπί όρθιο και πάνω στο δρόμο έτσι όπως πήγαινε ακόμη μέχρι τώρα δεν έχω μπορέσει να καταλάβω. Μπαίνουμε στην κατοικημένη περιοχή και βρίσκουμε φανάρι. Σταματάω δίπλα του και τον κοιτάω σαν να μην μπορώ να πιστέψω τι έχει συμβεί. Κρατιέμαι να μην κάνω έτσι να τον ακουμπήσω να δω αν είναι αλήθεια εκεί. Και όπως είμαστε σταματημένοι, περιμένοντας το πράσινο, το μαλακιστίρι μου δίνει το τελειωτικό χτύπημα. Γυρνάει και μου λέει: "Γεια χαρά! Ωραία τραβάει το VFR! Με πόσα πηγαίναμε γιατί δεν έχω κοντέρ?" Εκείνη τη στιγμή, δόξα το Θεό, ανάβει το πράσινο. Κουμπώνω πρώτη, καρυδώνω το γκάζι και χάνομαι με το μηχανάκι να κάνει οχτάρια....
Δεν υπάρχει κανένας σεβασμός πλέον κύριοι! Με τις υγείες σας...